ΔΕν ήταν οικονομικοί οι λόγοι που έκαναν τον Μικρό να κλέβει τα μολύβια των συμμαθητών του. Όχι ότι ήταν και κάνα πλουσιόπαιδο, αλλά τα βασικά, ίσως και κάτι παραπάνω απ’ αυτά, μπορούσαν να του τα παρέχουν οι γονείς του. Στο κάτω-κάτω, ποιος είχε τέσσερα ζευγάρια παπούτσια, ένα για κάθε εποχή; Μόνον ο Μικρός. Και ποιος είχε σχολική τσάντα («σάκα» τη λέγανε τότε) από δερματίνη; Και ποιος φορούσε ρολογάκι που βρέξει χιονίσει έδειχνε τρεις και τέταρτο ακριβώς; Και ποιος βαριόταν τόσο πολύ τον βαρετό μπαμπά του και κουραζόταν με την κουραστική μαμά του και δερνόταν απ’ τον μεγάλο αδερφό του και κρεμόταν απ’ τον μικρό εαυτό του; Μόνον ο Μικρός. Δεν του έλειπαν δηλαδή τα μεγαλεία, έστω και λιγάκι ελαττωματικά, ούτε οι περιπέτειες, έστω και λιγάκι αναμενόμενες. Διαφορετικά κίνητρα τον έκαναν να κλέβει τα μολύβια των συμμαθητών του, τα οποία και θα αποσιωπηθούν για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουν εξακριβωθεί. Από την άλλη, δεν είναι ανάγκη να υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι πίσω από το καθετί. Τα πράγματα μερικές φορές απλώς συμβαίνουν, και το κάνουν τόσο αθόρυβα, τόσο ύπουλα, θα τολμούσε να πει κανείς, ώστε ενώ μπορείς άνετα να ανακαλέσεις την αφορμή της αρχικής σου εμπλοκής μαζί τους, είναι μάλλον αδύνατο να προβλέψεις το δίκτυο των δικών τους προθέσεων, μες στο οποίο βλέπεις να γίνεσαι κάτι που ποτέ δεν είχες φανταστεί ότι μπορείς να γίνεις.

Έτσι και με τον Μικρό. Ούτε καν ως κλέφτης δεν ξεκίνησε. Από αφηρημάδα και βιασύνη έκλεισε στο τετράδιό του το μολύβι που του δάνεισε ο διπλανός του, ένα μαύρο καταδαγκωμένο faber, που όχι να το κλέψει δεν θα του περνούσε απ’ το μυαλό αλλά ούτε να το αγγίξει, γιατί ο διπλανός του Μικρού είχε στραβά και κίτρινα τα δόντια με το οποία δάγκωνε το μολύβι, κι είχε χοντρά και λιπαρά τα δάχτυλα με τα οποία το έπιανε, κι είχε το καθόλου τυχαίο παρατσούκλι «Ασβός» με το οποίο τον φώναζαν, αλλά αν σου τελειώνει το στυλό διαρκείας την ώρα που διδάσκει ο Αραούζης, ο όνομα και πράμα φιλόλογος, έτσι ατσούμπαλος και ασουλούπωτος που ήτανε, συμβιβάζεσαι με το μολύβι που σου πασάρει ο διπλανός σου, γιατί ο Αραούζης, μπορεί κατά τα λοιπά να είχε χάλια μαύρα κι αδιόρθωτα, αλλά δίδασκε την Ιστορία με έναν τρόπο που καθιστούσε περιττό το διάβασμα στο σπίτι. Λίγο να πρόσεχες και να σημείωνες αυτά που υπαγόρευε, κι ήσουν έτοιμος. Όμως η Ιστορία διδασκόταν την τελευταία ώρα της τελευταίας μέρας της βδομάδας, κι όταν χτυπούσε το κουδούνι, καμία διδακτική δεινότητα δεν μπορούσε να ανακόψει το πανδαιμόνιο που ακολουθούσε: καρέκλες σπρώχνονταν προς τα πίσω, θρανία προς τα μπρος, πόδια με λυσσώδη βιασύνη τρέχανε προς τα έξω, μην ξέροντας καλά-καλά προς τα πού θέλουνε να πάνε, αλλά νιώθοντας ακριβέστατα από πού θέλουνε να φύγουνε.

