Λέγεται πως η Elizabeth Barrett Browning (1806-1861) έγραφε ποιήματα εξ απαλών ονύχων. Γεννημένη στη βόρεια Αγγλία, ήταν η μεγαλύτερη θυγατέρα σε μια οικονομικά εύρωστη οικογένεια με δώδεκα παιδιά. Τη μόρφωσή της ανέλαβε οικοδιδάσκαλος. Στα δέκα μπορούσε να διαβάζει ελληνικά και στα δώδεκα έγραψε ένα δικό της «ομηρικό έπος» για τη μάχη του Μαραθώνα. Παρά την ευρυμάθειά της και τις επιδόσεις της στις ξένες γλώσσες, επειδή ήταν κορίτσι δεν της επιτράπηκε να σπουδάσει πέρα από το σπίτι. Αυτό σήμαινε ψυχικό κόστος για την ίδια που θαύμαζε γυναίκες όπως η Mary Wollstonecraft, η οποία μάχονταν ενάντια στους πατριαρχικούς μύθους.
Η Elizabeth υποστήριζε την κατάργηση της δουλείας –μολονότι οι επιχειρήσεις της οικογένειάς της συνδέονταν με την αποικιοκρατική ανάπτυξη της χώρας-, ενώ άσκησε επίδραση με το έργο της στη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας για την παιδική εργασία. Είχε αδύναμη υγεία και έφτασε να ακολουθήσει αγωγή με οπιούχα φάρμακα. Κατά μία άποψη, η αγωγή αυτή εμπλούτισε την ποιητική της φαντασία, χωρίς να αναζητά διαφυγή από την πραγματικότητα. Συνδύασε ποιητικό γίγνεσθαι και πολιτικό υπάρχειν.
Με τις ποιητικές της συλλογές έγινε γνωστή στη χώρα της και στις ΗΠΑ, ενόσω ακόμη ζούσε. Επηρέασε σύγχρονούς της, όπως ο Edgar Allan Poe και η Emily Dickinson. Οι στίχοι που έγραφε γοήτευσαν και τον ομότεχνό της Robert Browning. Τη γνώρισε στα σαράντα της, σχεδόν παράλυτη, και την παντρεύτηκε, παρά την αντίδραση του πατέρα της στο γάμο που έφτασε στο σημείο να την αποκληρώσει. Το ζευγάρι θα πήγαινε να ζήσει στην Ιταλία από το 1846, όπου λίγο αργότερα γεννήθηκε ο γιος τους Πεν. Ο νεαρός θα γινόταν ζωγράφος. Η Elizabeth πέθανε στη Φλωρεντία το 1861, σε ηλικία 55 ετών, καθώς η υγεία της είχε επιδεινωθεί, ιδιαίτερα μετά από την απώλεια ενός παλιού φίλου και έπειτα του πατέρα της.
To ΑΣΣΟΔΥΟ αποθησαυρίζει πέντε ποιήματα της Elizabeth Barrett Browning σε ελληνική μετάφραση από τον Κώστα Τρικογλίδη, τα οποία δημοσιεύτηκαν στον αθηναϊκό Τύπο το 1916. Ο Τρικογλίδης υπήρξε ένας ακούραστος -από τους πιο παραγωγικούς- μεταφραστές λογοτεχνίας το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Το όνομά του θα μας απασχολήσει ξανά.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ
ΕΝΑΣ ΜΥΘΟΣ
Είπε ένας λαός σ’ έναν ποιητή — «Σήκω και φύγε αμέσως απ’ εδώ.
Ανάμεσά μας δεν σε θέλουμε. Μεις έχουμε το νου μας σε πράγματα του κόσμου,
συ μας τραγουδείς για θεία.
Εδώ κοντά στην πύλη κάθεται ένα πουλάκι, ωραίο, μαυριδερό,
ένα αηδόνι που το κελάηδισμά του έρχεται στ’ αυτιά μας πιο μελωδικό απ’ όλα τα τραγούδια σου».
Πήρε το δρόμο ο ποιητής με δάκρυα στα μάτια – έπαψε και τ’ αηδόνι να κελαηδεί.
«Τώρα γιατί, ω αηδόνι μου, εχάθηκε όλη η γλύκα σου;»
— «Δεν μπορώ πια να τραγουδώ για πράγματα του κόσμου, αφού μας λείπει ο ουράνιος ποιητής,
που μέσα στις ουράνιες αρμονίες του υπήρχαν και οι γήινες».
Πήρε το δρόμο ο ποιητής με μάτια δακρυσμένα – και πέθανε έρημος στα ξένα.
Και το πουλάκι πέταξε στον τάφο του και πέθανε κι αυτό με θρήνους κι οδυρμούς.
Κι όταν επέρασα από κει, ορκίζομαι, η μουσική που είχε μείνει, ήταν μονάχα του τραγουδιού του ποιητή και όχι του αηδονιού.
♦
Η ΠΡΟΣΩΠΙΣ
(απόσπασμα)
Κλαίτε για κείνους που κλαίνε; είπε –
Α, τρελλοί. Σας λέω, αυτούς παρατήστε τους.
Πηγαίνετε, κλάψτε για κείνους, που ενώ οι καρδιές τους ματώνουν
τα μάτια τους γελούν.
