Έχω σίγουρα αργήσει. Δεν κοιτάω καν το ρολόι στο κινητό. Το ξέρω πως έχω αργήσει, γιατί έτσι είμαι εγώ. Άργησα να φτιάξω βαλίτσα, άργησα να πάρω τον ηλεκτρικό για Πειραιά, άργησα να καταλάβω πως όλο αυτό που κάνουμε είναι λάθος. Εσύ σίγουρα δεν θα έχεις αργήσει, γιατί έτσι είσαι εσύ. Θα έχεις φτάσει στο αεροδρόμιο τουλάχιστον μιάμιση ώρα πριν, με τα ρούχα σου τακτικά βαλμένα στη βαλιτσούλα σου και στο χέρι θα κρατάς κολαριστή την κάρτα επιβίβασης. Τώρα θα πίνεις καφέ στην αίθουσα αναμονής και θα διαβάζεις — αλήθεια τι διαβάζεις αυτή την περίοδο;

Δεν έχει σημασία. Αυτό που κάνουμε είναι λάθος. Όσο τα σκέφτομαι όλα αυτά, στριμωγμένος δίπλα σε μια παρέα που πάει στην Αμοργό και έχει αποφασίσει να περάσει «τέλεια», το τρένο έχει ήδη φτάσει στον Πειραιά. Θα έκοβα το χέρι μου ότι έχουν περάσει μόλις δυο λεπτά, και θα το έχανα το χέρι μου, γιατί τελικά έχουν περάσει είκοσι. Ο χρόνος, βλέπεις, είναι σχετικός. Έτσι μου είπες: ότι κλείσαμε έναν χρόνο μαζί, αλλά εσένα σου φάνηκε πέντε. Ένας μήνας μου φάνηκε εμένα, πέντε χρόνια εσένα. Και για όλα αυτά φταίει το καθίκι ο Αϊνστάιν. Πριν από αυτόν, ο χρόνος ήταν άσχετος — περνούσαν τα χρόνια, κάποια καλύτερα, κάποια χειρότερα, στο τέλος πεθαίναμε. Δεν καθόμασταν να τα μετράμε. Αλλά να μην τα ρίχνω όλα στον Άλμπερτ. Άλλωστε, δεν γράφει πουθενά στη θεωρία της σχετικότητας ότι ένα ζευγάρι όταν κλείσει χρόνο πρέπει να κάνει ξεπαρεού ένα μήνα για να αποφασίσει αν θα συνεχίσει. Αυτές είναι δικές σου θεωρίες. Και τώρα εσύ πετάς για Αυστρία κι εγώ σαλπάρω για τα νησιά. Να μείνουμε λίγο χώρια να σκεφτούμε. Δηλαδή να μείνουμε λίγο χώρια να γκομενίσουμε. Αυτό εννοούσες. Να γκομενίσουμε λοιπόν.

Οι καλοκαιράνθρωποι με τις στολές τους ξεχύνονται στο λιμάνι για να μπουν στα μπλουστάρ και στα καταμαράν. Από τη μία οι κοπέλες με τα βαμμένα νύχια στα πόδια που μοιάζουν με μικρά άσπρα ζαχαρωτάκια, και από την άλλη οι νεοχίπηδες με τις «ρ α κ ι έ ς» και τα σανδάλια. Οι μεν πάνε Μύκονο, Σίφνο, Σέριφο, οι δε Ανάφη, Αστυπάλαια και Ικαρία. Ακολουθώ τους δεύτερους, όχι για κάποιο άλλο λόγο, αλλά γιατί η κοινωνία που ζούμε είναι κάπως ταξική. Από όλα τα νησιά, διάλεξα τη Νίσυρο. Ενεργό ηφαίστειο. Εξαιρετικός προορισμός. Να πάω, να κάνει μπουμ, να πεθάνω, να το έχεις κρίμα στο λαιμό σου. Να παίζουν στα δελτία πλάνα από τα ερείπια κι εκεί που θα πίνεις τον καφέ σου στο Καφέ Τσεντράλ με κάποιον Χανς ή κάποιον Γιόχαν να με δεις απανθρακωμένο αγκαλιά με άλλη γκόμενα. Και να λέει ο εκφωνητής: «κρίμα τα παιδιά, τόσο νέα». Και να συμπληρώσει ο άλλος: «κρίμα και για την κοπέλα. Ακόμα και απανθρακωμένη φαίνεται τόσο όμορφη». Να με ζηλέψεις ακόμα και νεκρό.

