«ΥπΑρχει και πολυθόρυβα κινείται ανάμεσά μας ένας νέος λόγιος, δηλαδή: ποιητής, κριτικός, αισθητικός, απολογητής του κινηματογράφου, άκριτος θιασώτης και κακός εφαρμοστής κάθε μοντερνισμού, του ιστορικού υλισμού, του φροϋντισμού και πλάστης φιλολογικών παραλογισμών ανεύθυνος και κάποτε διασκεδαστικός. Τ’ όνομά του Καλαμάρης. […]Τα βάρβαρα, τα κακογραμμένα, τα παρδαλά, τ’ ασυνάρτητα ποιήματα που ξεφουρνίζει είναι τα συμβολικά λουλούδια της γενικής του κακομοιριάς, σερβίρει ρωσική σαλάτα, αμάθεια, έλλειψη γούστου, ανικανότητα».

Με αυτόν τον εντυπωσιακό λίβελο, ο Ανδρέας Καραντώνης –ο προεξάρχων κριτικός της γενιάς του ’30– υποδέχεται «πανηγυρικά» στο περιοδικό «Ιδέα» το 1933 τον ρηξικέλευθο ποιητή, διανοητή και τεχνοκριτικό Νικόλα Κάλας ή Νικήτα Ράντο ή Μ. Σπιέρο, κατά κόσμον Νικόλαο Καλαμάρη (1907-1988), που μόνο τυπικά μπορεί να θεωρηθεί πως ανήκει στην εν λόγω γενιά, καθώς στάθηκε ολοκληρωτικά απέναντί της, διαφοροποιήθηκε ριζικά από τον ελληνοκεντρισμό της και την ιδέα της «ελληνικότητας» και στηλίτευσε τον τρόπο που αυτή προσέγγισε τη λαϊκή τέχνη.

Κι αν σήμερα μας φαίνεται διασκεδαστική η χολερική κριτική του Καραντώνη, ωστόσο, είναι ενδεικτική των σφοδρών αντιδράσεων που προκάλεσε η εμπρηστική παρουσία του Κάλας, όχι μόνο στο συντηρητικό λογοτεχνικό κατεστημένο αλλά και στους κόλπους της αριστερής διανόησης της εποχής, τόσο με τα αιχμηρά του άρθρα όσο και με τα άκρως πρωτοποριακά του ποιήματα, με αποτέλεσμα σταδιακά να απομονωθεί και το έργο του να αποσιωπηθεί. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, θα εγκαταλείψει την Ελλάδα και θα μετακομίσει στην Αμερική, όπου θα καταξιωθεί με το ψευδώνυμο Nicolas Calas ως διεθνούς φήμης θεωρητικός της τέχνης και τεχνοκριτικός.

Θα είναι από τους πρώτους που θα μιλήσουν θετικά για τον Καβάφη και θα αναγνωρίσουν την αξία του, όταν ακόμα όλη η γενιά του ’30 ήταν αρνητικά διακείμενη απέναντί του.

Γεννημένος στη Λωζάννη το 1907 από μεγαλοαστική οικογένεια, σε βρεφική ηλικία θα εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου θα σπουδάσει στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, θα γίνει μέλος της «Φοιτητικής συντροφιάς» και του «Εκπαιδευτικού ομίλου» του Γληνού. Αν και ο πατέρας του ήταν κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, ο ίδιος θα αποκηρύξει τις αρχές της τάξης του και θα προσανατολιστεί προς την Αριστερά. Η Μικρασιατική καταστροφή και η εγκατάσταση προσφύγων στην Ελλάδα, θα τον συγκλονίσουν και θα τον αφυπνίσουν. Έφηβος ακόμα, θα έρθει σε ρήξη με τον πατέρα του όταν εκείνος θα επιχειρήσει να διώξει από τον κήπο του σπιτιού τους πρόσφυγες που είχαν βρει κατάλυμα εκεί. Θα ασπαστεί τις θέσεις του τροτσκισμού αρχικά και θα στραφεί στον φροϋδομαρξισμό στη συνέχεια, κρατώντας, ωστόσο, μια αιρετική στάση απέναντι στις θέσεις του Κόμματος και απορρίπτοντας τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Σταθερά αντιδραστικός, θα προκαλέσει με τις απόψεις του όχι μόνο τον κύκλο του περιοδικού των «Νέων Γραμμάτων» αλλά και τους ορθόδοξους μαρξιστές συνοδοιπόρους του στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» και θα ασκήσει έντονη πολεμική με τα εριστικά κείμενά του που θα τα υπογράφει με το ψευδώνυμο Μ. Σπιέρος. Θα είναι από τους πρώτους που θα μιλήσουν θετικά για τον Καβάφη και θα αναγνωρίσουν την αξία του, όταν ακόμα όλη η γενιά του ’30 ήταν αρνητικά διακείμενη απέναντί του.

Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος υπήρξε από τους ελάχιστους υποστηρικτές του, στα «Ανοιχτά χαρτιά» εικονογραφεί γλαφυρά το πορτραίτο του: «Με το ψευδώνυμο Μ. Σπιέρος γέμιζε τα περιοδικά με λιβέλους πύρινους και κριτικές ανελέητες. Και μήτε που μπορούσες να τον πιάσεις σε τίποτε. Ήταν ο πιο πληροφορημένος, ο πιο δεινός βιβλιοφάγος της διεθνούς αγοράς. Πολύ προτού τον γνωρίσω προσωπικά τον παρακολουθούσα παντού, στους δρόμους, στο προαύλιο του Πανεπιστημίου, στις αίθουσες των διαλέξεων, να κυκλοφορεί με άνεση και κάποια προκλητικότητα στο ύφος και στο ντύσιμο, πανύψηλος καθώς ήτανε, με άταχτο μαλλί, χτυπητά χρωματιστά πουκάμισα και ρολογάκι στην κομβιοδόχη».

Σε αυτά τα πρώτα άρθρα, τα δημοσιευμένα την περίοδο του μεσοπολέμου («Κείμενα ποιητικής και αισθητικής», εκδόσεις Πλέθρον, επιμ. Αλέξανδρος Αργυρίου, 1982), πέρα από την λογοτεχνία και την πολιτική, ο Κάλας καταπιάνεται με αρκετά προωθημένα για την εποχή πεδία, όπως ο κινηματογράφος και τα σπορ. Ακόμα και σήμερα, αν ανατρέξει κανείς σ’ αυτά, θα εντυπωσιαστεί από την ευρύτητα του πνεύματος και την πολυμάθεια, την κριτική οξύνοια, την πρωτοτυπία της σκέψης, την αδογμάτιστη προσέγγιση, την τόλμη και την παρρησία του.

«Τρέμεις μην εκραγούν στα χέρια σου»

Το 1932, εκδίδεται στην Αθήνα από τις εκδόσεις «Πυρσός» (στο εξώφυλλο αναγράφεται ως έτος έκδοσης το 1933) και με το ψευδώνυμο Νικήτας Ράντος η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ποιήματα». Από το 1933 μέχρι το 1936 δημοσιεύει τέσσερις μικρές συλλογές εκτός εμπορίου: τα «Τετράδια» Α´, Β´, Γ´ και Δ’. Τα ανοίκεια ποιήματά του, τόσο μορφικά όσο και θεματικά, που ενσωματώνουν ιδέες του υπερρεαλισμού και του φουτουρισμού με πολλά πεζολογικά στοιχεία και είναι σε ελεύθερο στίχο, θα σκάσουν σαν βόμβα στο αρτηριοσκληρωτικό περιβάλλον: «Τρέμεις μην εκραγούν στα χέρια σου» θα γράψει γι’ αυτά ο Οδυσσέας Ελύτης, προλογίζοντας αργότερα το 1977 την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του «Οδός Νικήτα Ράντου».

Απογοητευμένος από τη μηδαμινή αποδοχή του έργου του, ακόμα και από κοντινούς του φίλους, και τους πολύ στενούς πνευματικούς ορίζοντες της Αθήνας, όπου έχει επιβληθεί πλέον από το ’36 η δικτατορία του Μεταξά, ο Κάλας το 1938 θα εγκατασταθεί στο Παρίσι. Άκρως διαφωτιστική για το σχεδόν εχθρικό κλίμα απέναντί του είναι η αλληλογραφία εκείνης της περιόδου με τον Γιώργο Θεοτοκά («Γιώργος Θεοτοκάς – Νικόλας Κάλας Μια αλληλογραφία», επιμ. Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου, εκδ. Πρόσπερος, 1989»). Εκεί απευθύνει συχνά παράπονα, που τα διανθίζει με πικρό αυτοσαρκασμό, για το γεγονός ότι οι ομότεχνοί του στην Αθήνα τον αγνοούν επιδεικτικά: «Ρώτησε τον Δημαρά – αν δεν εψόφησε ακόμα – όποιοι με αγνοούν είναι ψόφιοι για μένα (πες του το) – αν έλαβε το δέμα με τα βιβλία και πόσα έλαβε». «Τι γίνεται ο Νικολαρεΐζης και γιατί όπως τόσοι άλλοι άλλωστε δε μου έγραψε όταν έλαβε το βιβλίο μου;» «Όλοι οι φίλοι μου στην Ελλάδα με έχουν ξεχάσει. Το καταλαβαίνω. Τι έκανα για να τους θυμίσω την ύπαρξή μου;»

