Ο γλύπτης και ζωγράφος Αλμπέρτο Τζιακομέττι (1901-1966) αποτελεί ορόσημο στη δυτική τέχνη του εικοστού αιώνα και δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Ένα χρόνο πριν φύγει από τη ζωή μιλάει στον Τώνη Σπητέρη. Συναντιούνται στο Παρίσι και παραχωρεί στον Έλληνα τεχνοκριτικό μια αποκλειστική συνέντευξη που θα φέρει τον τίτλο «Αλμπέρτο Τζιακομμέτι – Ο πρώτος υπερρεαλιστής γλύπτης». Την ίδια χρονιά, λίγο αργότερα μέσα στο 1965, δυο γλυπτά του Τζιακομέττι προγραμματίζεται να ταξιδεύσουν στην Αθήνα για τη Διεθνή Έκθεση Γλυπτικής στο λόφο των Μουσών (Φιλοπάππου). Σε όσα «αποκαλύπτει» ο Αλμπέρτο δεν λείπει ο αυτοσαρκασμός -ποιότητα που σήμερα δεν συναντά κανείς συχνά- καθώς και μια… πρόβλεψη πως «κάτι άλλο θα φανερωθεί που δεν θα ονομάζεται τέχνη».
Περισσότερα ακολούθως.
Ανταπόκριση Τώνη Σπητέρη
Ο Τζιακομέττι είναι Ελβετός, αλλά συγκαταλέγεται στις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της «Σχολής του Παρισιού» όπου είναι εγκατεστημένος σαράντα περίπου χρόνια τώρα. Γεννήθηκε στα 1901 στη Στάμπα (ιταλική Ελβετία) και παρέμεινε ως το 1922 στην Ιταλία. Πηγαίνοντας στο Παρίσι, δούλεψε στο ατελιέ του Μπουρντέλ. Κάπως αργότερα συνδέθηκε με την ομάδα των Υπερρεαλιστών. Το 1962 τιμήθηκε το με «Μεγάλο Βραβείο Γλυπτικής» στη Μπιεννάλε της Βενετίας. Έχει εκθέσει στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Με δυο χαρακτηριστικά έργα του, το «Κεφάλι» του 1927 της υπερρεαλιστικής περιόδου και μία «Όρθια γυναικεία φιγούρα» του 1960, θέλησε να αντιπροσωπευτεί στη Διεθνή Έκθεση Γλυπτικής των Αθηνών τον προσεχή Σεπτέμβριο [του 1965].
Τον συναντήσαμε στις δύο το μεσημέρι σ’ ένα γωνιακό καφενείο της οδού Αλεζιά. Όπως κάθε μέρα, μόλις είχε ξυπνήσει και έπινε τον διπλό καφέ του καπνίζοντας αδιάκοπα. Είναι πασίγνωστος στα γκαρσόνια και στην πελατεία και όλοι τού μιλούν φιλικά και με οικειότητα. Παρόλα τα σαράντα χρόνια της παρισινής ζωής του, η προφορά του παραμένει ιταλική και η συζήτηση γίνεται ανάμικτα στις δυο γλώσσες. Παρατηρώ το περίεργο τριγωνικό κεφάλι με τα έντονα χοντρά χαρακτηριστικά, τα αγαθά και έξυπνα μάτια που παίζουν διαρκώς ανήσυχα, κυρίως τα χέρια, πελώρια, εκφραστικά που πλάθουν το λόγο σαν να ήταν πηλός.
«Μ’ αρέσει να κάθομαι σ’ αυτή τη γωνιά», μου δηλώνει, «μέσα στο πανδαιμόνιο των Τζιού-μπόξ και τις φωνασκίες των νέων. Κυττάχτε το μηχανάκι: οι φιγούρες που αναβοσβήνουν, η διακόσμηση με τα γυμνά και τις ξανθιές ομορφιές. Ολόκληρος γνήσιος πίνακας ποπ-αρτ. Αν μπορούσα θα έκανα το ίδιο».