Τίποτα το εξαιρετικό ως εδώ, ούτε και λίγο αργότερα, όταν ο Μικρός επέστρεψε στο σπίτι και διαπίστωσε ότι από τη φούρια του είχε κλείσει το μολύβι του Ασβού στο τετράδιο της Ιστορίας, κι αρχικά σκέφτηκε να το πετάξει το βρομομόλυβο, αλλά στη συνέχεια το μετάνιωσε και το έβαλε στην κασετίνα για να το επιστρέψει στον ιδιοκτήτη του, σιγά το πράγμα, γίνονται αυτά, γεμάτη είναι η κοιλιά της λήθης από τέτοια μικρά συμβάντα κι από τέτοιες φευγαλέες σκέψεις, που αδιάφορο, γι’ αυτό και αδύνατο, να ανακληθούν έστω και λίγη ώρα αργότερα, θα πρέπει κάτι δυναμικό και αναπάντεχο να συνδεθεί μαζί τους και να τα διασώσει απ’ τον ισόβιο ενταφιασμό τους, όπως κι έγινε, κι ήταν αυτό ακριβώς που έκανε τον Μικρό να ψιθυρίσει «Έλα Παναγία μου!» με τα μάτια καρφωμένα στο ανοιχτό τετράδιο, και συγκεκριμένα στις λίγες λέξεις που πρόλαβε να γράψει με το δανεικό μολύβι, καλλιγράφος σταθερά, δεν τίθεται θέμα, μα όχι πλέον ορθογράφος –ποιος; Αυτός, που διαισθανόταν την ορθή γραφή ακόμα και λέξεων που αγνοούσε, Με τίποτα εγώ, αναφώνησε ο Μικρός, «Με τίποτα εσύ» συμφώνησε το νεκροφανές ρολογάκι του και προσπάθησε να το φωνάξει, μα το μόνο που κατάφερε ήταν ένα υποτονικό και σχεδόν αντανακλαστικό τικ που ούτε καν ως το τακ δεν άντεξε να πάει, τρεις και τέταρτο σταθερά, «Με τίποτα αυτός» παραδέχτηκαν μεταξύ τους όλες οι ορθογραφημένες σελίδες όλων των ορθογραφημένων τετραδίων του, σύμφωνοι όλοι, ωστόσο ποιος διάολος ήταν αυτός που είχε γράψει με τον γραφικό χαρακτήρα του Μικρού και με το άθλιο μολύβι του Ασβού «Έτια Β΄ Ελυνηκού Απεικυζμού»; Νά μια καλή ερώτηση…

Αλλά υπάρχει κι άλλη. Ερώτηση: τα δάκρυα του Μικρού την ώρα που διάβαζε σαστισμένος τα «έτια» πηγάζανε από την αφύσικη ανορθογραφία του ή από την υπερφυσική της μουσική υπόκρουση; Γιατί υπήρχε κι αυτό, υπήρχε μουσική καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της μικρής ανορθόγραφης σκηνής, υπήρχε μουσική που έβγαινε απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα του αντικρινού σπιτιού, στο οποίο λίαν εσχάτως είχε εγκατασταθεί ο καινούργιος διοικητής της Αστυνομίας, κι έμπαινε στο ανοιχτό παράθυρο του δωματίου που βρισκόταν ο Μικρός, μουσική ολοκληρωτικά ακατανόητη, με όργανα ασυνήθιστα και με φωνές μάλλον παρεξηγήσιμες, «στο διάολο, με τις γκαρίδες» λέγανε οι άλλοι για τις αντρικές φωνές, «στο διάτανο, με τις τσιρίδες» και για τις γυναικείες, αλλά ο Μικρός, έναν μήνα τώρα που είχε εγκατασταθεί η μουσική στο απέναντι σπίτι, κάθε φορά που την άκουγε αισθανότανε να καταλαμβάνεται πλήρως από ένα είδος λύπης εξακολουθητικά ανοίκειο αλλά και ακατανόητα ευπρόσδεκτο, γιατί δεν θύμιζε σε τίποτα τη λύπη που ένιωσε όταν βρήκε φολιασμένο τον Άργο του –κι αχ, ποιος θα τον περίμενε όταν θα επέστρεφε απ’ τις δικές του μάχες;– ούτε και θύμιζε τη λύπη αλλά και την ντροπή απ’ τα χάχανα των συμμαθητών όταν προσγειώθηκε στ’ αφτί του το «Πού βόσκεις, ρε κωθώνι;» του μαθηματικού, με συνοδεία κατραπακιάς που τον εκσφενδόνισε μισό μέτρο απ’ το θρανίο του, ή τη λύπη από τα «άχρηστε» του πατέρα του και τα «βλαμμένε» του αδερφού του, κι από εκείνο το «γιατί δεν είσαι σαν τους άλλους;» της μάνας του, μα είναι πολλοί οι άλλοι, με ποιον απ’ όλους θα ’πρεπε να μοιάζει, και απορία πιο λυπημένη απ’ αυτή δεν είχε ο Μικρός, και λύπη πιο απορημένη δεν ήταν να τον τρώει, γι’ αυτό και απολάμβανε τα καινούργια δάκρυα, γιατί ήταν λυπημένα μα είχαν κι ηδονή, κι ήταν απορημένα μα είχανε και γνώση, τίποτε απ’ όλα αυτά ξεκάθαρο μέσα του, εκτός ίσως απ’ την ανάγκη του για κάλυψη, όχι φύσεως νομικής μα μάλλον αστρονομικής, ένα αστέρι, ας πούμε, που να σκεπάζει τον Μικρό με μαύρο φως (μα έλα τώρααα) ή, έστω, να προχωρούσε τόσο η επιστήμη, ώστε αν κάποιος τον κοίταζε, να γινόταν να μην μπορούσε να τον δει, κι αν κάποιος μιλούσε γι’ αυτόν, να μην μπορούσε να τον πει, ή να προχωρούσε τόσο η ηθική, ώστε κι αν ακόμα με (πολλή) αγάπη κάποιος τον επικαλούνταν, να μη φανέρωνε ποτέ και σε κανέναν το όνομά του (έγινε, Μικρέ), κανείς ποτέ να μη μάθαινε ποιος ήταν αυτός που έκλαιγε σαν πρώιμος άντρας στο παιδικό του το δωμάτιο, γιατί κατά κάποιον τρόπο δεν άντεχε να βλέπει τις ανορθογραφίες του, που δεν τις αναγνώριζε, και κατά κάποιον άλλο τρόπο δεν άντεχε ν’ ακούει τη μουσική που αλλόκοτα δεν γνώριζε, δηλαδή θα στοιχημάτιζε ότι δεν την είχε ξανακούσει ποτέ στο παρελθόν, όμως δεν θα ’παιρνε και όρκο ότι το παρελθόν του ήτανε κάτι άλλο απ’ αυτήν ακριβώς τη μουσική που ο ίδιος δεν τη γνώριζε.

