Σε κάποια συνοικία οι διαρρήχτες, ξέροντας πως λείπουν οι νοικοκυρέοι από το σπίτι, σπάσανε την πόρτα, μπήκανε μέσα και το λεηλατήσανε. Ανοίξανε ντουλάπες, μπαούλα, συρτάρια και ξαφρίσανε ό,τι νομίζανε καλύτερο. Αδειάζανε τη λεία στο πάτωμα και διαλέγανε. Κι ό,τι διαλέξανε το βάλανε στα τσουβάλια και φύγανε μέσα στο σκοτάδι φορτωμένοι… δώρα σαν τον Άη Βασίλη, με τη διαφορά πως δεν είχανε στο νου τους να τα μοιράσουνε στα παιδάκια, παρά αναμεταξύ τους. Κ’ εδώ παν οι άλλοι!

Το πρωί όμως βγήκανε τα παιδάκια της γειτονιάς στους δρόμους. Τρία απ’ αυτά, τρία κοριτσάκια, δύο των εφτά χρονών κ’ ένα των εννιά, είδανε την πόρτα του σπιτιού σπασμένη. Κοιτάξανε από τη σκάλα. Κανείς! Μονάχα κάτι ρουχικά ήταν σκορπισμένα εδώ κ’ εκεί.

– Δεν τα παίρνουμε να ντύσουμε τις κούκλες μας;

Και μπήκανε με την ανεύθυνη συνείδηση των μωρών. Μαζέψανε μια μπατιστένια μπλούζα, μια μεταξένια κομπιναιζόν. Μα η πόρτα του χωλ στεκότανε ανοιχτή μπροστά τους.

– Δεν πάμε και παραμέσα;

Μπήκανε και παραμέσα. Εκεί δα ήταν που ήτανε ο θησαυρός! Όλο το πάτωμα γεμάτο από φουστάνια κ’ εσώρουχα λογής-λογής. Οι διαρήχτες είχανε ξεσηκώσει τα χαλιά, τα κοσμήματα, τις κουβέρτες, ό,τι δηλαδή έχει και μεγαλύτερη αξία και αξιοποιείται ευκολότερα στο παζάρι, χωρίς να κινεί τις υποψίες.

Τα παιδάκια αρχίσανε να μαζεύουνε. Ένα μαντηλάκι, μια σάρπα φτάνανε για να ντύσουνε τις κούκλες τους. Μα η όρεξη έρχεται τρώγοντας κ’ η έμπνευση έρχεται γράφοντας. Πήρανε πολύ περισσότερα απ’ όσα τους χρειαζόντανε. Όχι για τον εαυτό τους μα για τις… κόρες τους! Το μητρικό φίλτρο είναι μεγάλη υπόθεση. Μόνο θυσίες ζητάει.

Αλλά σαν παιδιά που ήσαν, παινευτήκανε στην παρέα των συνομήλικών τους. Κ’ επιδείχνανε και τις κούκλες τους ντυμένες στα μεταξωτά σαν πριγκίπισσες. Έτσι η δουλειά μαθεύτηκε, οι νοικοκυρέοι καταγγείλανε τα παιδάκια κι άρον-άρον τα πήγανε στον ανακριτή.

– Βρε καλώς τα τα μυξιάρικα! είπε ο λειτουργός της Θέμιδος μόλις είδε τα τρία κοριτσάκια μπροστά του. Για να ιδούμε τι έχετε κάνει.

– Τίποτα!
– Πώς τίποτα! Εδώ τα χαρτιά λένε πως σπάσατε την πόρτα και μπήκατε μέσα σε ξένο σπίτι και κλέψατε.
– Ψέματα! Η πόρτα ήτανε σπασμένη.
– Και ποια από τις τρεις σας είναι η αρχηγίνα;

Τα παιδιά κοιταχτήκανε. Το περίεργο είναι πως δε νιώθανε κανένα φόβο.

– Η «μάννα» θέλετε να πείτε;
– Ναι, η «μάννα».
– Μα η «μάννα» βγαίνει με το πετραδάκι. Όποιος χτυπήσει τη φούχτα που κλει το πετραδάκι, αυτός βγαίνει «μάννα» στα παιχνίδια.
– Μα εδώ δεν ήτανε παιχνίδι. Ήτανε κλεψιά!
– Μπα!

Και σκάσανε στα γέλια.

– Εμείς δεν κλέψαμε τίποτα. Όλα τα… βρήκαμε.
– Σε ξένο σπίτι.
– Αμ τι! Στο δικό μας το σπίτι θέλατε;
– Θαρρώ πως εσύ η μεγαλύτερη έβαλες και τις άλλες να μπείτε μέσα… Εσένα θα βάλω φυλακή.
– Όχι εγώ! Εκείνη. Εκείνη μου έδωσε και μένα.
– Ψέματα! Δε θυμάσαι που με παρακαλούσες να σου δώσω κείνο το μεσοφόρι; Κ’ εγώ δε σου το ‘δινα και συ με είπες «τσιγκούνα»;
– Καλά! Όλες σας φταίτε. Όλες θα πάτε φυλακή.

Τα μωρά σκάσανε πάλι στα γέλια.

– Και τι τα κάνατε τα πράματα;
– Τα κόψαμε και ράψαμε φουστάνια για τις κούκλες μας.
– Τότε θα κατάσχω τις κούκλες σας!

Ποιος είδε το θεό και δεν τον εφοβήθηκε! Τα μωρά αρχίσανε να κλαίνει «γοερώς».

– Όχι τις κούκλες μας! Βάλτε εμάς φυλακή!

Τότε γυρίζει και λέει ο ανακριτής στο γραμματέα του να έρθει ο χωροφύλακας να τις πάει στο υπόγειο να τις φάνε τα ποντίκια. Ήρθε ένας άλλος υπάλληλος ως δήθεν χωροφύλακας. Τα έπιασε από το χέρι κι άρχισε να τα τραβάει.

Τότε μονάχα καταλάβανε πως τα πράματα ήτανε σοβαρα! Και πατήσανε τα κλάματα ξανά.

– Φοβούμαστε τα ποντίκια. Δεν θα το ξανακάνουμε… μπάρμπα!
– Μα τον… Άη Βασίλη!

Κώστας Βάρναλης
Εφημερίδα «Η Πρωΐα», 1 Γενάρη 1944

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.