«Δημοσιεύτηκαν τώρα τελευταία για πρώτη φορά μερικά γράμματα του Alfred Bardey, διευθυντή του ομώνυμου εισαγωγικού κι εξαγωγικού οίκου που είχε προσλάβει στην υπηρεσία του τον Arthur Rimbaud και τον είχε στείλει στο Χαράρ της Αβησσυνίας να διευθύνει ένα comptoir του όταν ο μεγαλοφυής αυτός ποιητής διέκοψε άξαφνα, κι ίσαμε τώρα ανεξήγητα, κάθε σχέση με την ποίηση, και πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί για να πλουτίσει.

Τα γράμματα αυτά, σταλμένα στον Dufour, που εξέδωσε πρώτος τα Άπαντα του ποιητή του «Μεθυσμένου Καραβιού» ύστερ’ από το θάνατό του, αναφέρονται όλα στη ζωή και την εμπορική δραστηριότητα του Ρεμπώ στην Αβησσυνία [παλαιά ονομασία της Αιθιοπίας].

Το ενδιαφέρον τους είναι μεγάλο, γιατί με τις πληροφορίες τους, τις διευκρινήσεις και τις ανασκευές τους, δεν μένει πια στο σκοτάδι καμμιά περίοδος και κανένα σημείο της αβησσυνιακής ζωής του Ρεμπώ. Για εμάς τους Έλληνες έχουν κι ένα ενδιαφέρον ειδικό: κάνουν γνωστό, για πρώτη φορά, ότι τη μεγαλύτερη θέση στη ζωή του αυτή την είχε ένας συμπατριώτης μας, – Σωτήρου τ’ όνομα.

Ο συμπατριώτης μας αυτός ήταν υπάλληλος του οίκου Bardey στο Χαράρ όταν έφτασε εκεί ο Ρεμπώ κι ανέλαβε τη διεύθυνση του comptoir του. Ήξερε επομένως ό,τι ήταν φυσικό ν’ αγνοεί φτάνοντας ο ποιητής: τη γλώσσα, τους ανθρώπους, τον τόπο και τους όρους του τοπικού εμπορίου. Σύγχρονα, ήταν ένας «fier homme», όπως τον χαρακτηρίζει σ’ ένα από τα γράμματά του ο Bardey –που φαίνεται νάταν πιο περήφανος για τον υφιστάμενο αυτόν του comptoir του Χαράρ παρά για το διευθυντή του. Ένας διαβολάνθρωπος θα τον λέγαμε εμείς. Ένας από τους Έλληνες εκείνους μετανάστες, τους έξυπνους, τους τολμηρούς, τους τυχοδιωκτικούς κι επιχειρηματικούς, που απαντιούνται στους πιο καθυστερημένους τόπους της γης και κάνουν φιγούρα πρωτοπόρων του πολιτισμού.

Ο Κωνσταντίνος Σωτήρος φωτογραφημένος από τον Αρθούρο Ρεμπώ το 1883 κατά τη διάρκεια μιας εξερεύνησής τους στη ζούγκλα

Στον άνθρωπο αυτόν ο Ρεμπώ δεν βρήκε μόνο ένα πολύτιμο συνεργάτη, αλλά κι ένα σύντροφο  –πράγμα ακόμα πιο πολύτιμο για τον Ευρωπαίο αυτόν τον αποξενωμένο κι ολομόναχο μέσα σε μια πρωτόγονη αβησσυνιακή κωμόπολη. Διευθυντής κι υφιστάμενος συνδέθηκαν με στενές φιλικές σχέσεις. Βρίσκονταν μαζί κι έξω από τις ώρες της δουλειάς, κι όταν ο Ρεμπώ έγραφε στον Bardey, δεν παρέλειπε να τού μιλάει για τον Σωτήρου και να του στέλνει και φωτογραφίες του, παρμένες από τον ίδιο με μια μηχανή που είχε παραγγείλει από το Παρίσι και που του είχε στοιχίσει 1800 φράγκα, – όπως μας πληροφορεί, σκανδαλισμένος για το μεγάλο έξοδο του Ρεμπώ, ο Bardey.

