Τα σώματά μας βγάζουν μουσική μέσα σε αυτό το λουτρό. Νότες βογκητών μπλέκονται ρυθμικά συνθέτοντας την ωραιότερη μελωδία στον κόσμο, προορισμένη να προσληφθεί τόσο πανηγυρικά μόνο από τις δικές μας αισθήσεις. Από ευχαρίστηση τα αυτιά μας παρασύρονται σε έκσταση, προσπαθούν να ανθίσουν με κάποιον τρόπο, τεντώνονται και μεγαλώνουν και γίνονται χωνί γραμμοφώνου. Την ίδια στιγμή με τριγυρίζουν εικόνες σωμάτων που αγκομαχούν από το μπορντέλο όπου έκανα έρωτα για πρώτη φορά στην εφηβεία, η σάρκινη μουσική συνοδευόταν από βίτσια, βρισιές, σπασμένες προφορές, λέξεις αλλοδαπές, με ρεφραίν μπουκαλιών τα οποία έσπαγαν έξω στο ποτισμένο με σπέρμα και εμετό πεζοδρόμιο, πέφτοντας από τα χέρια μπεκρήδων οι οποίοι κυνηγούσαν το εφήμερο. Την είχα ερωτευτεί εκείνη την όμορφη πουτάνα που μου πήρε την παρθενιά. Παράξενος συνδυασμός, η ομορφιά του έρωτα και η αποκρουστικότητα του ρεαλισμού. Όλα αυτά συνιστούν μουσική στο μυαλό μου, μουσική που συνδέω τώρα με το δικό μας κρεσέντο μέσα σε αυτό το λουτρό. Στα μάτια σου καθρεφτίζονται οι παρτιτούρες της ένωσής μας καθώς ρουφάω τη μυρωδιά του λαιμού σου, τα χείλη μου τον νιώθουν: μάνγκο ζουμερό. Οι υδρατμοί σκεπάζουν τα πάντα, νερό και αφρός καλύπτει τα σώματα. Θα ήθελα να ζω σε ένα σπίτι–λουτρό. Χολ, καθιστικό, υπνοδωμάτιο, κουζίνα, τίποτα – δεν υπάρχουν. Ανοίγεις την πόρτα του διαμερίσματος, μπαίνεις σε ένα μεγάλο λουτρό. Περάστε μέσα κι εσείς, καθίστε σε μια λεκάνη ή αράξτε σε μια από τις μπανιέρες. Σερβιριστείτε ποτά από τη μπανιέρα-ψυγείο, τίγκα μέχρι πάνω στον πάγο. Και πουτίγκα. Όσοι χορεύετε στο ρυθμό της μουσικής, ξενοιάστε, πλακάκι εγγυημένα αντιολισθητικό. Δυναμώστε ελεύθερα τους υδρατμούς. Ζωγραφίζουμε στους θολωμένους καθρέπτες, σχηματίζουμε καρικατούρες λαξεύοντας τους καθηλωμένους υδρατμούς με δάχτυλα που εξερευνούν. Ακριβώς επάνω στα κομμάτια γυαλιού που τα δάχτυλα ξεθολώνουν, καθρεπτίζεται μια άλλη ζωή: το επέκεινα των ποιητών. Κάπου εκεί προσευχόμαστε να φυλακιστούμε, αέναα. Αιχμάλωτοι φαντασιώσεων, υποσυνείδητων επιθυμιών.

Βυθίζομαι μέσα στο σώμα σου, προσφέροντας στους φανταστικούς καλεσμένους στο σπίτι-λουτρό τη χαρά της ηδονοβλεψίας. Το λουτρό μαγικό, καθώς ερωτοτροπούμε μας ταξιδεύει σε τόπους διαφορετικούς. Βυθίζομαι μέσα στο σώμα σου και ξάφνου βρισκόμαστε σε ένα λιβάδι, σε στρώμα από χορτάρι, χαμομήλια, μαργαρίτες και παπαρούνες, μια πεταλούδα γαργαλάει τις πατούσες, ένα χελιδόνι φτερουγίζοντας διασχίζει την εικόνα μας και ρίχνει τη σκιά του φευγαλέα στα μάτια σου, αναπνέουμε καθαρό οξυγόνο, πνεύμονες ηδονισμένοι, ροδισμένα μάγουλα, γεύομαι τις ρώγες σου σαν κεράσια, άνθη μυγδαλιάς βλασταίνουν στα αυτιά σου και ένας κισσός ριζώνει στο μουνί, απλώνοντας τη φυλλωσιά του στη μέση και στο στομάχι, στα πόδια μέχρι τον αστράγαλο. Παχιά μαύρη αγελάδα σιμώνει και στρέφοντας τα βυζιά της, μας περιλούζει με γάλα. Ξεσπάμε σε γέλια, η ευτυχία που ανέκαθεν αναζητούσαμε εγκλωβίζεται σε αυτήν τη στιγμή.

