Απόσπασμα από το δοκίμιο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη «Ά-νοστον ήμαρ· οδοιπορικό της σκέψης του Νικόλα Κάλας», εκδ. Άγρα, 1997, σελ. 21-24 (Κρατικό βραβείο δοκιμίου 1998). Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, η συγγραφέας, στην προσπάθειά της να ανιχνεύσει τα βαθύτερα αίτια της φυγής του Κάλας από την Ελλάδα, παραλληλίζει την περιπλάνησή του –τόσο κυριολεκτική όσο και διανοητική– με τις περιπέτειες των ηρώων του εμβληματικού «Μόμπυ Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ.
«Να φύγουμε, να φύγουμε»
από το Μόμπυ Ντικ του Μέλβιλ
«All that I ask for is to remain a stranger
wherever I happen to be»
από το ποίημα «Xmas-125th Street» του Ν. Κάλας
Αποχωρώντας από τη μεταξική Ελλάδα της γενιάς του ’30, από το πνεύμα της και τη γλώσσα της, ο Κάλας επωμίσθηκε μια περιπέτεια που το άχθος της μαρτυρείται στο βιβλίο του Foyers d’ incendie [Εστίες Πυρκαγιάς] που γράφει στο Παρίσι, όπου και εκδίδεται στα τέλη του 1938. Αλλά και σ’ άλλα κείμενα και γράμματα που θα γράψει αργότερα.
Τη δύναμη που χρειαζόταν για να αποφασίσει ο Κάλας τον εκπατρισμό του θα τη συσκοτίζαμε, αν καταφεύγαμε για να βρούμε το κίνητρο ή τη σημασία της σε εκδοχές που θα δικαιολογούσαν περισσότερο τη δική μας διανοητική ραθυμία. Ότι τάχα ο Κάλας ήταν ένας πλούσιος, αστός την καταγωγή, κοσμοπολίτης που μπορούσε να ταξιδεύει μια και δυο στο εξωτερικό και το έκανε έως ότου δώσει οριστική μορφή σ’ αυτήν την κακή συνήθεια, μία ανάμεσα σε τόσες άλλες των καλομαθημένων παιδιών. Σε τέτοιες εκδοχές θα καταφεύγαμε, αν σκοπός μας ήταν να διαφυλάξουμε το ισχύον, άκριτο και ανιστορικό καθεστώς των φιλολογικών μας πραγμάτων. Υπάρχουν φιλόλογοι και γραμματικοί στην Ελλάδα που ευτυχώς δεν το έκαναν· γιατί να το κάνουμε εμείς οι υποψιασμένοι αναγνώστες;
Έτσι, για να βυθομετρήσουμε και να καταλάβουμε την περιπέτεια της φυγής του που επωμίζεται ο Κάλας και να ’ναι προς όφελος της εμπειρίας μας, χρειάζεται να θυμηθούμε όχι μόνο την πρώτη σελίδα, όσο εύγλωττη κι αν είναι, αλλά και τις υπόλοιπες εννιακόσιες τόσες που αφιερώνει ο Μέλβιλ για να την καταγράψει προκειμένου να αποδώσει το βάρος της απόφασης του ήρωα «να πάρει των ομματιών του και να χαθεί… μια μέρα που στην ψυχή του είναι Νοέμβρης υγρός» (όχι χωρίς αντικειμενική αιτία) αντί να «ρίχνει χάμω τα καπέλα των περαστικών ή άσκοπες πιστολιές» ή ακόμα αντί «να ριχτεί στο σπαθί του, αν είναι Κάτων». Ο Walter Benjamin αυτό θα επιλέξει να κάνει, τις πρώτες φθινοπωρινές μέρες του 40, στην πιο σκοτεινή στιγμή του πολέμου. Αλλά κι άλλοι πολλοί. Ο Κάλας αντιμετωπίζει τον θάνατο σαν αντιστάθισμα στην τραυματική εμπειρία της γέννησης όπου ωθούμαστε από το ένστικτο της επιστροφής κι όταν όλες οι άλλες προσπάθειες για να ξεπεράσουμε αυτή την τραυματική εμπειρία νομίζουμε ότι έχουν εξαντληθεί.[1] Ελάχιστα χρόνια πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, δεν θα ριχτεί, λοιπόν, πάνω στο σπαθί του. [2]