Το 1883, δηλαδή δυο χρόνια ύστερ’ από την εγκατάσταση του Ρεμπώ στο Χαράρ, ανατέθηκε στον Σωτήρου (δεν ξέρουμε αν την εντολή τού την έδωσε απευθείας ο οίκος Bardey ή ο Ρεμπώ, ως διευθυντής του comptoir του Χαράρ) να βάλει σ’ επικοινωνία τον οίκο Bardey με την αγορά του Ογκαντέν. Το Ογκαντέν, που βρίσκεται στο κέντρο της χώρας των Σομαλήδων, ήταν, ίσαμε τότε, απρόσιτο στους Ευρωπαίους. Όχι μόνο κανείς δεν το είχε επισκεφθεί, αλλά κανείς δεν είχε τολμήσει να το επιχειρήσει, γιατί ο δρόμος που έφερνε ίσαμ’ αυτό, μέσα από ερημιές, βουνά κι εχθρικούς πληθυσμούς ήταν άγνωστος και γεμάτος από κινδύνους. Η αποστολή επομένως του Σωτήρου, εκτός από την εμπορική της σημασία, είχε και τη σπουδαιότητα της επιστημονικής εξερεύνησης. Ο Σωτήρου δεν δίστασε να την αναλάβει. Ετοίμασε ένα καραβάνι με τρόφιμα, εμπορεύματα, αχθοφόρους, συνοδούς κι οδηγούς, πήρε τον δρόμο του εσωτερικού, κι ύστερ’ από μερικές βδομάδες κατόρθωνε, πηδώντας όλες τις δυσκολίες και ξεφεύγοντας όλους τους κινδύνους, να μπει –πρώτος αυτός Ευρωπαίος- στο Ογκαντέν.

Γυρνώντας στο Χαράρ, ο Σωτήρου εξέθεσε μ’ όλες τις λεπτομέρειες στον Ρεμπώ το δρομολόγιο που ακολούθησε για να φτάσει στο Ογκαντέν. Την προφορική του αυτή έκθεση ο Ρεμπώ τη χρησιμοποίησε –όπως μας πληροφορεί ο Bardey- για να οικειοποιηθεί το κατόρθωμα του Έλληνα φίλου του και υφισταμένου του. Συνέταξε μια δική του έκθεση και την έστειλε στη Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία. Η έκθεση αυτή δημοσιεύτηκε σ’ ένα από τα Δελτία της: σ’ αυτήν, εξερευνητής της οδού προς το Ογκαντέν και πρώτος επισκέπτης του παρουσιάζεται… ο ίδιος ο Ρεμπώ.

Ο Σωτήρου ή δεν έμαθε την indélicatesse αυτήν ή την έμαθε κι αδιαφόρησε, γιατί όχι μόνο οι φιλικές τους σχέσεις δεν διαταράχθηκαν καθόλου όλο τον καιρό που ο Ρεμπώ έμεινε στο Χαράρ, αλλά κι όταν ο τελευταίος αυτός άφησε το Χαράρ, δυσαρεστημένος με τους Bardey που δεν του έδιναν αύξηση στις αποδοχές του, και πήγε στο Άντεν να βρει νέα δουλειά, ο Σωτήρου εξακολούθησε μαζί του τακτική κι εγκάρδια αλληλογραφία (σημ: Η υπόνοια της εργατικής λογοκλοπής του Ρεμπώ προς τον Σωτήρο, στην οποία εστίασε πρόωρα ο Ουράνης δεν επιβεβαιώνεται πια, αν και μικρή σημασία έχει).

Ο Bardey μάς μαθαίνει ότι ο Ρεμπώ χρησιμοποίησε την αλληλογραφία του Σωτήρου και την έκθεσή του σχετικά με το δρομολόγιο του Ογκαντέν. Μετέφρασε, γράφει, όλα τα γράμματα που του έστειλε σ’ ελληνική γλώσσα ο Σωτήρου από το Χάραρ σχετικά με την εκκένωση του από τους Αιγυπτίους του 1884 και τις μυστικές αγγλικές συνεννοήσεις με τον Μενελίκ, και τα δημοσίευσε ως δικά του.