Στο Παρίσι θα σχετιστεί με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και τον Μπρετόν και θα εκδώσει το 1938 στα γαλλικά το εμβληματικό θεωρητικό έργο του “Foyers d’ incendie” («Εστίες πυρκαγιάς», εκδ. Gutenberg,μετ. Γιάννα Σαββίδου, πρόλογος Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, 1997), για το οποίο ο Μπρετόν θα τον αποκαλέσει ως ένα από τα «πιο φωτεινά και τολμηρά πνεύματα» της εποχής και ο Λέων Τρότσκι, στον οποίο το βιβλίο θα φτάσει μέσω του Μπρετόν, θα του στείλει επιστολή, εκδηλώνοντας την ευαρέσκειά του για το περιεχόμενο:

«Το βιβλίο με ενδιαφέρει πολύ. Βεβαιώθηκα ότι καταδιώκετε τον μυστικισμό, πράγμα που είναι διπλά παρηγορητικό. Γιατί η εποχή μας είναι αντιδραστική και γιατί είχα πάντοτε τον φόβο μήπως ο υπερρεαλισμός έχει κάποια κλίση προς τον μυστικισμό» (μετ. Αντώνης Λιάκος).

Η εξέγερση, στην ψυχική της ουσία, είναι ο έρωτας. Ο εξεγερμένος είναι το κοινωνικό πρόσωπο του τέλειου ερωτευμένου. Α γ α π ώ σημαίνει ε ί μ α ι ε π α ν α σ τ ά τ η ς

Στις «Εστίες Πυρκαγιάς», ο Κάλας ξεκινώντας από ζητήματα αισθητικής, θα αγγίξει θέματα που άπτονται της πολιτικής, της θρησκείας, της ψυχανάλυσης και της φιλοσοφίας, ασκώντας κριτική από τις κοινωνικές δομές μέχρι την Τέχνη, και θα καταλήξει σε ένα φλογερό μανιφέστο χειραφέτησης του σύγχρονου ανθρώπου:

«Η εξέγερση, στην ψυχική της ουσία, είναι ο έρωτας. Ο εξεγερμένος είναι το κοινωνικό πρόσωπο του τέλειου ερωτευμένου. Α γ α π ώ σημαίνει ε ί μ α ι ε π α ν α σ τ ά τ η ς. Ο έρωτας είναι η κατεξοχήν ηθική μορφή της επανάστασης. Η πολιτική θα εξαφανιστεί όταν θα έχει εξαφανιστεί το κράτος, ο έρωτας θ’ αναπτυχθεί ελεύθερα, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να είναι επαναστάτες, γιατί η εξέγερση δε θα τελειώσει με τη διάλυση του οιδιπόδειου συμπλέγματος, που θα συμβεί με την κατάλυση της πατρικής εξουσίας· αντίθετα, τότε θα γίνει η εξέγερση τρομερότερη».

Σε μία σταθερή πορεία προς δυσμάς, μετά από ένα χρόνο παραμονής στη Λισαβόνα, θα φτάσει το 1940 στη Νέα Υόρκη, όπου θα εγκατασταθεί μόνιμα, και θα αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα το 1945. Εκεί θα εκδώσει το 1942 το μείζον –αμετάφραστο μέχρι τώρα στα ελληνικά– έργο του “Confound the Wise” (Μωραίνετε τους σοφούς), θα επιμεληθεί εκθέσεις, θα εργαστεί ως συνεργάτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia και στο Fairlegh Dickinson του New Jersey, θα πρωταγωνιστήσει στην αποδοχή και διάδοση της Ποπ Αρτ, θα συνεργαστεί με έγκριτα περιοδικά τέχνης όπως τα “View”, “Art News”, “Art International”, “Arts Magazine”, “Art in America”, “Art Forum”, “Kulchur” κ.α. και άλλα και θα εκδώσει και άλλα σημαντικά δοκίμια όπως: «Η τέχνη την εποχή της Διακύβευσης» (Η τέχνη την εποχή της διακύβευσης και άλλα δοκίμια», εκδ. Άγρα, 1997, μετ. Ανδρέα Παππά), “Icons and images of the Sixties”, “Surrealism pro and Con”, “Transfigurations”. Στα κείμενά του θα ασχοληθεί με πάρα πολλά θέματα και καλλιτέχνες, όπως την πειραματική ζωγραφική των δεκαετιών ’60 και ’70, την Action Painting, και τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό αλλά και με τον Ιερώνυμο Μπος και τη βυζαντινή εικονογραφία. Το παρελθόν αφορά τον Κάλας όσο και η πρωτοπορία, όχι όμως σαν μνημειακό απολίθωμα και φολκλορική ενασχόληση αλλά πάντα σε μία ζωντανή και αμφίδρομη σχέση με το μέλλον: «Ακολουθώ το παρελθόν που πάει μπροστά μου», «Καταφεύγω στην Ιστορία/Άραγε μας θέλει;» «Το μεταχθές με το προαύριο δύσκολα συνδέεται» ομολογεί μέσω της ποίησής του.