Κατεβαίνω λοιπόν στη Νίσυρο, αγκαζέ με ένα γκρουπ Ρώσους που έχουν έρθει να δούνε τον κρατήρα. Εγώ δεν έχω χρόνο για τέτοια. Πρέπει να βρω μια κοπέλα υποψήφια για απανθράκωση. Βρίσκω την παρέα μου να κάθεται στα Λουτρά. Πίνουν όλοι ελληνικό καφέ και αγναντεύουν τα βαρκάκια σα μικροί Μυριβήληδες. Δεν έχουμε χρόνο για τέτοια. Τους εξηγώ το σχέδιό μου, παίρνω μαζί μου τον πιο πρόθυμο και μια πετσέτα και πάμε στην Παχιά Άμμο. Εδώ μάλιστα. Κάθε 3 πετσέτες και ένας Κορτάσαρ. Ξεσκονίζω τον λατινοαμερικάνικο μοντερνισμό στο μυαλό μου και παραφυλάω σαν στρατιώτης στα χαρακώματα. Να την. Η πρώτη υποψήφια, ανυποψίαστη, μου ζητάει αναπτήρα. Η Γεώνη. Χάρηκα πολύ. Και βάζω τα δυνατά μου. Να φανώ γλυκούλης αλλά και κωλόπαιδο, να φανώ έξυπνος αλλά όχι και τόσο, να φανώ υποσχόμενος. Η Γεώνη είναι τσίτσιδη, ήδη απανθρακωμένη από τον ήλιο και της αρέσει ο Μπόρχες. Κάθε τρίτη της λέξη έχει να κάνει με την ενέργεια του νησιού, και πόσο όμορφα είναι εδώ και πόσο όμορφα είναι όλα, και πόσο όμορφος είναι ο κώλος σου, συμπληρώνω εγώ από μέσα μου. Παρόλα αυτά, καμιά ενέργεια μεταξύ μας. Έχει γίνει όλη θερμότητα και καθόμαστε και ζεσταινόμαστε. «Που μένεις;», «Στα Λουτρά», «Θα τα πούμε το βράδυ», «Φιλάκια». Τζίφος.

Την επόμενη μέρα, ακόμα αγουροξυπνημένος, έχω αποφασίσει ότι με τις τσίτσιδες δεν κάνουμε δουλειά. Κι όπως πίνω την πρώτη γουλιά φραπέ, νιώθω να με κοιτάνε δυο ματάκια πράσινα και να με διαπερνάνε. Τα αφήνω να με διαπεράσουν και λίγο αργότερα η παρέα της ενώνεται με τη δική μας, ο φραπές γίνεται μπίρα, η μπίρα γίνεται ούζο. Τα πράσινα ματάκια τελικά έχουν και όνομα. Τα λένε Μελισσάνθη. Έχουν και ένα στόμα όμως, το οποίο δεν σταματάει να μιλάει. Και για αυτά και για εκείνα και για τα άλλά. Δεν ξέρω αν φταίει το ούζο ή η Μελισσάνθη αλλά νυστάζω κι είναι μόλις δύο τα ξημερώματα.

Περνούν οι μέρες αλλά καμιά κοπέλα δεν μου κάνει ή δεν μοιάζει να θέλει να απανθρακωθούμε παρέα. Η μία έχει στραβά πόδια, η άλλη πολύ μικρά φρύδια, η τρίτη πολύ μεγάλα μάτια. Είμαι ένα ράκος. Ανεβαίνω τις στροφές προς τον Εμπορειό, να πιω ένα ποτό στο μπαρ του χωριού, και εκεί με πλησιάζει η Δημήτρια. Όχι Δήμητρα. Δημήτρια. Που τα βρίσκουν αυτά τα ονόματα; Όλα λάθος. Η Δημήτρια είναι γιατρός και κάνει την ειδικότητά της. Μένει στο Παρίσι. Δεν αντέχω άλλο. Όλες κάπου μένουνε. Με ενοχλούν όλα. Ακυρώνω την απανθράκωση, ακυρώνω και το γκομένισμα, τα ακυρώνω όλα. Αύριο θα κάνω μια βουτιά και θα γυρίσω στην Αθήνα.

Το πρωί, ξαπλωμένος στην παραλία, παρατηρώ μια κοπέλα που δεν κρατάει Κορτάσαρ, κάτι που μου τραβάει αμέσως την προσοχή. Δεν είναι καν βιβλίο. Είναι περιοδικό. Το έχει βάλει στο πρόσωπο για να μην τη χτυπάει ο ήλιος.
«Τι διαβάζεις;» τη ρωτάω.
«Μπλε Κομήτη. Ένα περιοδικό με κόμικ.» μου λέει.
«Α. Δεν το έχω ξαναδεί.»
«Μόλις έκλεισε ένα χρόνο.»
Κι εγώ μόλις έκλεισα ένα χρόνο με την κοπέλα μου, σκέφτομαι. «Και θα συνεχίσει;», τη ρωτάω.
«Ναι, γιατί να μη συνεχίσει;»
Κι εγώ λέω να συνεχίσουμε. Να γυρίσεις από τη γαμώ-Αυστρία να συνεχίσουμε.


Η μικρή καλοκαιρινή ιστορία «Ξεπαρεού» κυκλοφόρησε με το Τεύχος #05 του περιοδικού «Μπλε Κομήτης» στις 26 Σεπτεμβρίου του 2018. Ο «Μπλε Κομήτης» τότε, είχε μόλις κλείσει τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του και συνέχισε για άλλον έναν, μέχρι που τον Σεπτέμβριο του 2019 δυστυχώς ανέστειλε την έκδοσή του. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στη σχέση του ήρωα της ιστορίας, ο οποίος πλέον είναι χωρισμένος και αποζητά το νόημα της ζωής σε τυχαίες γνωριμίες και εφήμερες απολαύσεις σε μπαρ και σε ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Φοίβος Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα. Μετα από 34 χρόνια τουρισμού σε Σάμο, Σύρο και Αθήνα, εργάζεται τώρα σαν οξυγονοκολλητής στην καρίνα του Σταρ Τρεκ.