Δεν πρόκειται εδώ να κρίνουμε τις πράξεις του Ρεμπώ. Το ενδιαφέρον, όπως είπα, για εμάς, είναι ότι ο κυριότερος, αν όχι ο μόνος, φίλος του στην Αιθιοπία ήταν ένας Έλληνας, κι ότι για να του γράφει ο Σωτήρου στην ελληνική γλώσσα και να μεταφράζει ο Ρεμπώ τα γράμματα αυτά, ο ποιητής του «Μεθυσμένου Καραβιού» θα είχε μάθει κοντά στον συμπατριώτη μας και τη γλώσσα μας.

Και τώρα: τι νάγιναν τα γράμματα του Σωτήρου προς τον Ρεμπώ; Κι ακόμα σπουδαιότερο: τι νάγιναν τα γράμματα του Ρεμπώ προς τον Σωτήρου;

Ίσως, αν κανείς μας έβαζε έργο του να μάθει την καταγωγή του Σωτήρου (ο Bardey τον γράφει: Sottiro) και νάρθει σ’ επαφή με την τυχόν οικογένειά του, να τάβρισκε –ακόμα- στην κατοχή της. Κι αν είχε αυτή την τύχη, δεν θα πρόσφερνε μόνο μεγάλη υπηρεσία στους θαυμαστές του Ρεμπώ, αλλά και θα συνέδεε, κατά έναν τρόπο, τ’ όνομά του με τη δόξα του…».

.


Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε από τον Κώστα Ουράνη και δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1939 στο περιοδικό Νέα Εστία (Τχ. 302). Ήταν η περίοδος της δημοσίευσης των γραμμάτων του Alfred Bardey, του αφεντικού του Ρεμπώ στο Χαράρ της Αβησσυνίας (Αιθιοπία). Αν και κοντεύουμε έναν αιώνα από τότε, με τα δεδομένα συνεχώς να εμπλουτίζονται, στα ελληνικά γράμματα δεν έχει προχωρήσει ιδιαιτέρως η έρευνα εστιασμένη στην σχέση του Ρεμπώ με την εκεί ελληνική κοινότητα. Μπορούμε μονάχα να υποψιαστούμε πως ήταν ισχυρή καθότι υπάρχουν κι άλλες σκόρπιες αναφορές που ενισχύουν τις υποψίες. Για παράδειγμα, ξέρουμε πως σύχναζε στα ελληνικά μπαρ (Graham Robb, Αρθούρος Ρεμπώ, μετάφραση Ινώ Ρόζου, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2005). Γνωρίζουμε επίσης πως πέρα από την φιλία που είχε αναπτύξει με τον υπάλληλο του Κωνσταντίνο Σωτήρο υπήρχαν και άλλοι Έλληνες που τον συντρόφευαν στην Δυτική Αφρική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα αδέλφια Ρήγα, και πιο συγκεκριμένα ο Δημήτριος Ρήγας, ο οποίος θα του γράψει τον Ιούλιο του 1891, δηλαδή λίγο μετά την εγχείρηση του Ρεμπώ:

«Μόλις σήμερα έλαβα τα γράμματά σας, στις 30 Μαΐου και 17 Ιουνίου, στα οποία μού ανακοινώνετε ότι σας χειρούργησαν, δηλαδή ότι σας έκοψαν το πόδι. Λυπήθηκα πάρα πολύ, όπως άλλωστε και όλοι οι γνωστοί σας εδώ. Θα προτιμούσα να μου είχαν κόψει το δικό μου πόδι. Τέλος σας εύχομαι καλή ανάρρωση… Από τότε που φύγατε από το Χαράρ νομίζω ότι έχασα τον κόσμο. Δεν βγαίνω πια από το σπίτι παρά μονάχα για να πάω στο Ζαπτί» (Καθημερινή, 16.6.1991).

Ο Ρεμπώ θα πεθάνει τέσσερις μήνες μετά, στις 10 Νοέμβρη. Ο Δημήτριος Ρήγας θα πεθάνει στις 13 Νοέμβρη, τρία 24ωρα μετά.