Η Musine Kokalari ντυμένη με παραδοσιακή φορεσιά του Αργυροκάστρου (Αλβανία) σε άγνωστη ημερομηνία (Linda Kokalari και Musine Kokalari Institute)

H Musine Kokalari (1917-1983) γεννήθηκε στον τουρκικό νότο σε μια πολιτικά δραστήρια οικογένεια αλβανικής καταγωγής. Θα έμελε να ιδρύσει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Αλβανίας το 1943. Πριν από αυτό θα καλλιεργούσε την αγάπη της για τα γράμματα. Επέστρεψε σε ηλικία τριών ετών με όλη την οικογένεια στην προκομμουνιστική Αλβανία, το 1920. Ο αδελφός της Vesim θα διατηρούσε τη δεκαετία του 1930 ένα βιβλιοπωλείο στα Τίρανα. Έτσι θα μεγάλωνε η έλξη της Musine στα βιβλία. Ακολούθησε λογοτεχνικές σπουδές στην Ιταλία (1938-1941).  Έγραψε λογοτεχνία κυρίως στα έτη 1937-1943 και έγινε η πρώτη γυναίκα συγγραφέας στη χώρα της.  Η σύντομη συμμετοχή της στην πολιτική ζωή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα συνδεόταν έπειτα με την καταδίκη της σε φυλάκιση από το κομμουνιστικό καθεστώς στην Αλβανία ενώ δεν της επιτράπηκε να γράφει πια. Πέθανε στην ένδεια και στην πλήρη απομόνωση.

 

 

Επιλογή και μετάφραση από τα αλβανικά: Μεριντιάν Μέτο

 

.

«Να ήμουν άνθος»

«Το φως ξεθώριασε και ο ήλιος ανέτειλε· μέρωσε και στην ψυχή μου ένιωσα κατιτίς νεοφανές. Ήτο μια ερώτηση που ανέμενε απαντήσεις. Εσώτερα μου, μια φωνή ρώτησε, «Τι είναι η ζωή

Ανοίγω τους οφθαλμούς μου στη στιγμή, παρατηρώ γύρω μου και δεν βρίσκω τίποτα, ουδείς απαντά στη θέση μου. Κάθομαι και περιδιαβάζω τους βίβλους, ζητώ τη γνώμη κείνων που έγραψαν… αλλά τίποτα και αυτά.

Απέλπιδα εγκαταλείπω τον τόπο μου, δυσαρεστημένη και με γοργό βήμα· τα πόδια γλιστράνε απότομα, κάτι πατάνε. Μια παλιά σελίδα βιβλίου. Κάθομαι, την παίρνω, την κοιτάζω και ομολογώ απλά μια λέξη: δυστυχία…

Οι σκέψεις με συντρίβουν, και τελικά μου φαίνεται πως ηύρα την αλήθεια· ζωή σημαίνει δυστυχία.

Σωστά, δεν αποτελεί σφάλμα. ‘Όλοι μου το  φώναζαν πως ήμουν… έτσι και εγώ

Είμαι άνθρωπος, η φύση με έπλασε δίδοντας μου και νόηση. Με πέταξε στο έδαφος, με έφερε ψηλότερα από όλα τα έμβια και τα φυτά, παρ’ όλα αυτά δεν χαίρομαι, αποζητώ από τον εαυτό μου να είμαι έτσι, να είμαι και αλλιώς· όπως αυτό, όπως και εκείνο, που τελικά το βρήκα…

Να ήμουν άνθος, άνθος χρυσό, μικρό και με ευωδιά. Να άνθιζα στην άνοιξη και το φθινόπωρο να μαράζωνα στη μοναξιά μου.

Να ήμουνα άνθος μωβ στη μέση των ακάνθων. Να παραμένω κρυμμένη, αόρατη και μίαν εσπέραν να με ανακάλυπταν οι χείρες νεανιών. Από φόβο, απομακρυσμένη από την ανθρωπότητα που θα με έσπαζε, θα δωριζόμουν από τον έναν στον άλλο ως ένα σύμβολο μνήμης. Θα άκουγα για τι πράγμα θα μιλάγανε, τα όμορφα τα λόγια γεμάτα ελπίδα. Θα μου έπλεκαν και μένα μερικούς ανάλαφρους στίχους χάρης της αγάπης.

Σαν άγριο τριαντάφυλλο να φύτρωνα πάνω από τον τύμβο ενός νεαρού ανδρός. Να λάμβανα χώρα στα δάκρυα που θα έχυναν πάνω σε αυτή την ψυχρή γη.