Τον κυττάζω με κάποια έκπληξη. «Ώστε εγκρίνετε το ποπ-αρτ;».
Γίνεται επιθετικός. «Τι θα πει αν εγκρίνω ή όχι; Η τέχνη, η οποιαδήποτε μορφή της τέχνης, παρουσιάζεται σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή και δεν έχει ανάγκη ούτε από την ευλογία μου ούτε κι από τη δικιά σας. Γίνεται, μεγαλώνει, αναπτύσσεται και πεθαίνει σαν τους ανθρώπους. Ύστερα, εσείς οι λόγιοι βρίσκετε δικαιολογίες, τα αίτια, αναλύετε λεπτολογώντας το έργο μας, μάς κάνετε ψυχανάλυση, κοινωνιολογία, μεταφυσική, φιλολογία. Σπάνια ζείτε το μόχθο μας, το χτικιό μας, την πράξη του τεχνίτη, την απογοήτευση μπροστά στα όσα θα θέλαμε να κάνουμε και στο αποτέλεσμα».
«Ίσως να έχετε δίκιο. Αλλά και η κάποια θεωρητική απόσταση που έχει ο κριτικός σε κάτι μπορεί να είναι χρήσιμη».
Χαμογελάει και προσθέτει: «Όταν το καλοσκέφτεσαι, είμαστε σαν τα αντρόγυνα. Τρωγόμαστε, ο καθένας νομίζει πως έχει το δίκιο με το μέρος του, πως αδικείται από τον άλλον που δεν τον καταλαβαίνει. Στο τέλος όμως δεν μπορούμε να χωρίσουμε τις τύχες μας και η μοναξιά μας παραμένει».
«Αυτό το αίσθημα της μοναξιάς αποδίνει πολύ το έργο σας».
«Είναι γιατί τόσο βαθιά τη νιώθω. Προσπαθώ να ζωντανέψω τις φιγούρες μου. Προσπαθώ δεκάδες χρόνια τώρα να φτιάξω μια τρισδιάστατη μορφή. Θάθελα τόσο να τις στρογγυλέψω, να δώσω όγκο. Ομολογώ πως έχω απογοητευτεί από την ανικανότητά μου».
Τον κυττάω με κάποια δυσπιστία. Είναι εξομολόγηση, ταπεινότητα ή χωρατεύει;
Σηκωνόμαστε για να πάμε στο εργαστήρι του. Δυο δρόμους παρακάτω, σε μια λησμονημένη από τους οικοδόμους μικρογειτονιά που διατήρησε τον παλιό χαρακτήρα του Μονπαρνάς, ένα γκρίζο σπίτι με μια γκρίζα πόρτα, μια στενή αυλή βρώμικη. Δεξιά, τρία δωμάτια. Στο πρώτο το ατελιέ. Ανοίγει η πόρτα και ένας κόσμος φανταστικός κι απίθανος παρουσιάζεται. Μεγάλα και μικρά μακρόστενα αγάλματα μισοτελειωμένα, σπασμένα όπου λάχει, ανάμεσα σ’ ένα φυτό που φύτρωσε από μια ρωγμή του τοίχου, τα καβαλέττα με τα χρώματα και την παλέττα του, τους πίνακες και τα σχέδια αραδιασμένα. Ένα ντιβάνι γεμάτο βιβλία και σκόρπια χαρτιά. Σπάνια είδα τόση γραφική ακαταστασία.
Με κυττάζει κοροϊδευτικά. «Μη νομίζετε. Μ’ αρέσουν τα καινούργια κτίρια. Είναι καθαρά και τακτοποιημένα. Αλλά δεν θα μπορούσα να ζήσω. Ίσως όταν πάψω να δουλεύω και πάρω σύνταξη από την τέχνη ν’ αποφασίσω να κατοικήσω σε κανένα μέγαρο».