Όπως σημειώνει καίρια ο Νάνος Βαλαωρίτης για τον τεχνοκριτικό Κάλας στο κείμενό του «Ο πρωτοπόρος Έλληνας ποιητής και τεχνοκριτικός»: «Η βαθιά καλλιέργειά του τού επιτρέπει να πηδάει αιώνες και πολιτισμούς με άνεση. Δεν έχει τίποτα απ’ τον δογματισμό ή τη συστηματοποίηση του ιστορικού της τέχνης, την οποία συχνά κατακρίνει. Μοιάζει ανάμεσα στους αμερικανούς συναδέλφους του ως ένας οραματιστής, που συνεχώς ανιχνεύει τα απόμακρα όρια του ορίζοντα, με το άγχος της προσδοκίας, χαρακτηριστικό του ευρωπαίου διανοουμένου και καλλιτέχνη αντίθετα με τον αμερικανό για τον οποίον το παρόν είναι το παν, και που μάλλον υποφέρει από το άγχος της επίδρασης από το παρελθόν».

Στην Ελλάδα θα επιστρέψει τη δεκαετία του 1960 για ένα μικρό χρονικό διάστημα και μετά τη μεταπολίτευση, για να ξαναφύγει για τη Νέα Υόρκη, όπου θα παραμείνει μέχρι τον θάνατό του το 1988. Θα συνεργαστεί με τα περιοδικά «Πάλι» του Βαλαωρίτη το 1963, με το «Χνάρι» του Αντρέα Παγουλάτου το 1975, το με την αντιδικτατορική εφημερίδα «Αντίσταση» που εξέδιδε στο Λονδίνο ο Μιχάλης Ράπτης (Pablo) με τον οποίο τον συνέδεε φιλική σχέση το 1968 και με το περιοδικό «Για τον Σοσιαλισμό» του ιδίου το 1978-79.

Το 1977 θα εκδοθεί στην Ελλάδα η συγκεντρωτική «Οδός Νικήτα Ράντου» από τις εκδ. Ίκαρος που θα περιέχει τα εκτός εμπορίου «Τετράδια» του και τις συλλογές «Συλλογή Α΄, Β΄ και Γ΄», για την οποία θα του απονεμηθεί το Κρατικό βραβείο ποίησης. Το 1983 εκδίδεται και πάλι από τις εκδόσεις Ίκαρος η τελευταία του συλλογή «Γραφή και φως» που περιέχει τα ποιήματα του 1933 και ποιήματα γραμμένα μετά το 1977. Μετά τον θάνατό του μεταφράζονται και κυκλοφορούν στα ελληνικά ποιήματα που έγραψε στα γαλλικά από το 1937 μέχρι το 1940 και η αλληλογραφία του με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς («Δεκαέξι γαλλικά ποιήματα και αλληλογραφία με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς», μετ. επιμ. και σημ. Σπήλιος Αργυρόπουλος – Βασιλική Κολοκοτρώνη, εκδ. Ύψιλον, 2002).