Σαν κόκκινο γαρύφαλλο, να άνθιζα και υπομονετικά να εμποτιζόμουν… και μίαν εσπέραν να με τοποθετούσαν στο γιακά ενός παλτού. Θα περιδιάβαζα και εγώ τις ρούγες της πόλης· Θα εννοούσα την ζωή σαν άνδρας και όλοι θα αναγνώριζαν αυτόν και εμένα· …και οι δύο είναι εύμορφοι, θα έλεγαν.

Τελικά, ας ήμουνα για λίγο ένα άγριο άνθος, ανάμεσα στη ρούγα και τις πέτρες, χωρίς τη συγκατάβαση των άλλων.

Μια μέρα θα συνθλιβόμουν από το πόδι ενός ανθρώπου, ανδρός ή γυναικός…γνωρίζω, αλλά δεν πειράζει, ένα λουλούδι ήμουν και όχι άνθρωπος….»

 

 «T’isha një lule…» («Να ήμουν άνθος»)

 Zbardhoi drita, lindi dielli; u bë ditë dhe në shpirtin t’im ndjeva një gjë të re. Ishte një pyetje që donte përgjigje. Së mbrëndëshmi ndëgjova një zë që më pyeti “Ç’ësht jeta?”

Hap sytë për një cast, vështroj rrotull dhe asgjë nuk gjej, asnjeri nuk përgjigjet në vënd t’im. Ulem dhe u përvishem librave, kërkoj mendimin e atyre që kanë shkrojtur…por edhe atje asgjë.

Pa shpresë largohem prej vëndit ku ndodhesha, e pa kënaqur hedh këmbët e mia; rëndë rrëshqasin, diçka shkelin. Një faqe libri të vjetër. Ulem, e mar, e vështroj dhe vetëm një fjalë këndoj, mosknaqsia…

Mendimet më turbullojnë dhe më së fundi m’u duk se e gjeta të vërtetën, se jeta ësht mosknaqësia.

E drejtë, e pa gabuar. Të gjithë thrresin sikur t’isha…dhe unë gjithashtu.

Jam njeri, më krijoi natyra duke më dhënë dhe tru. Më vërviti në tokë, më bëri më të lartë nga të gjithë shtazët dhe bimët, me gjith atë nuk knaqem, i kërkoj vehtes të jem kështu, të jem ashtu; si kjo dhe si ajo dhe më së fundi e gjeta…

T’isha një lule-lule are, e vogël dhe me erë. Të çelnja në prendverë dhe në vjeshtë të vishkesha në vetminë t’ime.

T’isha një lule vjollce në mes të ferrave. Të qëndroja e fshehur, e pa dukur dhe një ditë të zbulohesha prej duarve të dy të rinjve. Prej frike, të larguar prej njerzis do t’më këputnin, do të dhurohesha te njëri –tjetri për shenjë kujtimi. Do të ndëgjonia se ç’flitnin, fjalët e bukura dhe plot shpresë. Do t’më thurnin dhe mua disa vargje të lehta për hir të dashuris.

Një trendafil i egër të mbinja për mbi varrin e ndonjë të riut. Të mirrnja pjesë në lotët që do të derdhnin mbi atë tokë të ftohët.

Karafil i kuq të lulzoja dhe me kujdes të vaditesha …një ditë të vendosesha në jakën e palltos. Do të shetitnja dhe unë rrugët e qytetit , do të kuptonja jetën djaloshare dhe të gjithë do të vështronin atë dhe mua;…që të dy qënkan të bukur do të thoshin.

Më së fundi le t’isha së paku një lule e egër, midis rrugës dhe gurëve, pa kujdesin e të tjerëve.

Një ditë do të shtypesha prej ndonjë këmbe njeriu, burrë ase grua…e di, por s’ka gjë, një lule isha dhe jo njeri….

.


.

«Γύρω από το πιάτο»

Σας είδα καθώς περνούσα

Χαρούμενοι και ευτυχισμένοι κόβατε κομμάτια ψωμιού·

μαύρο και στεγνό.

Τα πρόσωπά σας φέγγιζαν με αδιανόητη χαρά,

ενώ τα μικρά σας δάχτυλα

τα ριζωμένα από την πολλή δουλειά,

τα τοποθετούσατε στο πιάτο του γιαουρτιού.

 

Πόση γεύση αισθανόσασταν!

Λόγω της οξύτητας κλείνατε λίγο τα μάτια σας

και γοργά τρώγατε τις δαγκωματιές

που ρίχνατε την μια μετά την άλλη.

Το στομάχι, άδειο από το πρωί

γιόμισε με την αγνή τροφή.

 

Ναι, κανείς δεν σας είδε,

καθώς στεκόσασταν στηριζόμενοι

στον στύλο, στη γωνιά της ρούγας.

Και εσείς το ίδιο, δεν παρατηρήσατε κανέναν!