Το λέει, αλλά δεν το πιστεύει. Κάθεται σ’ ένα ψηλό σκαμνί μπροστά σ’ ένα καβαλέττο μ’ ένα μικροσκοπικό κεφάλι γύψινο.
«Παιδεύομαι να το κάνω στρογγυλό. Αν αποτύχω κι αυτή τη φορά σταματάω, δεν θα κάνω πια γλυπτική. Κυττάχτε τα σχέδιά μου ή τα λάδια έχουνε βάθος, είναι τρισδιάστατα. Στον πηλό ή στο γύψο το χέρι μου δεν πάει».
«Με τη δαχτυλιά που παίζετε υποδηλώνετε το παιχνίδισμα του φωτός και της σκιάς, τον όγκο. Βέβαια, πρόκειται για μια ζωγραφική ερμηνεία. Πάντως υπάρχει».
«Ακριβολογήσατε λέγοντας ζωγραφική. Γεγονός είναι πως σε τελευταία ανάλυση, σήμερα αντιμετωπίζουμε ένα αδιέξοδο. Τι να πούμε και γιατί; Σε τι χρησιμεύει να κάνουμε ακόμη Τέχνη; Ποια η αποστολή της; Πόσοι τη χαίρονται και πόσους συνταράζει; Ένα ματς ποδοσφαίρου συγκεντρώνει χιλιάδες φανατικούς. Έξαλλοι ζητωκραυγάζουν, τσακώνονται, σκοτώνονται για ένα γκολ. Στα εγκαίνια της μεγαλύτερης έκθεσης, της πιο σημαντικής, οι μύστες μετριούνται στα δάχτυλα».
Σπάνια διακρίνεις, μέσα από τις τόσο απλές αυτές διαπιστώσεις, τόσες αλήθειες.
«Τότε τι πρέπει να γίνει; Να σταματήσουμε;».
«Αν είχαμε αρκετό θάρρος και λιγότερη υπεροψία θα το κάναμε. Οι νέοι, πιθανόν να βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα. Θα προχωρήσουν όπως προχωρήσαμε κι εμείς όταν είχαμε τα χρόνια τους και θα βρουν ασφαλώς κάποια έκφραση αντιπροσωπευτική των καιρών μας, της αγωνίας και της ελπίδας μας. Κάτι άλλο θα φανερωθεί που δεν θα ονομάζεται πια τέχνη. Καθώς άλλαξαν οι αντιλήψεις μας στην επιστήμη, στην ψυχολογία των ανθρώπων, στα αισθήματά μας, για ποιο λόγο θα πρέπει με το ζόρι να επιμένουμε πώς η αυριανή καλλιτεχνική δημιουργία θα είναι «κάποια παραλλαγή» της σημερινής; Ο τωρινός ρυθμός της ζωής αποδεικνύει το αντίθετο».
Χρόνια τώρα ο Τζιακομέττι παλεύει ουσιαστικά για να λύσει το ίδιο πρόβλημα. Η παραγωγή του σε γλυπτά είναι μετρημένη. Είναι ικανός να δουλεύει ένα μικρό κεφάλι μήνες.
Μου διηγείται πώς άρχισε. Στην Καλών Τεχνών της Γενεύης μένει μόλις τρεις μήνες. Ο καθηγητής του ήθελε να τον υποχρεώσει να τοποθετήσει «όγκους» σ’ ένα κεφάλι. Αυτός το έβλεπε σαν φύλλο. «Έμοιαζε στην αντίληψη σαν αυτό που θα δώσω για την έκθεση της Αθήνας», προσθέτει. «Η πραγματικότητα ποτέ δεν είναι η ίδια. Ο πολύς κόσμος αντικρίζει την τέχνη με τα μάτια των ακαδημαϊκών ζωγράφων ή των Εμπρεσσιονιστών, αν είναι πιο μοντέρνοι. Λόγου χάρη, όλοι νομίζουν πως ξέρουν τί είναι ένα κεφάλι, γιατί έχουν παραμείνει στο όραμα των ελληνορωμαϊκών προτομών. Πάντως εγώ δεν ξέρω τί είναι ένα κεφάλι».