Αντί γι’ αυτό θα ριχτεί στην περιπέτεια μιας περιπλάνησης που έχει το χαρακτήρα καταστρατήγησης της πλάνης, αφού η γνώση, την οποία με τόση ορμή φαίνεται να ορέγεται, παράγεται και διακινείται σε άλλα κέντρα, εκτός Ελλάδος, και θα πρέπει να ’χει το θάρρος κανείς να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή του, αν ολόκληρη η ζωή του είναι πράγματι το κυνήγι της φάλαινας που λέγεται γνώση. Τα κριτικά κείμενα που γράφει ο Κάλας για πάνω από δέκα χρόνια, από φοιτητής ακόμη και όσο θα παραμείνει στην πατρική γη, δεν αφήνουν καμιάν αμφιβολία για το γεγονός ότι υπήρξε, όντως, λάτρης της γνώσης και του φωτός, από κείνους τους λιγοστούς που επειδή πιστεύουν ότι τα βιβλία, κι όχι μόνον οι πολιτικοί θεσμοί ή οι μηχανισμοί διαχείρισης, είναι σε θέση να αλλάξουν τον κόσμο, αποφασίζει να αλλάξει πρώτα τον εαυτό του για να τα γράψει. Αφού τα βιβλία είναι υλικές δυνάμεις που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων, ιδιωτικά και δημόσια, αυτός που τα γράφει, χρειάζεται να καίει τα δάχτυλά του πριν πιάσει την πένα, να ξεβολεύεται, ν’ αλλάζει όχι μόνο δέρμα αλλά και την καρδιά του και τα νεφρά του, να θέλει να φεύγει και να μπορεί να το κάνει. Αλλά «φεύγω σημαίνει πεθαίνω λίγο» θα μας θυμίσει μέσα στις «Εστίες πυρκαγιάς».
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο που εκδίδεται στα τέλη του 1938, στο Παρίσι, ο αναγνώστης θα καταλάβει πολύ καλύτερα απ’ όσο προσπαθώ εγώ να του δείξω γιατί ο Κάλας, με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά που μετατρέπει την Ελλάδα σε μιαν ακόμη εστία του φασισμού που έχει ξεσπάσει, θα βγει στο δικό του κυνήγι φάλαινας. Αυτό το τρομερό θηρίο με το οποίο θέλει να αναμετρηθεί και να το νικήσει («γιατί νικά μόνον αυτός που αγαπά» θα πει) είναι η τέλεια γνώση, αυτή «που με τη μορφή νέας τετρακτύος σηματοδοτεί την απόλυτη μνήμη και την έσχατη κρίση».[3]
Αυτό που ίσως να μη σκεφτεί ο αναγνώστης, διαβάζοντας τις «Εστίες πυρκαγιάς», είναι ότι μια τέτοια περιπέτεια δε θα μπορούσε να τη φέρει σε πέρας μέσα στα όρια της ελληνικής πραγματικότητας του ’30 και στο πλαίσιο της ιδεολογίας που εξέθρεψε.
Σημ: Οι «Εστίες πυρκαγιάς» κυκλοφόρησαν στα ελληνικά το 1997 από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση της Γιάννας Σαββίδου και πρόλογο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη.
[1] Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο-απάντηση στην κριτική του Άλκη Θρύλου που δημοσιεύει στο περ. «Φοιτητική συντροφιά» το 1929, με τίτλο «Οι λιποτάχτες της ζωής».
[2] N. Calas, Foyers d’ incendie, εκδ. Denoël, Παρίσι 1938, σ. 219.
[3] Foyers d’ incendie, Denoël, Παρίσι 1938, σ. 48.