Πιο δυστυχισμένους ποιους μπορείς να πεις;
♦
ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ
Λένε πως ο Θεός ζει πολύ, πολύ ψηλά. Μα αν κοιτάξεις απάνω από τα κυπαρίσσια, δεν μπορείς να Τόνε ιδείς – γιατί;
Και αν σκάψεις κάτω, βαθιά στα μεταλλεία, δεν μπορείς να Τόνε βρεις μες στο χρυσάφι, αν κι απ’ Αυτόν όλη η δόξα αυτή λαμποκοπάει.
Ο Θεός είναι τόσο καλός, φορεί μία δίπλα από ουρανό και γη μπροστά στο πρόσωπό Του – σαν της Αγάπης τα μυστικά τ’ ανείπωτα.
Και όμως αισθάνομαι το αγκάλιασμά Του να γλυστρά σ’ όλα τα μέλη μου, αισθάνομαι με ρίγος το χάδι του να μούρχεται απ’ όλα τα πράγματα που βλέπω, με όλους τους ήχους που ακούω.
Το ίδιο όπως αισθάνομαι της μητερούλας μου το τρυφερό φιλάκι, στα κλειστά μου απάνω βλέφαρα, το βράδυ, σα γέρνω από τη νύστα και μου λέει «Ποιος σε φίλησε μες στο σκοτάδι, μικρό μου; Μάντεψέ το».
♦
Η ΑΠΑΙΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ
Μια μέρα η Λύπη κάθισε απάνω σ’ ένα βράχο και άρχισε το θρήνος.
«Αλλοί μου, αλλοί μου, τρισαλλοί μου».
Όπως το βράχο δέρνει ο Ωκεανός, έτσι κι αυτή τα στήθια της χτυπούσε.
«Αχ, ωιμέ», θρηνούσε και αναστέναζε.
Ένα σύννεφο έκραξε από τον ουρανό, απαλό σαν τη βροχή που πέφτει στο νερό.
«Ω, οι άνεμοι χάθηκαν και στ’ ουρανού την ερημιά μονάχο μένω,
και δεν μπορώ να πάω ν’ ακουμπήσω την ασπράδα μου στην πρασινάδα των βουνών,
ως που να με χρειαστούνε για πιότερη δροσιά.
Ο Ήλιος με χτύπησε, με καταδίκασε σε μονότονη ησυχία,
και, χλωμό, είμαι αναγκασμένο να υφάνω γι’ αυτόν ένα Χρυσούν Δέρας πιο μεγάλο από κείνο που με λαχτάρα ταξίδευε για ν’ αποχτήσει ο Ιάσων.
Γλυκειά μου Λύπη. Όταν στενάξεις αρκετά για σένα, βγάλε για χατίρι μου και ένα στεναγμό για τον άνεμο
– ας έρθει να με σπρώξει λίγο προς τη Δύση».
Μα ο Έρως, που είχε προηγηθεί, και καθόταν στης Λύπης τα πόδια, κοιτάζοντας την κατάματα, απάντησε στο σύννεφο γι’ αυτήν.
«Όχι, όχι. Για ένα σύννεφο περαστικό δεν θα δώσει αυτή ό,τι είναι πλούτος δικός μου.
Όταν η Λύπη θρηνεί, ο θρήνος της μου ανήκει. Γι’ αυτό μένω εδώ νύχτα και μέρα και
συμπληρώνω τη ζωή μου με την πνοή του στεναγμού της».
♦
ΕΚΕΙΝΗ Η ΜΕΡΑ
Στέκομαι κοντά στον ποταμό, όπου οι δυό μας σταθήκαμε κι ένας ίσκιος μόνο τώρα πέφτει απάνω στο νερό. Και το μονοπάτι που οδηγεί σ’ αυτό, που οι δυό μας το περάσαμε, μια ψυχή μονάχα τώρα το περνά, ζητώντας λίγη δροσιά απ’ τα χόρτα – μια ψυχή που έρημη έμεινε από κείνη την ημέρα.
Άφθονα ανθίζουν τα λουλούδια στην ακροποταμιά, μα κανείς δεν σταματά στη διαταγή μου, για να τα δρέψει. Το πουλάκι στο κλαρί κελαηδάει ζωηρά κι αδιάκοπα. Το σιγανό μου κλάμα δεν το ανησυχεί, όπως δεν το ανησυχούσαν οι όρκοι σου εκείνη την ημέρα.
Στέκομαι κοντά στο ποταμό και σκέπτομαι τον όρκο σου. Ω, ήσυχος, όπως το μέρος τούτο, ας είσαι, επίορκε. Αφήνω ν’ ανθίζουν τα λουλούδια και το πουλάκι δεν το κατακρίνω – ήθελα εγώ να ενοχλήσω εσένα πιότερο από κείνα, αγαπημένε μου, εκείνη την ημέρα;
Πήγαινε και νάσαι βέβαιος για την αγάπη μου –αφού συχώρεσα την απιστία εκείνη– και για τις προσευχές μου -αφού κερδίζουνε για σέ την ευλογία τουρανού– και για την λύπη μου, (σκέψου το μάκρος του σπαθιού μέσα στη θήκη)- αφού η βουβαμάρα της ζωής μου, είναι πιο παθητική κι απ’ του θανάτου τη στιγμή.
Πήγαινε–συχωρεμένος νάσαι για κείνη την ημέρα.
.
.