Μου μιλάει και για τον πατέρα του, τον Τζιοβάννι Τζιακομέττι, εμπρεσσιονιστή ζωγράφο. Μαζί του επισκέφτηκε για πρώτη φορά το 1921 τη Βενετία όπου μένει κατάπληκτος μπροστά στα έργα του Αρσιπένκο «αρχιτρελού», όπως τον αποκαλούσαν. Στη Φλωρεντία ανακαλύπτει τους Αιγύπτιους και στην Ασσίζη τον Τσιμαμπούε «που έκανε σκόνη όλες τις πεποιθήσεις μου για την Αναγέννηση». Στη Ρώμη παραμένει και δουλεύει οχτώ μήνες.
«Είχα αρχίσει δυό προτομές που έμειναν ατελείωτες. Στο τέλος τις κατέστρεψα. Αυτά τα δυό γλυπτά προσπαθώ σήμερα, ύστερα από σαρανταπέντε χρόνια, να ξαναφτιάξω».
Το 1922 φτάνει στο Παρίσι και δουλεύει τέσσερα χρόνια στη Γκραν Σωμιέρ, στο εργαστήρι του Μπουρντέλ. «Από τότε η ιδέα μιας χρωματισμένης γλυπτικής με βασάνιζε. Γι’ αυτό σπίτι μου έβαζα χρώμα στους γύψους. Όταν θέλησα να δείξω τα έργα μου στο Μπουρντέλ, οι συνάδελφοί μου τρόμαξαν κι έβαλαν τις φωνές».
«Τότε αρχίσατε και τα πρώτα αφηρημένα σας γλυπτά, αν δεν κάνω λάθος;».
«Βέβαια. Είχα εκθέσει ένα κομμάτι στο Σαλόν των Τουιλερί στα 1925. Ο Μπουρντέλ μου είπε πως μπορούσα να το κάνω σπίτι μου. Όχι όμως και να το παρουσιάσω στο κοινό!».
«Ύστερα από λίγο γνωρίσατε την παρέα του Μπρετόν και τους Υπερρεαλιστές».
«Μάλιστα. Ένα από τα αόρατα αντικείμενα μου, ένα γλυπτό που άρεσε πολύ στον Μπρετόν, αναστάτωσε τη ζωή μου. Τα χέρια και το κεφάλι ανταποκρίνονταν στην ιδέα μου. Τα πόδια, τα στήθη φαίνονταν ακαδημαϊκά. Αποφάσισα λοιπόν να ξαναγυρίσω στη μελέτη από το φυσικό. Ό,τι και να έκανα όμως δεν ανταποκρινόταν στο μοντέλο που έβλεπα. Όλα αποχτούσαν άλλη διάσταση. Όταν κοιτάζω από μακριά έναν άνθρωπο να περπατάει στο δρόμο, οι διαστάσεις που βλέπω δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές του διαστάσεις. Προπολεμικά πίστευα σε σταθερές αξίες. Σήμερα ο κάθε μου περίπατος, με την κάθε ματιά στον έξω κόσμο μού αποκαλύπτει και μια καινούργια αλήθεια. Στην ποικιλία αυτή, στη συγκίνηση της στιγμής κρύβεται και η ομορφιά. Αιώνιος Οδυσσέας πάω προς την περιπέτεια και η μεγάλη περιπέτεια είναι να βρίσκεις κάθε μέρα κάτι το άγνωστο σ’ ένα πρόσωπο γνωστό, στα μάτια του είναι ένας απέραντος ορίζοντας που σου δείχνει το δρόμο προς το πέλαγος».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» στις 20 Ιουνίου 1965