Κόκκινοι βόλοι

Τον λέω Γεράνι και τον αγαπώ κρυφά. Θα τον γνωρίσω χρόνια μετά –φοράω ψάθινο καπέλο, αέρινο φουστάνι– σε μια αίθουσα γεμάτη αγέλαστους ανθρώπους. Τώρα είναι καλοκαίρι: φέτες καρπούζι, αλάτι στο δέρμα, βραδιάζει αργά. Τις νύχτες, κολυμπώ μεγάλες αποστάσεις, αναπνέω μέσα στο νερό, επιπλέω, μαθαίνω διαρκώς πως θα ζήσω πολλές ζωές ακόμη. Άλλοτε, φρόνιμα χέρια έρχονται –μες στον ύπνο– και με ησυχάζουν.

Πέ-ντε-δέκα-δε-κα-πέντε-εί-κοσ’-εικοσ’πέ-ντε…

Το πρωί, η ψηλή με γυρεύει στον κήπο. Έλα, μου λέει, πιες, να σου διαβάσω το φλιτζάνι. Δεν θέλω. Τινάζω τα σουσάμια απ’ την ποδιά μου και βγαίνω τρέχοντας στον δρόμο — ένα, δύο, τρία άλματα, και στρίβω στο εκκλησάκι. Ίσια κάτω, εκεί που φτάνει η ματιά, θάλασσα. Κατηφορίζω με ταχύτητα· περνάω το ηρώο, τις κούνιες, το κλειστό παντοπωλείο, να βρω το παγκάκι πίσω απ’ τα πράσινα κάγκελα. Εκεί καθόμουν –παράξενο παιδί– και άκουγα τα σκοινιά που συγκρατούν τις βάρκες να ψιθυρίζουν από μακριά, καθώς ψήλωνε η σκιά μου.

Ύστερα ερχόταν η γενέθλια μέρα, μες στην κάψα, ντάλα μεσημέρι. Αποβραδίς ευχόμουν μ’ ένα φύσημα να σβήσω όλα τα κεριά στο σοκολατένιο γλάσο, όπως χιλιάδες κεριά στο χώμα –χρόνια τώρα– σιγοκαίνε. Το τραπέζι στηνόταν κάτω απ’ τη  συκιά, κίτρινα δίχτυα γιρλάντες στον φράχτη, οι ίδιες επίμονες ευχές: χρόνια πολλά, ευχαριστώ, χρόνια καλά, ευχαριστώ, κι εγώ –φφφφφ– να φυσώ φύλλα παχιά σαν ανοιχτή παλάμη μεγάλα, τη σκόνη πάνω απ’ το σεντόνι, αυτή που μια φορά ήταν σώμα –δάσος, χώρα, χάρτης–, να φυσώ και να πηγαίνω κόντρα, όλο και πιο διάφανη, θα ήθελα, όλο και πιο ελαφριά.

τρι-άντα-τριαντα-πέ-ντε…

Γυρίζει, τις ακούω να λένε, πάλι ο καιρός. Είμαι κρυμμένη πίσω απ’ την κουρτίνα, ιδρώνω ασάλευτη μες στο λευκό μου φανελάκι. Μες στο δωμάτιο, γυναίκες έρχονται, γυναίκες πάνε, κουβαλούν μεταλλικές λεκάνες, χαμηλόφωνα μιλούν. Στο ντιβάνι, με ανοιχτά τα πόδια ξαπλωμένη η χρυσή: εισπνέει, εκπνέει, γουρλώνει απ’ το ζόρι — χλωμιάζω μες στο λευκό μου φανελάκι. Έπειτα, σβουρίζουνε φουριόζες και στριμώχνονται όλες ένα γύρο, πάνω της σκύβουν με φροντίδα. Παραμένω πίσω απ’ το κρεμασμένο ύφασμα, και τα εμπριμέ φορέματα όλο έρχονται και πάνε, θροΐζουν στο ημίφως.

Κάποτε, βλέπω την ψηλή να ξετυλίγει ένα λείο χοντρό κορδόνι, μοιάζει με κείνο της κουρτίνας. Το κορδόνι γλιστράει μες στα λεπτά της δάχτυλα σαν φίδι του νερού, κι εκείνη το ξετυλίγει αργά, το τεντώνει –λάμπει ασημένιο–, ώσπου –χρατς– το κόβει με ψαλίδι.

Πέντε-δέκα-δεκαπέ…

Τα χείλη του ένα τέλειο ο, ανοιγόκλειναν –πλοπ πλοπ–, χρυσόψαρο που σάστισε έξω από τη γυάλα. Σπαρταρούσε ανάσκελα· τίναζε με νεύρο χέρια-πόδια, θαρρείς ν’ απλωθεί πέρα απ’ τον ελάχιστό του χώρο, να φτάσει στο παράθυρο απ’ όπου έρχονται τώρα οι μόνοι ήχοι κι ένα αεράκι ελαφρύ. Ξάφνου, παίρνει ανάσα, κι εκείνες σβουρίζουν πάλι αλαφρωμένες, φιλιούνται σταυρωτά, καθώς το κλάμα δυναμώνει, και η κουρτίνα φουσκώνει και κυματίζει –γιγάντιο σαλάχι– στον αέρα. Βροντούσε η καρδιά μου δυνατά… Τότε, η κοιλιά του ωκεάνιου πλάσματος σκίζεται μεμιάς στη μέση, δέσμες φωτός τεμαχίζουν τον βυθό μας, κι ευθύς –σε μια στιγμή– βρέθηκα μπρος στα μάτια όλων.

Κοιταζόμαστε βουβές. Για λίγο, όλα κινούνται αργά, μες στο στέρνο μας φυσάει. Φέγγουν στρόγγυλα τα πρόσωπα –θα ‘ναι που γλυκαίνουν οι γωνίες σε τέτοια βάθη–, φυσαλίδες κάθονται πέρλες στα ματοτσίνορά τους, στεφάνι στο κεφάλι. Κι έτσι, εστεμμένες τις άφησα πίσω, στη βυθισμένη ήπειρο μέσα. Δεν υπάρχει πριν ή μετά. Απ’ το δωμάτιο μέχρι τη μεγάλη σάλα, χοντρές στάλες αίμα πέφτουν, λεκιάζουν το χαλί ανάμεσα στα πόδια μου.

 

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Αννίτα Χατζίκου γεννήθηκε το 1981 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια κειμένων. Έχει σπουδάσει ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, διαδικτυακά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.