Αρκετά σαστισμένος από τις ανορθογραφίες του, απολύτως μαγεμένος από τη μουσική τους υπόκρουση, περιήλθε πλέον σε μια κατάσταση σχεδόν εκστατική όταν από το παράθυρό του είδε να βγαίνει στο μπαλκόνι τού απέναντι σπιτιού μια γυναίκα και να στέκεται όρθια κρατώντας, αν έχεις τον θεό σου, ένα τσιγάρο αναμμένο. Αν ήταν αυτή η γυναίκα τού καινούργιου διοικητή της Αστυνομίας δεν το ήξερε, αν ήταν αυτή που όλοι τη λέγανε ξινή, δεν ήθελε να το πιστέψει, αλλά αν ήταν αυτή που την περιγράφανε σαν τέρας, δεν είχε κανένα λόγο να συμφωνήσει μαζί τους. Πολύ ψηλή, πολύ λεπτή, πολύ κομψή για τέρας, πολύ τυλιγμένη από τις μουσικές και τα τραγούδια που συνήθιζε να ακούει, πολύ ταιριαστή μ’ αυτά, στο όριο της ιδεώδους τους εξεικόνισης, ο Μικρός την κοιτούσε χάσκοντας, εντοπίζοντας στη φιγούρα της όλα όσα είχε αισθανθεί για τη μουσική που χάρις σ’ αυτήν ανακάλυπτε: ξένη κι αμετάφραστη, μα ανεξήγητα οικεία.

Δεν συναντήθηκαν τα μάτια τους. Το τσιγάρο πετάχτηκε στον δρόμο, το τραγούδι τέλειωσε, κι αν κάποιο άλλο το διαδέχτηκε, δεν θα ακουγόταν καθαρά, γιατί η γυναίκα μπαίνοντας στο σπίτι, έκλεισε πίσω της την μπαλκονόπορτα. Το βλέμμα του Μικρού επέστρεψε στις τερατώδεις του ανορθογραφίες κι όλως αιφνιδίως, μες στην αφόρητη πλέον ησυχία του δωματίου του, αισθάνθηκε παράταιρος, αταίριαστος με όλα, στο έλεος δυνάμεων που ανέτρεπαν οτιδήποτε μέχρι εκείνη τη στιγμή αντιλαμβανόταν ως φυσικό, αρμονικό ή αναμενόμενο. Αν λίγο ακόμα στεκόταν έτσι, σαν κεραυνός που χτυπήθηκε από δέντρο, σίγουρο το ’χε πως θα σκάσει.  Ξαναπήρε το δανεικό μολύβι στα δάχτυλά του, το κράτησε οριζόντια κι έβαλε το νύχι του στις εσοχές που είχαν προκαλέσει τα δόντια του Ασβού. Μετά το στερέωσε κάθετα κι έγραψε στο ανοιχτό τετράδιο της Ιστορίας: «Κλέφτις μολιβιόν». Περιέργως, ετούτη τη φορά δεν αισθάνθηκε καμία έκπληξη. Απεναντίας, χαμογέλασε –και κάτι πιο πολύ απ’ αυτό: συγκατένευσε με όλο του το είναι στο σχέδιο που συνέλαβε και που το έβαλε σ’ εφαρμογή την πρώτη κιόλας μέρα της καινούργιας εβδομάδας, όταν στο σχολείο πολύ συνειδητά, καθόλου κατά λάθος, έκλεψε το δεύτερό του μολύβι από κάποιον συμμαθητή. Και ήταν πράγματι το δεύτερο, γιατί το πρώτο, επίσης ηθελημένα, δεν το επέστρεψε τελικά ποτέ στον κάτοχό του, γι’ αυτό και προσμετράται στα κλεμμένα.

Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, οπότε και, μαζί με το χτικιάρικο του Ασβού, είχε σουφρώσει εννέα μολύβια συνολικά (δουλειά που διεκπεραίωνε με επαγγελματική ευσυνειδησία, αφού δεν επέτρεπε στον εαυτό του την κλοπή άνω τού ενός μολυβιού ανά βδομάδα, ποτέ περισσότερα, ποτέ συχνότερα), ο Μικρός, πρώτη φορά στη μέχρι τότε συνονόματη ζωή του, είχε σχηματίσει επιτέλους μια κάποια ιδέα για τον εαυτό του, μάλλον μεγάλη, σίγουρα ικανοποιητική, μια ιδέα που ευχαρίστως θα έβαζε τα δυνατά του για να την κάνει και διαρκή. Και πρώτα απ’ όλα, αισθανόταν να τον κατακλύζει η δύναμη από τον έλεγχο τόσο του εαυτού του όσο και των άλλων. Κάθε φορά που με την πειθαρχημένη του περιοδικότητα έκλεβε ένα μολύβι, ήταν σίγουρος πως υφάρπαζε και κάτι από την ψυχή τού κατόχου του. Ατυχώς, το δεύτερο μολύβι που έκλεψε τον μπέρδεψε λιγάκι, γιατί μόνο σχήματα μπορούσε να φτιάχνει μ’ αυτό, κύκλους, τετράγωνα, τρίγωνα όλων των ειδών, αμβλυγώνια κι οξυγώνια, ισόπλευρα και σκαληνά, μα όμως, ναι, πώς δεν το σκέφτηκε, ο Φωτάκος ήταν αστέρι στη Γεωμετρία, τι άλλο θα μπορούσε να γράφει το μολύβι του στα χέρια του Μικρού; Ωστόσο, η απόλυτη επιβεβαίωση πως το κόλπο δουλεύει ήρθε με τα μολύβια του Πανούλη και της Ρηνούλας, γιατί δεν υπήρχε καμία απολύτως πιθανότητα να γράψει με το χέρι του ο Μικρός «Θα μπορούσα να περάσω όλη μου τη ζωή τρώγωντας σαλιγκάρια στιφάδο» ή να γράψει «Νομίζω πως… αγαπάω… αλιότικα… τον ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ!!!!!» παρά μόνο κρατώντας τα κλεμμένα μολύβια βλαμμένων κατά κανόνα συμμαθητών, με εξαίρεση ίσως το Φροσάκι, το μολύβι της οποίας φάνηκε να ταιριάζει με τα δάχτυλα του κλέφτη του: «Όταν βρέχει είμαι πιο περισσότερο λυπημένη από όταν δεν βρέχει». «Κι εγώ, Φροσάκι» ψιθύρισε ο Μικρός.

Όλη αυτή η ιστορία με τα μολύβια ήταν μέσα του απολύτως συνδυασμένη με τις συγκινήσεις που του έρχονταν απ’ το απέναντι σπίτι. Αλλά δεν θα μίλαγε σε κανέναν γι’ αυτές, γιατί ήταν παθός και μαθός. Είχε δει τις προκοπές του όταν φόρα παρτίδα πριν από έξι χρόνια έκανε πρόταση γάμου στον Φωτάκο τον γεωμέτρη. Ο Φωτάκος ενημέρωσε σχετικά τους γονείς του, οι γονείς του Φωτάκου τούς γονείς του Μικρού, και οι γονείς του Μικρού τον Μικρό, ο πατέρας μέσω λουρίδας και η μάνα μέσω μιας εξακολουθητικής φρικίασης στο πρόσωπο που για μέρες είχε αντικαταστήσει τη γνωστή και μάλλον φιλικά προσκείμενη προς αυτόν μορφή της. Αλλά και πριν από τρία χρόνια, στην τετάρτη δημοτικού πια, όταν είχε πει στο Φροσάκι «Θες να φιληθούμε;», το Φροσάκι, αντί να πει ναι ή όχι, έτρεξε πανικόβλητο στην παρέα των φιλενάδων της, δεν άνοιξε το στόμα της και μπράβο της, αλλά, κάτω από τα επίμονα «τι έγινε;» και «τι έχεις;» των άλλων κοριτσιών, έκανε τη βλακεία να δείξει με το δάχτυλο τον Μικρό, που στεκόταν αποσβολωμένος λίγα μέτρα μακριά, και κάθου γύρευε τώρα οι άλλες τι φαντάστηκαν, κι έκαναν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από το Φροσάκι, ένα κλοιό που, θες στο μυαλό του Μικρού θες στ’ αλήθεια, δεν λέει τρία ολόκληρα χρόνια μετά ν’ ανοίξει.

Πφφφ, κορίτσια. Τι σχέση έχουνε με τη δική του τη γυναίκα, που ακούει τις πιο ωραίες και σπάνιες μουσικές, που ξέρει να καπνίζει χωρίς να βήχει και που ξέρει να κοιτάζει έναν άντρα στα μάτια και να του χαμογελάει χωρίς ανόητες ντροπές και που, πάνω απ’ όλα, ξέρει να κάνει τη συνάντηση το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, παρά τα εμπόδια που βρίσκει, γιατί την πρώτη φορά που χαμογέλασε από το μπαλκόνι της στον Μικρό, αυτός εξαφανίστηκε από το παράθυρο, εμβρόντητος από την ίδια του την ενστικτώδη άρνηση σ’ ό,τι πιο πολύ επιθυμούσε να συμβεί, μα όταν συνέβη αποδείχτηκε απελπιστικά ανέτοιμος. Ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Αλλά μήπως έβαλε μυαλό; Όταν μετά από λίγες μέρες βγήκε για το καθιερωμένο της απογευματινό τσιγάρο έχοντας στη διαπασών το πιο ωραίο απ’ όλα τα ωραία τραγούδια που συνήθιζε να ακούει, ο Μικρός έτρεξε απ’ την κουζίνα, όπου βρισκόταν, στο παράθυρο κι αντί να της ανταποδώσει τον χαιρετισμό που του έστειλε, τραβήχτηκε απότομα πάλι προς τα πίσω κλείνοντας συγχρόνως τα παντζούρια, σφαλίζοντας τα τζάμια, τραβώντας την κουρτίνα, κρύβοντας μέσα στις παλάμες του το τρομαγμένο του πρόσωπο. «Ηλίθιε» ήταν το μόνο που του άξιζε ν’ ακούσει, κι ήταν αυτό ακριβώς που επαναλάμβανε στον εαυτό του.