Την ατίθαση και άναρχη στάση του, πάντα υπέρ της ρήξης και του σχίσματος και τη σθεναρή αντίστασή του σε περιοριστικά σχήματα και στεγανά, αυτός ο πιο πρωτοπόρος και από τους πρωτοπόρους του καιρού του, τις πλήρωσε ακριβά, τόσο με την αναγκαστική μετοίκησή του στη Δύση όσο και με την σκανδαλώδη αποσιώπηση που έπεσε βαριά πάνω στο έργο του. Ακόμα κι αν δεν μιλάγαμε για ένα τέτοιου βεληνεκούς πολυεπίπεδο και ριζοσπαστικό έργο, και μόνο για τις «Εστίες Πυρκαγιάς», θα αρκούσε να μπει στο πάνθεον των Ελλήνων διανοητών. Ο Κάλας δεν είναι ασφαλώς ο πρώτος ούτε κι ο τελευταίος που αναγκάστηκε να πάρει των ομματιών του και να μεγαλουργήσει σε μία άλλη χώρα. Η σειρά από διανοούμενους και καλλιτέχνες που δεν αναγνωρίστηκαν, παραγνωρίστηκαν, διώχθηκαν ή ήταν δυσανάλογα μεγάλου μεγέθους για να τους χωρέσει η μικροπρεπής και κοντόφθαλμη θεώρησή μας δεν είναι δα και μικρή· Καστοριάδης, Αξελός, Παπαϊωάννου και Πουλαντζάς, για να αναφέρουμε μερικές μόνο περιπτώσεις με κοινές αναλογίες με τον Κάλας. Η απουσία του υπήρξε δυσαναπλήρωτη, κάτι, ωστόσο, που μόλις την τελευταία δεκαετία μοιάζει να έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό, καθώς όλο και περισσότερο εκδίδονται βιβλία σχετικά με το έργο του και μεταφράζονται ξενόγλωσσα δικά του, πραγματοποιούνται συμπόσια, εκθέσεις και αφιερώματα.

Πολλά θα είχαμε να κερδίσουμε, αν καταφέρναμε να εμβαθύνουμε σε κάποιους από τους πυλώνες της σκέψης του: αντιδογματισμός, ρήξη με κάθε είδους κατεστημένο, κοσμοπολιτισμός, συναίρεση αντιθέτων, δημιουργικές αντινομίες, απέχθεια για τη στείρα προγονολατρεία, ενοποιητική ματιά πάνω στην τέχνη, δυναμική σχέση παρελθόντος-μέλλοντος και Δύσης-Ανατολής, πίστη στην αναγεννητική δύναμη της φαντασίας, στο άρρητο και το αίνιγμα που κρύβει κάθε έργο τέχνης και στην ανάγκη ανάδειξης από τον κριτικό:

Το ποίημα δεν ακούει ούτε βλέπει
ξαναδιαβάζεται. Τανύν λειτουργεί καλύτερα
όταν δε μυθολογεί κι αποκαλύπτει σχίσματα
ελευθερίας κι αγάπης αναγέννηση.

1980

(Γραφή και Φως)

Δεν είναι εύκολο να εξετάσει κανείς συνολικά, σε όλο το βάθος και το πλάτος, αυτήν την ρευστή, ακατάτακτη, πολυσύνθετη μορφή που συνιστά τον Νικόλα Κάλας. Χαρακτηρισμοί που κατά καιρούς του έχουν αποδοθεί, όπως «μαρξιστής», «φροϋδιστής», «τροτσκιστής», «υπερρεαλιστής», μόνο εν μέρει τον περιγράφουν. Μπορεί όμως να επιδιώξει να φωτίσει μερικές γωνιές από τη λαμπρή πορεία του, φιλοδοξώντας να εισπράξει ως αντίδωρο έστω και μία σπίθα από την εκτυφλωτική sui generis ιδιοφυΐα του. «Δεν γράφω για να διαβαστώ, αλλά για να ξαναδιαβαστώ» είχε πει. Ας γίνει ευκαιρία, λοιπόν, αυτό το αφιέρωμα να ξαναδιαβαστεί γι’ άλλη μία φορά, όπως κι ο ίδιος επιθυμούσε, διαισθανόμενος ίσως την παραγνώριση και επανανακάλυψη που του επιφύλλασε ο χρόνος, και με την ελπίδα, πως κι αν έχει χαθεί προς στιγμήν μέσα στους δαιδάλους της ιστορίας, θα αναγεννηθεί, δείχνοντάς μας τον δρόμο προς το «μεταχθες» και το «προαύριο», μέσω της ζωντανής και πολύτιμης παρακαταθήκης του πνεύματός του και της αδάμαστης ελευθερίας του:

Σε μια διασταύρωση τέμνει
η τύχη την ιστορία
σε άλλη την αγάπη.
Έτσι ξαναγεννιέται η Ελευθερία.

1980
(Γραφή και Φως)

.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ειρήνη Γιαννάκη γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1979. Σπούδασε Βιβλιοθηκονομία. Κείμενά της και βιβλιοκριτικές έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Η αλφαβήτα των πραγμάτων» κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Μελάνι.