Και ξάφνου βρισκόμαστε σε δωμάτιο ξενοδοχείου, βαριά διακόσμηση, παμπάλαια ταπετσαρία με εικόνες αναγεννησιακής τέχνης, μπρούντζινα κηροπήγια στους τοίχους, κανάτα νερού και φρούτα σε ένα τραπεζομάντηλο βγαλμένα από πίνακα μπαρόκ. Κάπου στη Βενετία εκτείνεται αυτό το δωμάτιο, εσύ σκυμμένη στα τέσσερα μπροστά στο παράθυρο, χαζεύουμε τη θέα στα κανάλια, οι γόνδολες σκίζουν τα νερά καθώς βουλιάζω μέσα σου, σε γαμάω και μου λες τις εντυπώσεις σου για τα έργα του Πικάσο και του Καντίνσκι τα οποία είδαμε νωρίτερα στο παλάτσο της Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, σε γαμάω και μου λες πως μια από τις γέφυρες που διασχίσαμε το μεσημέρι λεγόταν Γέφυρα του Διαβόλου και πως θα ήθελες να κάνουμε έρωτα στο πλακόστρωτό της, συγκεντρώνοντας τα βλέμματα των τουριστών. Τη στιγμή της κωδωνοκρουσίας της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου φτάνουμε σε οργασμό.

Και ξάφνου σε μια ταράτσα στο Γκάζι, βράδυ Πρωτοχρονιάς με θέα την Ακρόπολη, χαζεύοντας εορταστικά πυροτεχνήματα που αναγγέλλουν τον ερχομό του νέου έτους, σαμπάνια ρέει στα ποτήρια, τρώμε γλυκό με ασημένιο κουταλάκι, «καζάν ντιπί είναι», ψελλίζεις, και μετά ακουμπάς σε ένα κάγκελο και χαζεύεις τα φώτα της πόλης, φιλάω τον σβέρκο κάτω από τα μαλλιά, τα χέρια μου φυλακίζουν το στήθος σου, αρμέγουν σφρίγος, κάνουμε έρωτα στην ταράτσα κάτω από τα πυροτεχνήματα. Ηχούν καμπάνες, κουνώντας το μαντήλι τους στη χρονιά που μένει πίσω. Δεν έχει διαφορά ο χρόνος που περνά, αρκεί να είμαι μαζί σου. Στην απέναντι ταράτσα μια παρέα φοιτητών κάνει κέφι με τέκνο μουσική, εκκωφαντική, δονούνται στο ρυθμό, μας παίρνουν μάτι.

