Βρέθηκε με το στόμα να γλείφει το πάτωμα πολύ γρήγορα. Νόμισε ότι ο Στέργιος τον πλησίασε για να παίξουν όμως τού έβαλε τρικλοποδιά και τον γύρισε μπρούμυτα και έκατσε με τα γόνατα πάνω στην πλάτη του. Η δασκάλα ήταν απασχολημένη στην οθόνη του κινητού της, χάζευε στο facebook. Eξάλλου τα πεντάχρονα παίζουν όλη τη μέρα και κυλιούνται χάμω σαν κουτάβια. Τι πιο φυσιολογικό.

«Κυρία, κυρία, ελάτε! Ο Στέργιος δέρνει τον Κωστή, τον έριξε κάτω» έσπευσε η Ελευθερία, χαλώντας την ηρεμία της νεοπροσληφθείσας. Η δασκάλα έβαλε τις φωνές, ο Στέργιος κατουρήθηκε στο παντελονάκι του, ο Κωστής έβλεπε αστράκια.

Για να μη σας τα πολυλογώ, όλα για την μικρή Ελευθερίτσα έγιναν. Επειδή η Ελευθερίτσα κάνει πιο πολύ παρέα με τον Κωστή και ο Στέργιος ζηλεύει. Ας πούμε ότι ο Στέργιος γίνεται εύκολα βίαιος, έχει επιθετική συμπεριφορά. Η ιστορία μαθεύτηκε. Λίγο έλειψε να κοπεί η ανάσα του Κωστή όταν του πάτησε την πλάτη το άλλο παιδί, έτσι έλεγαν δεξιά και αριστερά στα σούσουρα, παραφουσκώνοντας τα πράγματα. Η μαμά του Κωστή είπε κάτι για μπούλινγκ στη μαμά του Στέργιου και ότι εάν επαναληφθεί θα κάνει επίσημη καταγγελία.

«Πού να στα λέω, έκαναν μπούλινγκ στον εγγονό μου», διέδωσε σχεδόν περήφανα η γιαγιά Μαίρη τις επόμενες μέρες και μετέφερε την ιστορία και σε εμένα. «Εγώ του είπα του μικρού», συνέχισε η γιαγιά, «βρε Κωστάκη, να βαράς κι εσύ τα άλλα παιδιά άμα σε δέρνουν! Αχ, τσάμπα τα λέω. Τι τα θέλεις; Η νύφη μου τον έκανε λαπά, όλο του λέει να μη μπλέκει σε καυγάδες με άλλα παιδάκια. Μετά έτσι γίνεται το μπούλινγκ και έτσι αφήνουν μερικά παιδιά τα άλλα να τα δέρνουν».

Σκέφτηκα ότι η Μαίρη μπορεί να έχει δίκιο χωρίς να είμαι σίγουρος. Επιπλέον τη συμβούλεψα να κάνει δώρο στον Κωστάκη έναν σουγιά. Μια παχιά είμαι-ράπερ αλυσίδα στον λαιμό επίσης βοηθά. Λυθήκαμε στα γέλια σαν να μην υπάρχει μεθαύριο. Μετά η Μαίρη άρχισε να λέει ότι είναι ακόμη πολύ νέα γυναίκα για να τη φωνάζουν γιαγιά. Κι εγώ είπα από μέσα μου ότι είμαι ακόμη πολύ νέο παλικάρι για να αφιερώνω πάνω από ένα τέταρτο της ώρας ακούγοντας γιαγιάδες να φλυαρούν. Έκανα να φύγω και αναρωτήθηκα πού την είχα γνωρίσει τη Μαίρη -δεν θυμάμαι- και κάθε φορά άμα με βλέπει να περπατάω στην Αχαρνών με πιάνει στο μπίρι μπίρι. Εδώ που τα λέμε η Αχαρνών έχει μεγάλα πεζοδρόμια,  προσφέρονται για κοινωνικές σχέσεις.

Γυρνώντας στο σπίτι, είπα την ιστορία με τον Κωστάκη στον φίλο μου τον λ που φιλοξενώ αυτές τις μέρες, μιας και βρίσκεται σε διακοπές.

«Κι εμένα με βαρούσαν τα άλλα παιδιά στο σχολείο», είπε ο λ.

«Και τι έκανες;»

«Τίποτα, δεν το έλεγα σε κανέναν»

«Για αυτό λουζόμαστε σήμερα τα ψυχολογικά σου»

«Άσε μας μωρέ, Φρόυντ από τα lidl»

«Ποια παιδάκια σε πείραζαν; Μπορείς να μου πεις τα ονόματά τους;»

«Πού να θυμάμαι τώρα;»

«Θα τα βρω στον τηλεφωνικό κατάλογο και θα πάρω να τα περιποιηθώ. Δικαίωση, έστω τριάντα χρόνια μετά»

«Άνετα γράφεις τηλεοπτική σειρά εκδίκησης στο Netflix».