Αν δεν επέμενε να φορά το σταματημένο του ρολόι, θα είχε άραγε μια πιο συνετή σχέση με τον χρόνο ή θα ένιωθε πως η ώρα θα είναι πάντα τρεις και τέταρτο, μεσημέρι κατά προτίμηση, και ο μήνας θα είναι πάντα ο Οκτώβριος, ο πιο θερμός των τελευταίων χρόνων, σύμφωνοι, αλλά ο Νοέμβριος αποδείχτηκε ο πιο βροχερός και ο Δεκέμβριος ο πιο κρύος, πράγμα που σημαίνει πως τέρμα τα ανοιχτά παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες, τέρμα οι μουσικές και τα τραγούδια, τέρμα τα χαμόγελα και τα νεύματα από τη θεϊκή γυναίκα, που πλέον ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο πως είχε αισθήματα γι’ αυτόν, κι η απόδειξη ήταν ότι τις ελάχιστες φορές που έβγαινε από το σπίτι της, πολύ βιαστική στο μπακάλικο, λιγότερο στο μανάβικο, απόμακρη τις λίγες φορές που παρευρέθηκε στον κυριακάτικο εκκλησιασμό, αυστηρή πλάι στον ένστολο άντρα της, ποτέ κοιτάζοντας στα μάτια του κανέναν, παρίστανε πως δεν γνωρίζει τον Μικρό, που έπαιρνε θέση στο οπτικό της πεδίο, πιο δειλά αρχικά, τολμηρότερα αργότερα, κάτω απ’ τη μύτη της κάποια στιγμή, όταν οι γονείς του μόλις την προηγούμενη Κυριακή, με το σχόλασμα της εκκλησίας, πλησίασαν τον άντρα «Καλημέρα σας, κύριε διοικητά» και τη συμβία του «Κυρία διοικητού, πώς είστε;» κι ο κύριος διοικητάς κάτι μουρμούρισε, αλλά η συμβία του ούτε που τους έδωσε σημασία, προς μεγάλη ενόχληση του πατέρα του «Μα τι ξινή» και προς ειλικρινές χολόσκασμα της μάνας του «Ξιπασμένη και προσβλητική» και προς πλέρια αγαλλίαση του Μικρού «Τη σχέση μας καλύπτει. Αυτή η γυναίκα ξέρει να κρατάει μυστικά».

Την τελευταία πριν από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές μέρα στο σχολείο, ο Μικρός έκλεψε το δέκατο μολύβι –της Κικίτσας. Του μένανε άλλοι οχτώ συμμαθητές αλλά έξι μολύβια ακόμα, γιατί ο ένας χρησιμοποιούσε μόνο στυλό, και ο άλλος είχε μηχανικό μολύβι, μεταλλικό και μάλλον ακριβούτσικο, κι ο κλέφτης ενδιαφερόταν απλώς για τις ψυχές των στόχων του, όχι για τα τιμαλφή τους. «Κάτι μου λέει πως αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα τα ξεχάσω ποτέ» έγραψε η Κικίτσα με το χέρι του Μικρού, ο οποίος όλως τυχαίως σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο από τη στιγμή που άκουσε τους δικούς του να λένε ότι οι απέναντι, τουτέστιν «ο εκλεκτός κύριος διοικητής μετά τής δυστρόπου συζύγου του, θα μεταβούν εις την πρωτεύουσαν δια τας εορτάς». Σε κανονικές συνθήκες, ο Μικρός θα αναρωτιόταν γιατί κάθε φορά που ο πατέρας του μιλούσε για επιφανείς συμπολίτες του έβαζε ακόμα και στη γλώσσα του γραβάτα. Τουλάχιστον η μάνα του δεν έχανε το στυλ της: «Στα τσακίδια –δεν λέω, μωρέ, για τον χριστιανούλη, αλλά για κείνη την πικραγγουριά που σέρνει πλάι του. Εδώ μού κάθεται» (δείχνει λαρύγγι). Τώρα όμως οι συνθήκες δεν ήταν κανονικές, γιατί ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων, η γυναίκα θα ετοιμαζόταν να φύγει, οπότε ο Μικρός προλάβαινε δεν προλάβαινε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του, σύμφωνα με το οποίο, και με αφορμή τα κάλαντα, θα πήγαινε στο σπίτι της με σκοπό να καλύψει το χαμένο έδαφος όλων του των οπισθοχωρήσεων –εκείνων των δύο δηλαδή, ο καιρός δεν επέτρεψε περισσότερες. Θα της μιλούσε για τα κλεμμένα του μολύβια, θα της αποκάλυπτε τις μαγικές τους ιδιότητες και θα της χάριζε κάποιο απ’ αυτά, μπορεί και όλα, εξασφαλίζοντας τον απεριόριστο και ισόβιο θαυμασμό της. Θα έπρεπε λοιπόν να αποφασίσει γρήγορα αν θα την περίμενε να επιστρέψει από τις διακοπές, έχοντας αυτός στο μεταξύ καταστρώσει ένα καινούργιο σχέδιο προσέγγισης, ή αν θα πήγαινε τώρα, χωρίς κανένα πρόσχημα, μόνος, άντρας στα δεκατρία του, όχι βέβαια όπως ο αδερφός του, που ήταν τέσσερα ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερος, δώδεκα πόντους ψηλότερος, δεκαπέντε κιλά βαρύτερος και, το χειρότερο, γεμάτος τρίχες σε σημεία που ο Μικρός ούτε στο όνειρό του δεν τις είχε δει ακόμα στο δικό του σώμα, ωστόσο άντρας, γνώστης και κάτοχος πραγμάτων θαυμαστών. Ε όχι, δεν είχε καιρό για χάσιμο.