Και ξάφνου στο ξέφωτο ενός δάσους, κάτω από το λόγιομο φεγγάρι μια τοσοδούλα νεράιδα φτερουγίζει στα μαλλιά σου, «Τίνκερμπελ είναι το όνομά μου», τραγουδάει. Νέκταρ και αμβροσία κυλάει στο τρίχωμα της ήβης σου, θέλω να με χορτάσεις με αυτό, χορεύεις γύρω από τον κορμό μου, με παρασέρνεις σε κινήσεις μαγικές, το χέρι σου ψάχνει να με γραπώσει, τα πόδια αποχαιρετούν το χώμα, πετάμε μαζί μέσα στις ακτίνες του φεγγαριού, κατευθυνόμαστε προς αυτό καθώς οι γλώσσες μας περιπλέκονται, φτάνοντας στο λαρύγγι σου υπάρχει μέλι. Έχουμε φτερά από κερί, φύτρωσαν μυστηριωδώς στα πλευρά, στα μικροσκοπικά παράθυρα ενός αεροπλάνου κολλάμε, νυχτερινή πτήση υπερατλαντική, επιβάτες με κόκκινα μάτια από το ξενύχτι, τα τρίβουν και αναρωτιούνται αν οι φιγούρες που θωρούν να πετούν στο τζάμι είναι αληθινές, θαρρούν πως τους πήρε ο ύπνος στο ταξίδι, σε κάποιο όνειρο βυθίστηκαν. Με τυλίγεις στα φτερά, ακτινοβολείς, γινόμαστε αστρική λάμψη, χανόμαστε σε ασύλληπτους γαλαξίες, αναζητώντας ίσως την Μπαρμπαρέλα ή έστω την πραγματική Τζέην Φόντα για τρίο, κορμιά αιωρούνται διαρκώς ενωμένα, το ένα μέσα στο άλλο, επιδιδόμενα σε ταντρική επίδειξη.

Και ξάφνου βρισκόμαστε σε ένα λόφο με τεράστιους σταυρούς, εκατοντάδες, επάνω τους κρέμονται άντρες ξεψυχώντας, αιμορραγούν εξαγνίζοντας τα μαρτύρια του κόσμου όλου, κάτω στο έδαφος το αίμα κυλάει σχηματίζοντας ποτάμι, βαθύ μα όχι ορμητικό, κολυμπάμε μέσα του, τα σώματά μας βαμμένα κόκκινα, απομακρυσμένα, ψάχνουν το ένα το άλλο να ενωθούν, μέσα στο πορφυρό ποτάμι πέφτουν από έναν πέτρινο βωμό που φτάνει μέχρι τον ουρανό κομμάτια σάρκας ανθρώπων και ζώων, ακρωτηριασμένα μέλη, συκώτια, έντερα και καρδιές. Κολυμπάμε ο ένας προς το μέρος του άλλου, μέχρι που σε φτάνω, με φτάνεις, περνάς τα χέρια κάτω από τις μασχάλες, φιλιόμαστε, η στύση βρίσκει το δρόμο της ανάμεσα στα πόδια, πηδιόμαστε μέσα σε αυτόν τον αιμάτινο βάλτο. Ξερνάς μέσα στο στόμα μου, βγάζεις υγρά που έχουν γεύση κόκα κόλα, φτάνουμε σε οργασμό και μετά καταφέρνουμε να αποτραβηχτούμε σε μια όχθη, σε χώμα γεμάτο σκουλήκια, από τον αφαλό σου θέλει κάτι να βγει, σε βοηθάω να το τραβήξεις έξω, να ελευθερωθεί το κορμί, ο καρπός της ένωσης, βγαίνει και το αντικρίζουμε, σχεδόν μια άμορφη μάζα, ασάλευτη, σαν έμβρυο που δεν σχηματοποιήθηκε όσο έπρεπε, είναι νεκρό, το αφήνουμε να κυλήσει στο ποτάμι. «Είναι το σώμα χωρίς όργανα του Αντονέν Αρτώ», ακούγεται κάπου ψηλά από το βωμό μια φωνή. Σκουλήκια μας τυλίγουν και συνεχίζουμε να φιλιόμαστε, μέχρι το τέλος του κόσμου.

Ξάφνου προσπαθούμε να επιστρέψουμε στο λουτρό, μέσα στη μπανιέρα, μα δεν υπάρχει επιστροφή στο πραγματικό. Είμαστε φυλακισμένοι στο φαντασιακό. Και οι φανταστικοί καλεσμένοι κάθονται άπραγοι, μας κοιτάζουν σαν να βλέπουν τσόντα ή σουρεαλιστικό ευρωπαϊκό κινηματογράφο, θαρρώ πως είναι το ίδιο εξάλλου, μια ταινία με εντυπωσιακά κάδρα αλλά δίχως πλοκή, δεν οδηγεί πουθενά. Ή μπορεί και να οδηγεί. Ανοίγει μια πόρτα εξόδου από το σπίτι-λουτρό, αντί για το διάδρομο της πολυκατοικίας βγάζει στα σύννεφα, είμαστε πλέον όλοι μια μάζα με τους καλεσμένους, ενωμένοι σε ένα κορμί, πετάμε και καταπίνουμε τους καταγάλανους αιθέρες, φοράμε ένα ζευγάρι φτερά ως φυσική μας προέκταση -ένα σχέδιο της πτητικής μηχανής του Τάτλιν για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τη βαρύτητα-, χαζεύουμε αράδες από πιτσιλωτές αγριόπαπιες παραπέρα, επιδίδονται σε χορογραφίες, σχηματίζουν γράμματα στον αέρα, τα διαβάζουμε στη σειρά, Λ Ε Τ Α Τ Λ Ι Ν, και μοιάζει με το πιο χαρμόσυνο μήνυμα της πλάσης όλης.

