Στις 30 Ιουνίου 1916 μια μεγάλη φωτιά σημάδεψε το τέλος της χρυσής εποχής του Τατοΐου. Μια πύρινη γλώσσα κατέκαψε το μεγαλύτερο μέρος του Βασιλικού κτήματος του Τατοΐου και των μενιδιάτικων δασών περιμετρικά. Ο απολογισμός υπήρξε τραγικός. Βρέθηκαν αρκετά απανθρακωμένα πτώματα, κυρίως στρατιώτες από τη φύλαξη του βασιλιά, ενώ λίγο έλειψε να καεί και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. Η πυρκαγιά αφάνισε σχεδόν ολόκληρη τη βλάστηση της περιοχής, έκαψε βασιλικά κτίσματα, εγκαταστάσεις και πολλά ζώα του κτήματος ενώ καταστράφηκαν, επίσης, αρχαιολογικά ευρήματα από την κατάρρευση του μικρού Μουσείου του Τατοΐου.
Ο Πλάτων Ροδοκανάκης -φυσικά, ως προοδευτικός- δεν τρέφει κανένα φιλοβασιλικό συναίσθημα. Γράφει για την πυρκαγιά που ξέσπασε από την πλευρά της περιβαλλοντικής καταστροφής. Αναρωτιέται για την ατυχία της ελληνικής φύσης που καίγεται κάθε τέτοια εποχή, αναφέρεται σε αίτια και σε αντιδράσεις, ενώ καυτηριάζει τις πολιτικές διοικήσεις που βάζουν την «έλλειψη χρημάτων» μπροστά από την ανάγκη δασοπροστασίας. Πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε; Ο λόγος στον ίδιο για να μας απαντήσει.
ΠΕΡΙ ΔΑΣΩΝ
Θα περάσουν πολλές μέρες για να συνέλθουν οι φίλοι του πρασίνου, από τον σπαραγμόν της εκατόμβης του Τατοΐου. Ένα από τα ωραιότερα δάση της Ελλάδος, ο παράδεισος της Αττικής, έλατα και πεύκα μοναδικής ομορφιάς, είτε τον χειμώνα υψούντο προς το στερέωμα κατάφορτα από τας χιονοστιβάδας, είτε το καλοκαίρι εσκόρπιζαν την δροσιά και τα ζωογόνα τους αρώματα εις την βασιλικήν έπαυλιν, έγινε καπνός, στάχτη, κάρβουνο. Εκεί, όπου χθες ακόμη εκελαϊδούσαν τα αηδόνια και η φλογέρα του τσομπάνη ετόνιζεν ύμνους εις τον Πάνα, ένα παχύ στρώμα πυρακτωμένων υλών, κάτι τι σαν λάβα μετά έκρηξιν ηφαιστείου, θα απλώνει για χρόνια πολλά, την απελπισίαν της ερημώσεώς της. Μοναδική και αυτή η ατυχία της ελληνικής φύσεως. Καίεται μόνη της από τα φλογερά βέλη, που εκτοξεύει ο Φοίβος κάθε τέτοιαν εποχήν; Αναφλέγονται τα δάση από σπίθες οι οποίες κυκλοφορούν εις τας φλέβας των ρητινοφόρων οργανισμών του; Είναι τάχα η αστοργία και η έλλειψις μορφώσεως κουτοπόνηρων χωρικών η αιτία, η οποία σήμερα το ένα και αύριον το άλλο, υπόσχεται να μαδήσει σύρριζα όλα τα δάση της χώρας αυτής, για να την μεταβάλει εις μίαν πετραίαν Αραβίαν ή και κάτι απελπιστικώτερον; Και θα υπάρχει μεγαλειτέρα ειρωνεία αυτής, η οποία αφ’ ενός μεν δια της Φιλοδασικής Εταιρίας προσπαθεί να φυτεύσει μερικά δενδράκια, εδώ και εκεί, ενώ από το άλλο μέρος η φλόγα απλώνει τα κόκκινα δρεπάνια της και ξυραφίζει βουνά ολόκληρα; Τι θα απογίνει λοιπόν; Την ερώτησιν αυτήν είχον εκ συμπτώσεως αποτείνει φίλαι κυρίαι προς τον κ. Πέτρον Καλλιγάν, ήδη υπουργόν της Εθνικής Οικονομίας. Προ ολίγων ημερών κάποιο άλλο δάσος εκαίετο. Η κυρίες εφώναζαν: να τους τουφεκίζουν όλους αυτούς, οι οποίοι βάζουν φωτιά εις τα πεύκα, για να μεταβάλουν το δάσος εις βοσκήν. Ο κ. υπουργός εφάνη φρονών ότι αι δρακόντιαι τιμωρίαι δεν θα είναι δυνατόν να εφαρμόζονται. Πρέπει όμως να ψηφισθούν ποιναί αυστηραί και οι δικαστές εις παρομοίας περιστάσεις να αναδεικνύωνται αμείλικτοι. Αλλά και πάλιν, με την σημερινήν κατάστασιν, είχε παρατηρήσει ο κ. υπουργός, η σύλληψις των εμπρηστών δεν είναι εύκολος. Φύλακες, δασοφύλακες δηλαδή, δεν υπάρχουν, των οποίων αποστολή θα ήτο να προλαμβάνουν και τας αυτομάτους κατά το θέρος αναφλέξεις. Έχουν φέρει οι προηγούμενες κυβερνήσεις Αυστριακόν οργανωτή, εκπονήσαντα πολύ καλόν σχέδιον για την συντήρησιν των δασών μας. Αλλά ο πρώτος όρος του σχεδίου του απαιτεί να σκορπισθώσιν εις όλη την Ελλάδα, κατ’ ελάχιστον όριον, τρεις χιλιάδες δασοφύλακες, ενώ εκείνοι που διαθέτει το Δημόσιον, δεν φθάνουν παρά μόνον τους τριακοσίους! Όλα λοιπόν, καθώς βλέπετε, είναι ζητήματα χρήματος, αυτό σαν να ηθέλησε να μας τονίσει ο κ. υπουργός. Φαντασθήτε δε αντίληψιν διοικήσεως ενός τόπου, ο οποίος για να εξοικονομήσει μισθοδοσίαν δυο χιλιάδων δασοφυλάκων, βλέπει το ένα μετά το άλλο να εξαφανίζονται τα δάση του…
Πλ. Ροδοκανάκης
(Έθνος, 3 Ιουλίου 1916)
Επιστροφή στα αθησαύριστα κείμενα του Ροδοκανάκη
♦
Διαβάστε επίσης
Οι αντικρατικές ταραχές του Μενιδίου το 1887