στο θίασο
Τα 3 χαλασμένα έργα είναι ένα πείραμα.
Μου βγήκαν ως ερωτήματα.
Δουλειά τους δεν είναι να βρουν απαντήσεις
αλλά να εδραιωθούν ως ερωτήματα:
Αντέχουν σήμερα τα κλασικά κείμενα;
Αντέχονται να παίζονται στη σκηνή;
Πόσο στέκουν οι παλιές ιστορίες απέναντι στην Ιστορία που τώρα γράφεται;
Μπορούν άραγε να ξαναγραφτούν κι αυτά;
Κι ακόμα:
Ποιος έχει το δικαίωμα να πειράξει ένα κλασικό έργο;
Ο σκηνοθέτης ή ο συγγραφέας;
Όσα χρόνια πάω θέατρο, βλέπω τα έργα να τα πειράζουν σκηνοθέτες.
Το αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις είναι κακό.
Όσες φορές όμως τα πειράζουν συγγραφείς,
το αποτέλεσμα γίνεται από ενδιαφέρον έως και συναρπαστικό.
Είπα λοιπόν κι εγώ να πειράξω, να χαλάσω τρία έργα.
Σαν παιχνίδι.
Να τα ξαναγράψω.
Να κρατήσω τα παλιά γερά καλούπια και να ρίξω φρέσκο μπετό.
Να κρατήσω τις σχέσεις,
αλλά ν` αλλάξω τους ανθρώπους που τις τεντώνουν.
Να βάλω άλλους, ζωντανούς, σύγχρονους.
Ανθρώπους της Αθήνας που ζω.
Άθελά μου – κι αναγκαστικά – μέσα από τις ιστορίες τους
πέρασε κι η Ιστορία του καιρού μου.
Πέρασαν και τα θέματα του καιρού μου.
Είχα ν` αλλάξω πολλά.
Η Λυσιστράτη κι η Κλεονίκη,
η Μπλανς και η Στέλλα,
ακόμα κι η Τζούλια,
γίναν άντρες.
Ο Πρόβουλος κι ο Στάνλεϊ, γυναίκες.
Ο Ζαν, ρουμάνος Γιονούτς,
η Κριστίνα, βουλγάρα Κριστιάνα,
κι η Ζάνα, θηλυκός Στάνλεϊ, αλβανίδα.
Έπαιξα με τα στερεότυπα,
χτύπησα τα στερεότυπα
– ελπίζω να μην έφτιαξα καινούρια.
Άλλαξα τα φύλα,
άλλαξα τις φυλές,
μα οι τάξεις ακλόνητες:
οι από πάνω κι οι από κάτω.
Αυτό το παιχνίδι δεν παίζεται!
Έπαιξα και με τα νοήματα των έργων.
Άλλα τα κράτησα,
βρίσκοντας τα ανάλογά τους στο δικό μου βίωμα,
άλλα τα γύρισα ανάποδα.
Έκανα και μια τρολλιά:
Γιορτή του Μεσοκαλόκαιρου,
το Δημοψήφισμα του `15!
Μα το πείραμα είχε και συνέχεια.
Έφτιαξα θίασο ως συγγραφέας, ελλείψει σκηνοθέτη – πού ακούστηκε!
Δύσκολα σκηνοθέτης θ` ανέβαζε έργα ήδη πειραγμένα,
αφού θα στερείτο τη χαρά να τα πειράξει ο ίδιος.
Δουλέψαμε πολύ με τα παιδιά – απ` την Πρωτομαγιά που βρεθήκαμε.
Με την Έφη, το Γιώργο και το Στέφανο.
Στο ΑΣΣΟΔΥΟ_ΣΠΙΤΙ, το «εμπνευστήριο πόλης» που λέμε.
Ξαναδούλεψα τα κείμενα πάνω τους.
Άκουσα τα λόγια μου αν αντέχουν να ειπωθούν.
Όσα δεν άντεξαν τα πέταξα.
Έκλεψα και ατάκες τους.
Καλούσα και φίλους στις πρόβες, να πουν το μακρύ τους και το κοντό τους.
Η Ισαβέλλα ψήθηκε να στήσει το Λυσίστρατο.
Με συνάρπασε η ματιά της.
Την άφησα να κάνει το γούστο της.
Τ` άλλα δύο, ο Σταθμός κι ο Τζούλης, στήθηκαν απ` τα παιδιά, με τη δική μου συναίνεση – συναίνεση του παθόντος, που λένε.
Το πείραμα συνεχίζεται με την έκδοση του κειμένου και την παράσταση.
Ο αναγνώστης κι ο θεατής γίνονται μάρτυρες του πειράματος, μέρος του,
κι έχουν πολλή δουλειά.
Να πάρουν πάνω τους τα ερωτήματα και να τα διαχειριστούν.
Κι ας μη βρουν απαντήσεις.
Κοιτάζω τους δύο κόσμους που έφτιαξε η Ελένη.
Πίσω, το φόντο: πράγματα – φαντάσματα.
Μπροστά, το σκηνικό.
Πίσω, τα παλιά έργα: του Αριστοφάνη, του Ουίλιαμς, του Στρίντμπεργκ.
Η Λυσιστράτη, το Λεωφορείον ο Πόθος, η Δεσποινίς Τζούλια.
Μπροστά, τα δικά μου.
Ο Λυσίστρατος, ο Σταθμός Λαρίσης [ανταπόκριση με το Λεωφορείον ο Πόθος], ο Τζούλης.
Ποια είναι τα χαλασμένα;
Τα πίσω ή τα μπροστά;
Κι εγώ τελικά τι αποτόλμησα;
Να χαλάσω τα παλιά έργα ή να τα φτιάξω, να τα σουλουπώσω λίγο,
μιας και τα `χε ήδη χαλάσει ο καιρός;
(Ζαβολιά.)
Περπατούσα τις προάλλες μ` ένα φίλο μου στο Ζάππειο.
Δε μιλούσαμε για την παράσταση – λέγαμε τα δικά μας πάλι.
Κάποια στιγμή μού είπε: «Τουλάχιστον κατοχύρωσες τον τίτλο χαλασμένα έργα».
Κατάλαβα τι εννοούσε.
Επισημείωση
Τα χαλασμένα παίζονται στο Βαφείο, που μαστόρεψε ο Λάκης Καραλής.
Έγραψα και τη βιογραφία του – δε βγήκε ακόμα.
Λέω στα παιδιά: «Όταν τη διαβάσετε, θα νιώσετε περηφάνια που παίξατε δω μέσα».
.
.
Απ’ τον Αριστοφάνη, τον Ουίλιαμς και το Στρίντμπεργκ
η Λυσιστράτη, το Λεωφορείον ο Πόθος και η Δεσποινίς Τζούλια
στην Αθήνα της δεκαετίας του `10.
Ένα παιχνίδι με τα φύλα, τις φυλές και τις τάξεις.
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)