«Απότομα η γη έγειρε κι έκανε μια κλίση προς τα εκεί.
Αλλά κανείς δεν πλησιάζει το βάραθρο και όλοι αποστρέφονται.
Κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να σκύψει και να δει κι ούτε κι οι μάνες.
Κανείς να μην τολμήσει».
Γ. Χειμωνάς | Ο Γάμος


«Καὶ εἶδε Γεδεὼν ὅτι ἄγγελος Κυρίου οὗτός ἐστι,

καὶ εἶπε Γεδεών· ἆ ἆ, Κύριέ μου Κύριε,
ὅτι εἶδον τὸν ἄγγελον Κυρίου πρόσωπον πρὸς πρόσωπον».
Κριτές (6, 22)

Κατοικούσα σε ένα μπλοκ πολυκατοικιών σε σχήμα γάμα. Δεν θυμάμαι τον όροφο. Ήταν καλοκαίρι. Από κάτω πισίνα. Πλαστικές μπάλες, φουσκωτά στρώματα και τα ρέστα. Έβλεπα εγώ, χάζευα, αυτούς που γελούν, αυτούς που παίζουν. Ήμουν δύσθυμη. Βαριά. Σαν να είχα σηκωθεί δύο το μεσημέρι από το κρεβάτι, όπως σήμερα. Στα όνειρα συμβαίνει αυτό που λέγεται, μεταμφίεση ή μεταμόρφωση, κάπως έτσι, τέλος πάντων. Ένας άνδρας σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι. Κάπως τα κατάφερε και σκαρφάλωσε. Ανέβηκε ο άνδρας και με άρπαξε με όλη του τη βία. Τον αναγνώρισα και. Ας ήταν άλλος. Του είχα πει πόσο υπόκωφα βίαιος είναι. Του το είχα μηνύσει από νωρίς. Τα χέρια του τανάλια γύρω από τον θώρακά μου, τανάλια, προσπαθούσε να βγάλει ό,τι φορούσα. Από κάτω δύο που φυλούσαν τσίλιες. Ξέρω ποιοι ήταν. Δύο άνδρες. Μεταμφιεσμένοι κι αυτοί, δηλαδή μία γυναίκα και ένα παιδί μες στην πισίνα και κοιτούσαν τη μάχη, την κατάδική μου μάχη. Κοιτούσαν. Εξυπηρετούσαν τον κοινό σκοπό. Το μαζί, τον οίκο. Ενώ εγώ. Εγώ η ανοίκεια, η βδελυρή, αυτή που έπρεπε να διαπομπευτεί, που επιβαλλόταν να σοδομιστεί δημόσια για να επικυρωθεί η διαφύλαξη της καθεστηκυίας τάξης του ιερού οίκου. Φυλούσαν τσίλιες. Φώναζα και δεν έβγαινε η φωνή. Κάποια στιγμή έκανα μια σπασμωδική κίνηση με το χέρι (το χέρι μου το δεξί, της γραφής το χέρι). Και τελικά ούρλιαξα. Ώσπου κάποιος άνδρας πήρε χαμπάρια κάποιος άνδρας από το απέναντι μπαλκόνι φώναζε και χειρονομούσε: «Την κοπέλα, ρε. Κάποιος να βοηθήσει την κοπέλα». Το δεξί χέρι έσπασε την τανάλια. Της γραφής το χέρι. Μετά βούτηξα. Βούτηξα, για να γλιτώσω από τη βία που μου ασκήθηκε από ένα μαζί παράταιρο, στρεβλό. Κι ας ήξερα πως με μαθηματική ακρίβεια θα πνιγόμουν. Μετά ξύπνησα. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας. Μετά ξανακοιμήθηκα. Το όνειρο συνέχισε από εκεί που σταμάτησε, από το παράδοξο του μη πνιγμού μου. Και είδα τη γυναίκα που είμαι, την είδα μούσκεμα, το νερό είχε μουλιάσει το κόκκαλο, είδα τη γυναίκα να προσπαθεί να γυρίσει στο σπίτι και στη βουτιά της να έχει χάσει το κλειδί

Άκου, λοιπόν, τώρα, ποιος είναι τι
το γάμα της πολυκατοικίας ανδρικό αρχικό
(Γιώργος / Γαβριήλ / Γεδεών Γεδεών Γεδέων)
το γάμα της πολυκατοικίας ο γάμος
κι εκεί γενιές γενεών όλοι στοιβαγμένοι
γενιές που μισιούνται, γόνοι που μισούν τους γεννήτορες
λίγοι που αγαπιούνται με τα σώματα
άνθρωποι κι απάνθρωποι όλοι μαζί
ο ένας πάνω σε άλλου το σπιρτόκουτο
όλο το γάμα βουτιά στην πισίνα, μα σχεδόν όλο το γάμα τυφλό
η φωνή που δεν βγαίνει πανικοί της γυναίκας που υπολείπεται της κοινότητας,
«μα είσαι λειτουργική, εσύ;» «είσαι λειτουργική, εσύ;»
έχει αποτύχει η γυναίκα, αφού όλα τα παιδιά της αγέννητα
η βία η βιάση ο βιασμός οι φορές που δεν μίλησε
που δεν μίλησε τα αυτονόητά της
και οι ουρές της αναμονής σε στρεψόδικες αιτιάσεις συζύγων, εραστών, γεννητόρων
εκείνος, ο ένας που μίλησε,
αυτός που αντιστάθηκε από το απέναντι μπαλκόνι φιγούρα καθηγητή της γυναίκας από κάποιο πανεπιστήμιο παλαιών ημερών
ότι πάντα χέρι δεξί θα τρέμει θα γράφει,
ότι πάντα το χέρι
το χέρι που έσπασε την τανάλια και το χέρι που έσπρωξε
η βουτιά στην πισίνα τα νερά τα στενά
της πατάει το λαιμό κάθε γάμα που κολυμπάει εκεί μέσα
και πάλι, όμως, δεν πάει στο διάολο, ας πνιγεί μές στα γάμα,
καλύτερα να πνιγεί παρά να χάσει την τιμή και τη δόξα
και μετά το χαμένο κλειδί και το σπίτι
κι ό,τι κάποτε είχε πει: «Η αγκαλιά σου το σπίτι»
Και ο Φόβος. Και ο Αύγουστος πάλι.

Και κάποτε δεν θα μπορέσει να βρει το κλειδί για να ξαναγυρίσει στο σπίτι.
Γιατί χάνει κάποιες φορές τη γενναιότητά της και νιώθει ότι φταίει. Αλλά δεν φταίει που δεν γέννησε. Ούτε τη γενναιότητά της χάνει.

.

Μαίρη Κλιγκάτση
29072019

 

φωτογραφία εξωφύλλου: Laura Zalenga

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Μαίρη Κλιγκάτση γεννήθηκε στη Φλώρινα το 1985. Συνδιαχειρίζεται τη λογοτεχνική πλατφόρμα litart.gr. Έχει εκδώσει τα ποιητικά βιβλία Πλευρικά (Γαβριηλίδης, 2015) και Νυμφώνας (Γαβριηλίδης, 2018). Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη από το 2015.