Θυμήθηκα, είπα στον λ, μια φορά όταν πήγαινα κι εγώ στο δημοτικό σχολείο που ο Τάσος -ο νταής της τάξης μας- ήρθε να με πειράξει. Ήταν λεκτικό του τύπου είσαι σπόρος και με έσπρωχνε προς τον τοίχο. Επειδή μάλλον μια άλλη Ελευθερίτσα προτιμούσε να περνάει πιο πολύ χρόνο μαζί μου και όχι με αυτόν. «Μας βγήκατε και γκομενιάρηδες, ποιος να το φανταζόταν» σχολίασε ο λ. Δεν τσίμπησα στο υπονοούμενο ότι δεν είμαι πια γκομενιάρης και ότι πέρασε η μπογιά μου. Συνέχισα την ιστορία.

«Με έσπρωχνε προς τον τοίχο. Σιγά μη καθόμουν να τις φάω, ξέφυγα με ελιγμούς. Στο επόμενο διάλειμμα, επειδή είχε κρύο μέναμε μέσα στην τάξη τα πιο πολλά παιδιά, ο Τάσος είχε ανεβεί στο θρανίο και έκανε τον ουρακοτάγκο. Πήγα από κάτω και τράβηξα το παντελόνι μαζί με το σλιπ του. Ξεγυμνώθηκε και τα παιδιά γελούσαν όλα. Όχι μόνο δεν διανοήθηκε να με πειράξει ξανά. Μετά από κάποιον καιρό κάναμε παρέα, μαζί και με τους άλλους φίλους του, είχα μπει στο κλαμπ ας πούμε με τους κουλ νταήδες. Άλλα πάντοτε ένιωθα αουτ-σάηντερ, αν με καταλαβαίνεις. Αντί για ποδόσφαιρο έβλεπα σαπουνόπερες με τη Βερόνικα Κάστρο».

Ο λ παραπονέθηκε για την πολυλογία μου και είπε ότι του αποσπώ την προσοχή και θέλει να τελειώσει ένα βιβλίο που διαβάζει. Παρότι όλοι ξέρουμε ότι έχει να πιάσει βιβλίο από τις Πανελλήνιες και η μόνη λογοτεχνία που διάβασε κάποτε ήταν αστυνομικά εφήβων.

«Και τι διαβάζεις;» μπήκα στον πειρασμό να ρωτήσω.

«Ένα e-book».

«Τίτλο δεν έχει αυτό το e-book;»

«Ναι, λέγεται Να-μη-σε-νοιάζει»

«Οκέη… κάτι μου λέει ότι είκοσι χρόνια φιλίας θα τελειώσουν άδοξα»

«Το προσπαθήσαμε και άλλες φορές χωρίς επιτυχία. Όσο περνάνε τα χρόνια πόσοι νομίζεις ότι θα μας ανέχονται;» παρατήρησε. Έκανα μια κίνηση λήψης πληροφοριών πλησιάζοντας πάνω απ’ το κεφάλι του. Δεν με άφησε να δω την οθόνη του λάπτοπ.

«Εντάξει θα σου πω τον τίτλο, μετά θα με αφήσεις ήσυχο;»

«Δεν με νοιάζει ο τίτλος. Αν μου φτιάξεις ένα τσάι δεν θα μιλήσω άλλο για την επόμενη ώρα» είπα.

«Δεν έχει τόσο κρύο για να πιούμε τσάι. Κι επίσης, εγώ είμαι ο φιλοξενούμενος, ε; Μήπως θέλεις να μαγειρέψω κιόλας;»

«Πω πω, γκρίνια. Κι όλα αυτά επειδή σε βαρούσανε στο σχολείο»

«Καλά… Λοιπόν άμα με αφήσεις ήσυχο για καμιά ώρα, θα ψάξουμε μετά τα παιδιά που με βαρούσανε, σίγουρα θα είναι στο facebook. Θα έχουν γίνει άλλοι άνθρωποι τώρα… πόσα χρόνια μετά, μεγάλωσαν, μπορεί να ανεβάζουν φωτογραφίες με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους»

«Μπορεί τα καμάρια τους να τα χτυπάνε στο σχολείο τίποτε άλλα παιδάκια. Οι ίδιοι -αυτοί που σε βαρούσαν κάποτε- θα παίρνουν τηλέφωνο στους γονείς των άλλων παιδιών για παράπονα. Ή θα υπογράφουν διαδικτυακές καμπάνιες κατά του μπούλινγκ. Από την άλλη, ίσως κατέληξαν κοινοί δολοφόνοι. Και παρεμπιπτόντως, ο Τάσος που σου έλεγα; Ο Τάσος έμαθα ότι πήγε από πρέζα… »

«Οκέη… πάω στην κουζίνα να φτιάξω τσάι»

«Μη βάλεις ζάχαρη, ε; Θα με σκοτώσει η ζάχαρη μια μέρα».

 

Μετά από λίγο έφερε το τσάι, το έχυσε πάνω μου και μού έριξε μια καρπαζιά. Δοκίμασα να τραβήξω το παντελόνι του, προσποιούμενος ότι πατάω το κουμπί ‘ζωντανή αναμετάδοση’ στο facebook, αλλά γνώριζε ήδη ότι μπορεί να κάνω κάτι τέτοιο και τραβήχτηκε έγκαιρα.  «Είμαστε λάηβ στο φέησμπου-ου-ουκ» έλεγα απειλητικά. Θα παίρναμε τρία λάηκ, δυο καρδούλες,  ένα ουάο και πέντε έλεος  ♦

.

.