«Λίγο νωρίς δεν ήρθες για τα κάλαντα;» Αν είσαι μεγάλος, καταλαβαίνεις την ειρωνεία, αλλά αν είσαι μικρός, και συγκεκριμένα ο Μικρός, αν έχεις βγει από το σπίτι σου προπαραμονή Χριστουγέννων με την πεποίθηση ότι ξεκινάς έναν ηράκλειο άθλο, αν δεν έχεις ούτε καν ακουστά τη λέξη «μύηση» αλλά την αισθάνεσαι να μουδιάζει κάθε κύτταρο της μπερδεμένης σου ύπαρξης, αν βιώνεις αντεστραμμένα την ίδια σου τη χειρονομία κι αισθάνεσαι πως δεν είσαι εσύ που χτυπάς ένα κουδούνι αλλά είναι η Μοίρα που σου χτυπά την πόρτα, παμ παμ παμ πααααμ, τότε τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς και απαντάς κανονικά σε μια κανονική ερώτηση: «Δεν ήρθα για τα κάλαντα»

– Μάλιστα… Πώς σε λένε, μικρέ;

-(Της είπε.)

-Και για τι ήρθες;

Δεν της είπε. Δεν ήξερε. Και το διαπίστωσε εκείνη τη στιγμή. Κοντά της. Μπροστά της. Δεν ήξερε διότι δεν τον ήξερε. Ούτε που τον είχε προσέξει. Μα του είχε χαμογελάσει! Ίσως αφηρημένα. Μα τον είχε χαιρετίσει! Ίσως μηχανικά. Ό,τι εκείνη τη στιγμή κρατούσε όρθιο στα πόδια του τον Μικρό ήταν η δύναμη από τα κλεμμένα μολύβια που έσφιγγε στη χούφτα του αλλά κυρίως το συνέπαρμα απ’ το τραγούδι που έβγαινε ορμητικό μέσα από το σπίτι της και τον έβρισκε κατευθείαν στον στέρνο. Όταν άκουσε τη γυναίκα να τον ρωτά «Για στάσου, εσύ δεν είσαι ο μικρός των απέναντι;» κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, αντί να της πει «Θα ’πρεπε να το ξέρεις!» και βρήκε αυτή να είναι η ντροπιαστικότερη απ’ όλες τις οπισθοχωρήσεις που είχε κάνει μέχρι τότε. Χειρότερα δεν θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα: άγνωστος αυτός για τη γυναίκα και άγνωστο το τραγούδι γι’ αυτόν. Να γινόταν τουλάχιστον να μάθει τι μπορεί να λέει με τη λυπημένη και ρωμαλέα του φωνή αυτός ο άντρας που τραγουδούσε. Ας μάθαινε τουλάχιστον αυτό.         

-Αλήθεια, τι λένε;

-Ποιοι;

-Τα λόγια του τραγουδιού που ακούγεται μέσα από το σπίτι σας.

-Καλά, πες μου τώρα, να τρελαθώ τελείως, ότι σ’ αρέσει και η όπερα.

-Ποια είναι αυτή;

-Αυτό που ακούς.

-Αυτός είναι άντρας.

-Καλά, άσ’ το. Άντε όμως, λέγε τι θες γιατί βιάζομαι.

-Τίποτα… Σκέφτηκα ότι ίσως σας άρεσαν αυτά. Θα μπορούσα να σας δώσω όποιο θέλετε –ή και όλα!

-Αυτά είναι μολύβια και, απ’ ό,τι βλέπω, χρησιμοποιημένα. Πώς φαντάστηκες ότι μπορεί να μου αρέσει κάποιο απ’ αυτά;

-Δεν είναι σαν τ’ άλλα. Έχουνε κάτι μαγικό.

-Τι μαγικό έχουνε, ρε πουλάκι μου, αυτά τα πράγματα;

-Γράφουνε αυτά που σκέφτουνται το Φροσάκι, ο Φωτάκος, ο Ασβός και άλλοι.