 

Μιλάγατε σιγανά και με κέφι,

διότι την τροφή την είχατε κερδίσει με την εργασία σας,

και με τον ιδρώτα του μετώπου σας.

Χωρίς σκέψη, τελείωσε το πιάτο γιαουρτιού

και έκπληκτοι παρατηρούσατε ο σύζυγος την σύζυγο.

Είχατε μείνει έκπληκτοι.

 

Χαρούμενοι σηκωθήκατε και απαρατήρητοι

από τους πολλούς ανθρώπους,

χωρίς καμιά επιφύλαξη,

πήγατε κατευθείαν στην εργασία σας,

για να σιγουρέψετε και στο βραδινό

κανένα άλλο πιάτο.

 

 

«Rreth pjatës…» («Γύρω από το πιάτο»)

Ju pashë kur kalonja

Të gëzuar e të lumtur pritnit copat e bukës

së zezë dhe të thatë.

Fytyrat ju shkëlqenin prej një gëzimi të patreguar,

ndërsa gishtërinjtë e vegjël

dhe të regjur shumë prej punës,

futeshin në pjatën e kosit.

 

Sa shije ndjenit!

Sytë i mbyllnit nga pak prej thartësirës

dhe me shpejtësi i përtypnit kafshatat

e hedhura njëra pas tjetrës.

Stomaku, i zbrazët që prej mëngjezit,

u mbush me ushqimin e thjeshtë.

 

Po, ah asnjeri nuk i-u pa

ndërsa qëndronit të mbështetur

në shtyllën e elektrikut, në këndin e rrugës.

Veç edhe ju nuk vërenit njeri!

 

Flitnit ngadalë dhe me kënaqësi,

pse bukën e kishit fituar me punën

edhe me djersën e ballit.

Pa menduar, pjata e kosit u mbarua

dhe me habi shikuat shoqi-shoqin.

Ju erdhi çudi.

 

Të gëzuar u ngritët dhe pa u vënë re

prej asaj shumice njerëzish,

pa fare kujdes,

shkuat drejt në punë,

për të siguruar edhe në mbrëmbje

ndonjë pjatë tjetër.

 

.

«…Θέλω ψωμί

Αυτή η σιωπή, δεν ξέρω τι να κάνω· μόνο δακρύζω.

Το παιδί αγωνιά, φωνάζει και αυτή η φωνή αντηχεί

στο γυμνό από κάθε έπιπλο δωμάτιο

και σαν ηχώ πένθους σέρνεται σιγά σιγά προς τα έξω,

καθώς διαπερνά τις ρωγμές των τοίχων

και της στέγης,

που μηχανεύονται το μονοπάτι του ανέμου και της βροχής

στις κρύες νύχτες του χειμώνα.

 

«…Dua bukë!» («…Θέλω ψωμί!»)

Ajo hesht, s’di ç’të bëjë; vetëm derdh lot.

Fëmija lebetitin, thërresin dhe ky zë oshëtin

Αςnë dhomën e çveshur prej çdo orendije

dhe si jehonë vajtimi dëgjohet ngadalë jashtë,

pasi kalon plasjet e mureve

dhe të çatisë,

të cilët i len shteg erës dhe shiut

në netët e ftohta të dimrit.

 

 

«Στην αγκαλιά της μητρός»

«Η μήτηρ ψηλαφίζει απαλά το πρόσωπο,

η σελήνη κινείται στον ουρανό και οι αχτίνες της εφάπτονται στους δυό τους

που ευρίσκονται στη ρούγα.

 

Αυτή το κοιτάζει, το παρατηρεί καλά,

για τελευταία φορά.

 

Σιωπηλά εγγίζει τα χείλη και του φιλά τα μάτια

που δεν θα ανοίξουν πια,

με τα δάκρυά της, εμποτίζει και καθαρίζει αυτά τα μάγουλα

και με τη χείρα της του ισιώνει τα μαλλιά.»

 

«Në gji të nënës» («Στην αγκαλιά της μητρός»)

“Nëna ngadalë kërkon fytyrën,

hëna lëviz në qiell dhe rrezet bien mbi ata të dy

që janë në rrugë. Ajo e sheh, e sheh mirë,

për herën e fundit. Heshtazi afron buzët dhe i puth ata sy

që s’do hapen më,

me lotët e saj, vadit dhe pastron ato faqe

dhe me dorë i ndreq flokët.”

 

Η Musine Kokolari, καθήμενη σε ένα καφέ της Ρώμης, το 1940 [Linda Kokalari και Musine Kokalari Institute]

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Μεριντιάν (Δημήτρης) Μέτο σπούδασε στα Ιωάννινα. Ασχολείται με την ψυχική υγεία και το γράψιμο. Ζει και εργάζεται στην Αγγλία.