Οι ιστορίες φαντασμάτων γίνονταν ανάρπαστες ανά τους αιώνες με διάφορες παραλλαγές. Η πρόοδος της τεχνολογίας και η εφεύρεση της φωτογραφίας το 19ο αιώνα δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα φαντάσματα παρά στο να εξελίξουν τις εμφανίσεις τους. Γιατί να μην ποζάρουν στο φακό;

Ο συγγραφέας και δημιουργός του φανταστικού ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς, o Sir Arthur Conan Doyle (1859-1930), είχε σπουδάσει ιατρική και παράλληλα ανέπτυξε ξέχωρα «επιστημονικά» ενδιαφέροντα ασχολούμενος με πάθος με τον πνευματισμό, στον οποίο αφιερώθηκε κυρίως στα ώριμά του χρόνια ενώ στο παρελθόν υπήρξε μέλος σε διάφορες λέσχες: οι θεοσοφικές αναζητήσεις και οι μεταφυσικές ανησυχίες είχαν γίνει από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα σοβαρή ενασχόληση κύκλων επιστημονικών και καλλιτεχνικών, αστικών και λαϊκών. Μέντιουμ σε σαλόνια επιφανών προσωπικοτήτων υπόσχονταν σύνδεση με το υπερπέραν.

Ο Doyle άνοιξε το 1925 ένα βιβλιοπωλείο στο Λονδίνο, το The Psychic Bookshop, όπου συγκέντρωνε εκδόσεις με κείμενα περί πνευματισμού που δεν μπορούσαν να βρεθούν εύκολα αλλού. Η επιχείρηση δεν πήγε καλά, κυρίως λόγω των εξόδων που έτρεχαν όπως για την ενοικίαση του χώρου, αλλά σίγουρα κέντρισε τη φαντασία του κοινού.

Στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου δημιούργησε ένα παράξενο μουσείο της εποχής, το The Psychic Museum, με διάφορα εκθέματα αντικειμένων συνεδριών (séance) γνωστών μέντιουμ, φωτογραφίες με φαντάσματα και πίνακες ζωγραφικής σχετικής θεματολογίας πνευμάτων και οραματισμού. Είχε χαρακτηριστεί «το τρομερώτερον και το ανατριχιαστικώτερον μουσείον του κόσμου», ενώ ορισμένα αντικείμενα μετακινούνταν από τα ίδια τα φαντάσματα μέσα στο χώρο της έκθεσης (Εφημερίδα «Βραδυνή», 17.4.1928). Ας ρίξουμε μια ματιά στο μουσείο αυτό:

Κάτι που απασχολούσε τον Doyle ήταν το «εκτόπλασμα»: επρόκειτο περί ατμώδους ουσίας που σχημάτιζε ή περιέβαλε σώματα και αντικείμενα, κάπως σαν ομίχλη, άλλοτε αραιή και άλλοτε πιο πυκνή. Υπό ορισμένες συνθήκες το εκτόπλασμα γινόταν ορατό και μπορούσε να φωτογραφηθεί αποκαλύπτοντας αόρατα σώματα φαντασμάτων που  δεν θα μπορούσε να τα δει κανείς διαφορετικά.

Από τις ωραιότερες φωτογραφίες της συλλογής του μουσείου, κατά τον ίδιο τον Doyle, υπήρξε η ακόλουθη που δείχνει τον Άγγλο φυσιοδίφη Ούιλλιαμ Κρουκ τη δεκαετία του 1870 μαζί με το φάντασμα μιας γυναίκας, ονόματι Κέητη Κινγκ, που σε κάποιους θύμιζε αγγλίδα νοσοκόμα. Το πνεύμα της Κέητη είχε καλέσει η δεσποινίς Κουκ, διάσημο μέντιουμ της εποχής. Ο ίδιος ο  Κρουκ φρόντισε να απαθανατιστούν οι στιγμές του με το «υπερπέραν» προκειμένου να γίνει πιστευτός:

Ο Doyle εκτός από συλλέκτης φωτογραφιών ήταν και ο ίδιος φωτογράφος παρόμοιων στιγμών. Εντατικοποίησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 κι έπειτα τις αναζητήσεις του περί πνευματισμού και θα έφτανε να κάνει ταξίδια μέχρι και τη Νέα Ζηλανδία στο πλαίσιο των ερευνών του και ενός είδους ιεραποστολής συμμετέχοντας ενεργά σε «μεταφυσικές λέσχες». Έγραψε βιβλία και άρθρα πάνω στις ανησυχίες του ενώ ανάμεσα στις πεποιθήσεις που διατύπωσε ήταν ότι οι εκδηλώσεις ψυχικών ασθενειών μπορεί να είναι αποτέλεσμα δαιμονισμού, ήτοι κυρίευση  του ατόμου από ένα πνεύμα.

O Doyle φωτογραφίζεται με ένα φάντασμα – εκτόπλασμα

Σε μια συγκινητική περίοδο της ζωής του, όταν έχασε τον γιο του Kinglsey (γ.1892) που τραυματίστηκε το 1916 μαχόμενος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και θα κατέληγε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια από πνευμονία το 1918, επιχείρησε να αντιμετωπίσει το τραύμα της απώλειας του απογόνου φωτογραφίζοντας το πνεύμα του. Στην πρώτη φωτογραφία που βλέπουμε παρακάτω o Doyle είναι μόνος του και εμφανίζεται «εκτοπλασματικά» το πρόσωπο του υιού του, ενώ στη δεύτερη είναι με τη σύζυγό του, τη Jean Conan Doyle, με τον Kingsley να τους «επισκέπτεται».