-Ο ασβός; Ποιοι άλλοι; Τι ακριβώς μού λες, αγόρι μου;

Έλα ντε! Τι ακριβώς της έλεγε και, κυρίως, τι ακριβώς του έλεγε; Αλλά, πάνω απ’ όλα, τι ακριβώς έλεγαν αυτές οι τόσο λυπημένες γυναικείες φωνές που διαδέχτηκαν την αντρική και λίγο ακόμα θα του φέρνανε δάκρυα στα μάτια; 

-Τι είπανε τώρα αυτές; Ξέρετε;

-Μα βεβαίως! «Κανείς δεν θα μάθει το όνομά του, κι εμείς θα πρέπει, αλίμονο, να πεθάνουμε, να πεθάνουμε». Είναι ο χορός από το Nessun Dorma, τη φημισμένη άρια τής «Turandot». Βρίσκω πολύ περίεργο το ότι ενδιαφέρεσαι γι’ αυτά…

-Ποιανού το όνομα δεν θα μάθει κανείς;

-Μα του πρίγκιπα Κάλαφ, περί αυτού πρόκειται.

-Κι αφού δεν θα το μάθει κανείς, εσείς πώς το ξέρετε;

-Χαχα! Όλα μαθαίνονται στο τέλος.

-Χωρίς να κλέψεις τίποτα;

-Παρντόν;

Τι σήμαινε πάλι αυτό; Και γιατί το είπε έτσι; Γιατί δεν του μιλούσε στη γλώσσα του; Και γιατί λέγοντας αυτό το «μπαρντόν;» (έτσι το άκουσε ο Μικρός) έγειρε το κορμί της προς αυτόν τόσο απειλητικά και τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια λες και ήταν κάνας κλέφτης κανονικός; Δεν ήταν κλέφτης. Είχε, ή νόμιζε ότι είχε, βρει έναν τρόπο να μαθαίνει τι σκέφτονται και τι αισθάνονται οι άλλοι. Ποιος κανονικός κλέφτης θα έκλεβε μολύβια και μάλιστα χρησιμοποιημένα; Όχι, δεν το άξιζε να τον κοιτάει με τόση απορία, λες κι ήταν δεινόσαυρος, και με τόση περιφρόνηση, λες κι ήταν μυγάκι. Ελπίζει μόνο να μη της πέρασε από το μυαλό ότι τη φοβήθηκε όταν της είπε «Άσε με!» κι έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του. Πληγωμένος ναι, φοβισμένος όχι. Προσβεβλημένος απολύτως, ειδικά όταν την άκουσε να φωνάζει ξωπίσω του «Δεν ήρθα εγώ στην πόρτα σου. Α μα πια!…»

Μαύρα Χριστούγεννα. Στο δικό του σπίτι, οι καθιερωμένοι γιορτινοί καβγάδες. Στο απέναντι σπίτι, η μουσική φευγάτη. Τα κλεμμένα του μολύβια γράφανε όσα ήδη ήξερε: σχήματα, σαλιγκάρια, βροχές λυπητερές και βρωχές ανορθόγραφες. Και πάντα στο τέλος, όλων τα μολύβια να σχηματίζουν την ίδια λέξη: «Σκατούλες». Ή τα θύματα κλοπής σκέφτονταν όλως τυχαίως και συγχρόνως το ίδιο ή ο κλέφτης νόθευε με τη διάθεσή του τη διάθεσή τους. Σε κάθε περίπτωση, το κόλπο δεν δούλευε. Τα κλεμμένα μολύβια πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Δεν τους άξιζε τίποτα καλύτερο.

Ματαιοπονούσε. Τίποτα, απολύτως τίποτα δεν πήγαινε όπως το είχε σχεδιάσει και απολύτως τίποτα δεν ήταν όπως το είχε νομίσει. Η ιστορία της ζωής του. Κι ίσως όχι μόνο της δικής του. Λίγες μέρες αργότερα, ο διοικητής θα επέστρεφε μόνος από τις διακοπές στην πρωτεύουσα. Θα διέδιδε, καθόλου πειστικά, πως «Η συμβία ησθένησε και παρέμεινε εις το άστυ προκειμένου να δεχθεί τας εξειδικευμένας υπηρεσίας των ιατρών άμα και τας φροντίδας των οικείων της». Πολλοί θα υποψιάζονταν τι είχε πράγματι συμβεί, μα μόνο στο σπίτι του αγοριού θα προσκομιζόταν και το αδιάψευστο τεκμήριο. Ένα βράδυ, ο διοικητής επισκέφτηκε το καφενείο που είχε ο πατέρας του Μικρού για «ένα κονιακάκι», αλλά το ένα έφερε τ’ άλλο κι όλα μαζί τη βουβή μέθη και την παραπαίουσα φυγή του, αργά πια μες στη νύχτα, έχοντας πλέον καταφέρει να ξεχάσει όχι μόνο τα γραμμένα στο χαρτί που όλη την ώρα διάβαζε, αλλά και το ίδιο το χαρτί πάνω στο τραπέζι του καφενείου. Παρά τα μέτρα ασφαλείας, ήρθε σχετικά εύκολα και σε γνώση του Μικρού η επιστολή (το ότι ουδέποτε είχε βάλει χέρι στο συρτάρι όπου φυλάσσονταν χρήματα και κοσμήματα, δεν σημαίνει πως δεν ήξερε πού είναι κρυμμένο το κλειδί με το οποίο ανοίγει), κι αυτό θα ήταν το πιο μυστήριο πράγμα που είχε ως τότε διαβάσει, γιατί δεν καταλάβαινε πώς μια γυναίκα μπορούσε να γράφει σ’ έναν άντρα πόσο πολύ τον αγαπούσε, πόσο πολύ τον εκτιμούσε, πόσο πολύ θα τον θυμόταν για όσο ζούσε, αλλ’ όμως «…Ω Τίμων, είμεθα καταδικασμένοι να επιστρέφουμε εκεί όπου ποτέ δεν καταφέραμε να πάμε. Προσπάθησε να με συγχωρέσεις. Σε φιλώ πολύ και σ’ αποχαιρετώ. Η Ανθή σου».