 

Ο Βλαντιμίρ Τάτλιν (1885 – 1953) ήταν Σοβιετικός ζωγράφος και αρχιτέκτονας και ίσως η σημαντικότερη μορφή στο καλλιτεχνικό κίνημα της Ρωσικής Πρωτοπορίας του 1920 και αργότερα του Κονστρουκτιβισμού. Το πιο διάσημο έργο του είναι ο Πύργος του Τάτλιν ή της Γ’ Διεθνούς, το οποίο ο Μαγιακόφσκι το χαιρέτισε ως το «πρώτο Οκτωβριανό αντικείμενο» ενώ διαδηλωτές σε πορείες στην Μόσχα βαστούσαν την μακέτα στα χέρια τους (Το έργο έγινε γνωστό στη χώρα μας πρόσφατα εξ αντανακλάσεως -βλέπε χριστουγεννιάτικο δέντρο Ιωαννίνων).
Από το 1929 εργάστηκε στο σχεδιασμό του Letatlin, ενός «ορνιθόπτερου» με σκοπό να κάνει προσιτό στον άνθρωπο το απελευθερωτικό, σχεδόν πνευματικό, συναίσθημα της πτήσης ενώ ταυτόχρονα φιλοδοξούσε να του χαρίσει το δικαίωμα της ανέξοδης ατομικής αερομεταφοράς.
H λέξη «Letatlin» αποτελεί ένα αμάλγαμα μεταξύ του ονόματός του και της ρωσικής λέξης «letat» που σημαίνει «ίπταμαι». Το «Letatlin» δεν είναι απλώς ένα σύμβολο της πρωτοποριακής τέχνης αλλά έμβλημα μιας ολόκληρης σοβιετικής εποχής που σου έδινε την αίσθηση ότι κάτι εξ ολοκλήρου νέο ήταν εφικτό.
Η μοίρα του «Letatlin» είναι επίσης συμβολική για τη μοίρα ολόκληρου του πρωτοποριακού κινήματος, το οποίο συγκλονίστηκε από τη σοβιετική κυβέρνηση τη δεκαετία του 1930 και τη μείωση των ελευθεριών που επέφερε. Την ίδια εποχή, η μοναδική δοκιμαστική πτήση της ιπτάμενης μηχανής δεν πραγματοποιήθηκε. Μια ριπή ανέμου έκοψε πρόωρα το φτερό του κατά την μεταφορά του στο ανοιχτό πεδίο.
Κανείς δε γνωρίζει ακόμα την απάντηση στο ερώτημα αν είναι δυνατόν ή όχι να πετάξουμε με το Letatlin. Άλλωστε το δημιούργημα του Tatlin ρήμαζε σε μια μουσειακή αποθήκη για αρκετές δεκαετίες και μόλις πρόσφατα επιχειρήθηκε η αποκατάστασή του. Εκτός από το διασωθέν είχε κατασκευάσει και άλλα δύο τα οποία θεωρούνται χαμένα ή κατεστραμμένα.
Το  έργο του Tatlin, αν και ανεμόπτερο, δικαιωματικά θεωρείται περισσότερο ένα θαύμα της τέχνης παρά της μηχανικής.

 

Πρώτη δημοσίευση υπό τον τίτλο «Ηδονοβλεψίες» στη συλλογή (μικρο)διηγημάτων «Μερικοί το λένε αγάπη» (εκδ. Φαρφουλάς).