Να και μια άλλη αναμνηστική φωτογραφία με  «ομότεχνους» πνευματιστές, όπου φαίνεται να έχουν καλέσει κάποιο πνεύμα:

Δεν έφταναν όμως τα φαντάσματα. Το 1922 o Doyle πείστηκε για την ύπαρξη νεράιδων και εξέδωσε το βιβλίο The Coming of the Fairies (1922). Βασίστηκε σε πέντε φωτογραφίες που τράβηξαν δύο νεαρά κορίτσια -οι εξαδέλφες Έλση και  Φρανς- στο Cottingley, ένα χωριό στην κομητεία του Γιορκ της Αγγλίας. Τα κορίτσια έπαιζαν συχνά σε ένα ρυάκι, όπου βρέχονταν και λερώνονταν με αποτέλεσμα  να ακούν μετά στα σπίτια τους τον εξάψαλμο. Ισχυρίστηκαν ότι εξακολουθούσαν να παίζουν στο ρυάκι, παρά τις κατσάδες που ακούγανε, επειδή εκεί έβλεπαν νεράιδες. Τότε ο πατέρας της Έλση ζήτησε αποδείξεις για τις νεράιδες και έδωσε μια φωτογραφική μηχανή στα κορίτσια. Δεν άργησαν να επιστρέψουν με την πρώτη φωτογραφία-απόδειξη:

Η παραπάνω φωτογραφία τραβήχτηκε το 1917. Θα ακολουθούσαν και οι υπόλοιπες μέχρι το 1920. Ας δούμε άλλες δύο:

Θα γίνονταν αυτό που σήμερα λέμε «βάηραλ». Ένα πρώτο άρθρο του Doyle για την υπόθεση τούτων των νεράιδων δημοσιεύτηκε το 1920 στο χριστουγεννιάτικο τεύχος του περιοδικού The Strand το οποίο ξεπούλησε. Πολλοί ευθύς αμέσως βάλθηκαν να εξετάσουν το κατά πόσο οι εικόνες είναι αληθινές ή ψεύτικες, αρκετοί πίστεψαν την ιστορία και άλλοι όχι. Μερικοί πήγαν στο αναφερόμενο χωριό προσπαθώντας να εντοπίσουν και να δούνε τις νεράιδες από «πρώτο χέρι». Όπως και να έχει κι όπως είναι φυσικό, σύντομα το κοινό θα έβρισκε άλλα πράγματα να ασχοληθεί και θα ξεχνούσε τις δυο εξαδέλφες που έπειτα μεγαλώνοντας θα παντρεύονταν και θα ζούσαν σε άλλες χώρες. Τη δεκαετία του 1960 ένας δημοσιογράφος «ανακάλυψε» την Έλση που είχε γυρίσει στην Αγγλία. Υπήρξε μερική παραδοχή περί παιχνιδιών της φαντασίας δύο νεαρών κοριτσιών. Μόνο το 1983 θα ομολογούνταν καθαρά ότι οι φωτογραφίες ήταν «πειραγμένες», αν και δεν έπαψαν να υποστηρίζουν ότι πράγματι είχαν δει νεράιδες.

Ποιος είναι άραγε ο ρόλος της οικονομίας σε όλα τα παραπάνω; Διόλου αμελητέος και δεν αναφέρομαι μονάχα στο ότι οι εφημερίδες πουλούσαν ουκ ολίγα φύλλα με τρομακτικές ιστορίες. Η οικονομία ας πούμε ότι δεν αφήνει καμία ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, την αρπάζει, την τροφοδοτεί και τη γονιμοποιεί. Νέοι κυνηγοί φαντασμάτων ξεπηδούν από την επαφή με τέτοια δημοσιεύματα δημιουργώντας έναν εμπορικό κύκλο με τη ζήτηση φερειπείν για μέντιουμ, καθώς άλλοι μπορεί να πουλούν φυλαχτά για προστασία. Έχει ενδιαφέρον ότι από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα υπήρξε μια αγορά φωτογραφιών όπου φιλοπερίεργοι και συλλέκτες έσπευδαν να αγοράσουν «παράξενα» φαινόμενα: καλοθελητές ή εμπνευσμένοι καλλιτέχνες πείραζαν τις πλάκες εμφάνισης των φωτογραφιών ώστε να προκύπτουν εικόνες -τις πουλούσαν ως «αληθινές»- με μυστηριώδεις μορφές που έμοιαζαν να ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο.

Αν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από τότε μέχρι σήμερα δεν το ξέρω, πέρα ίσως από τα τεχνολογικά μέσα που εξελίσσονται και τον εμπλουτισμό παράξενων ιστοριών τις οποίες αναζητούν και πιστεύουν πολλοί άνθρωποι που πλοηγούνται στο διαδίκτυο σε ψηφιακό υλικό ανάλογου τύπου. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι αποκαλύπτουν πράγματα σημαντικά ώστε τα συνοδεύουν με τη φράση «Δείτε το πριν το κατεβάσουν»: ποιοι να το κατεβάσουν; τα φαντάσματα; οι εξωγήινοι; οι κυβερνήσεις που θέλουν να κρύψουν την αλήθεια από το λαό;

.


 Για περισσότερα σχετικά με τον Doyle ή τις νεράιδες βλέπε: www.arthur-conan-doyle.com  και https://en.wikipedia.org/wiki/Cottingley_Fairies