Μα ο Μικρός δεν ξέρει ακόμα τίποτα για όλα αυτά που θα αποτελούσαν το μεθεόρτιο γλέντι της πόλης του. Πώς να ξέρει; Ακόμα είναι Χριστούγεννα, μαύρα Χριστούγεννα, μόνο βλάκες σαν τους δικούς του θα τα βρίσκανε ωραία: «Αχ, τι υπέροχη μέρα» η μάνα του, «Ναι, ήλιος! Με δόντια βέβαια, αλλά ήλιος» ο πατέρας του, «Μέρα για τσάρκα. Δεν θ’ αργήσω» ο αδερφός του. Σκατούλες…

Ο Μικρός, μόνος στο δωμάτιό του, βάζει το μολύβι του στο στόμα και καπνίζει. Ανοίγει το παράθυρό του να βγει ο καπνός που του καίει τα μάτια και να μπει η μουσική που του δροσίζει την ψυχή. Μέσα απ’ το πυκνό χιόνι που πέφτει, μπορεί να διακρίνει κάτω στον δρόμο τον Άργο του που κυνηγάει την ουρά του. Ακόμα πιο καθαρά μπορεί να δει την πανέμορφη γυναίκα στο μπαλκόνι του αντικρινού σπιτιού. Το χιόνι είναι αθόρυβο, κι έτσι τον φτάνει απρόσκοπτα η ερώτησή της: «Έχετε ώρα;» Παλιό το κόλπο. Θα μπορούσε να βρει κάτι πιο πρωτότυπο για να τον προσεγγίσει. Αλλά αυτός είναι ιππότης. Κάνει πως δεν καταλαβαίνει τις αληθινές της προθέσεις και της απαντά: «Βεβαίως! Τρεις και τέταρτο». Μα δεν της φτάνει. Τον ρωτά αν είναι καινούργιος στην πόλη: «Δεν σας έχω ξαναδεί. Θέλετε να μου πείτε ποιος είστε;» Πού να της εξηγεί; Της χαμογελά και αποσύρεται στα ενδότερα του πύργου του. Προλαβαίνει να διακρίνει την απογοήτευσή της καθώς τον βλέπει να απομακρύνεται. Δεν θα νιώθει έτσι για πολύ. Σε λίγο θα διαβάζει με τρελή αδημονία την απάντησή του. Βγάζει από το στόμα του το τσιγάρο, το περνά στα δάχτυλά του και της γράφει:    

 «Με λένε Σουντ. Είμαι ο αγαπημένος ιππότης του πρίγκιπα Κάλαφ που κάποιοι στον χορό στ’ αλώνι είπανε ότι κανείς δεν ξέρει το όνομά του, αλλά εγώ που τον αγαπάω ξέρω ότι τον λένε Κάλαφ. Και μια φορά σ’ ένα δρακόσπιτο πολύ μακριά κάπου στο Τουνταταρότ ή κάπως έτσι γιατί δεν θυμάμαι και καλά πειδής ήτανε πολύ μακριά αυτό το μέρος, κάποιοι κακοί ανθρώποι που μάλλον δεν ήσαντε ανθρώποι αλλά δράκοι, κάποιοι κακοί δράκοι είχανε φυλακίσει τα κορίτσια που αγαπούσαμε, την Όπερα και την Άρια. Ήτανε πάρα πολύ όμορφη η Όπερα γιατί ήτανε δικιά μου, αλλά εντάξει και η Άρια καλή ήτανε και πήγαμε με τα άλογά μας και με τα σπαθιά μας να τις σώσουμε. Όταν φτάσαμε του κάνω τού Κάλαφ, Κάλαφ ήρθε η ώρα; Κι ο Κάλαφ μού λέει: Ναι Σουντ όρμα! Κι έτσι κι έγινε…»

Κι έτσι πήγαινε, μέχρι που τον φώναξε η μάνα του να ετοιμάζεται για φαΐ. Ο Μικρός σηκώθηκε από το τραπεζάκι του, απόρησε κι ο ίδιος με τα τόσα που είχε γράψει, δυσφόρησε κάπως που μερικά ήταν κλεμμένα, αλλά αναγνώρισε πως τα περισσότερα ήταν δικά του. Ολόδικά του. Και με το δικό του το μολύβι.   

 

Εικόνα: Lucian Freud – Head of a boy

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Μ.Σ. γεννήθηκε και ζει στην Κυπαρισσία. Οι «Προϊστορίες» (Μωβ Σκίουρος, 2016) είναι το πρώτο της βιβλίο.