Ο Γιάννης Παπαϊωάννου δεν μιλάει πολύ. Λέει λίγα λόγια και ζουμερά. Κάθε του λέξη και πενιά. Καλός και στοργικός για τους σεμνούς και τους μετρημένους. Σκληρός και ειρωνικός για όσους πήρανε «ψηλά τον αμανέ». Και πάντα ειλικρινής. Λέει τη γνώμη του στα ίσα μπας και ισιώσουν τα στραβά.

Αυτός, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Βασίλη Τσιτσάνη φτιάξανε το μεγάλο αμπέλι της λαϊκής μας μουσικής. Και για πολλά χρόνια (ακόμα ίσαμε σήμερα) από ‘κει έβγαινε το φίνο κρασί που «μεθούσε» τις καρδιές των απλών ανθρώπων που «εκτιμούσανε τους τραγουδιστές» και τους σεβόντουσαν γιατί με τα τραγούδια τους βρίσκανε ανακούφιση σε καημούς και σεκλέτια.

Με τον καιρό όμως το αμπέλι έμεινε ξέφραγο. Και τρυπώσανε πολλοί να πατήσουνε σε ξένα χωράφια. Μερικοί ήταν σοϊλίδικοι. Αυτοί δεν πειράζει. Καλά κάνανε και μπήκανε. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, είναι δημιουργήματα μεγάλων εταιριών. Φτιαχτές φωνές, ενισχυμένες από τα μηχανήματα της προόδου που και τον φάλτσο σού τον παριστάνουνε για ταλεντάρα.

35 χρόνια ο κυρ-Γιάννης ρίχνει βάλσαμο στις ψυχές των απλών ανθρώπων. Εννιακόσια τραγούδια βγήκαν από την καρδιά του και μπήκαν σ’ όλες τις γειτονιές. Σ’ όλα τα σπίτια. Κι έμεινε κι ο ίδιος απλός. Σεμνός νοικοκύρης και κάποτε παρεξηγημένος. Αλλά καθιερωμένος πλέον άρχοντας στο λαϊκό τραγούδι. Γι’ αυτό αν τη συνέντευξη αυτή τύχει και τη διαβάσουν τα «φαινόμενα» και τα «είδωλα» τα σημερινά να μη νοιώσουν άσχημα που τους τα λέει κοφτά και σταράτα αλλά ας σκεφτούν πως το τραγούδι δεν είναι (μόνον) «κονομησιά».

Καθίσαμε στο μικρό δωμάτιο. Στους τοίχους φωτογραφίες από το παρελθόν. Εδώ ο κυρ-Γιάννης, 16 χρονών παιδί με τη στολή τού τερματοφύλακα του «Φαληρικού» (πρόκειται για το σημερινό «Εθνικό» Πειραιώς). Εκεί ο κυρ-Γιάννης πιο μικρός ντυμένος Τσοληαδάκι. Πιο πέρα στρατιώτης. Στη μεγάλη φωτογραφία μαζί με τη Σοφία Λόρεν το 1956. Απέναντι μια ανάμνηση από τη Νέα Υόρκη. Στον απέναντι τοίχο ένα πιάνο κι ένα μπουζούκι. Πλάι μια παλιά σιφονιέρα γεμάτη δίσκους. Παλιούς δίσκους.

-Είχα κι άλλους. Η μάνα μου όμως έπιανε και τους χάριζε. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν όπως σήμερα. Τότες γράφαμε στα κεριά. Εκεί να σε είχα. Τέλος. Τι θες να ρωτήσεις;

-Γι’ αυτούς τους καινούργιους θέλω να μου πεις. Που παίρνουνε μεροκάματο εφτά, οκτώ χιλιάρικα κι έχουνε ο καθένας τέσσερα πέντε αυτοκίνητα….
-Άσε. Μη συζητάς. Εμείς δεν έχουμε ούτε πατίνι. Εγώ τότε (1951) έπαιρνα στην  «Τριάνο» του Χειλά δυόμισι κατοστάρικα και την γέμιζα πέντε φορές τη βραδιά. Φίρμα. Μόνος μου να πούμε. Και πιο μπροστά, στου Καλαματιανού έπαιρνα τα μισά.

-Οι καινούργιοι όμως λένε πως είναι οι καλύτεροι. Πως άλλοι σαν κι αυτούς δεν υπάρχουν…
-Είπαμε. Άμα θένε οι εταιρίες όλα γίνονται. Έχει τραγούδια αδικημένα, πολλά. Έχει φωνές αδικημένες. Πολλές.

-Κυρ-Γιάννη, θα ήθελα τη γνώμη σου για τη Μοσχολιού…
-Εν πάση περιπτώσει η Μοσχολιού, ε… κάτι κάνει. Τη Μοσχολιού «κάνει» (μιμείται) ο Κόκοτας. Εγώ άμα τον ακούω μπερδεύομαι. Τώρα, λέω, ποιος τραγουδάει από τους δύο; (Τραβάει μια ρουφηξιά τσιγάρο και συνεχίζει) Οι νέοι, μπορούμε να πούμε γι’ αυτούς ότι τους χάλασε το μεροκάματο το πολύ. Και δεν καταλαβαίνουν και τίποτα. Δεν ξέρουνε ιστορία του λαϊκού τραγουδιού και πως ανεβήκανε στα παλκοσένικα έτοιμοι. Εμείς κάναμε αγώνα… (ένας βαθύς αναστεναγμός φεύγει από τα στήθια του…)

-Υπάρχει; Κι αν υπάρχει ποιος νομίζεις ότι είναι ο διάδοχος στους άρχοντες του μπουζουκιού;
-Απ’ τα μπουζούκια κανείς. Μόνο απ’ το τραγούδι. Ο Μπιθικώτσης είναι καλός τραγουδιστής…

-Κι ο Καζαντζίδης;
-Άσε. Αυτός είναι «άλφα». Το «άλφα» του λαϊκού τραγουδιού. Αλλά δεν ξέρω τι ιδιοτροπία τον έπιασε και δεν ανεβαίνει πια στο πάλκο. Κατέβηκε άδοξα. Επιτρέπεται τώρα να το κάνει αυτό ο καλύτερος τραγουδιστής του λαϊκού τραγουδιού; Σε πειράζει που δεν τραγουδάει πια… (Ξαναθυμάται τα παλιά…) Τότε εμείς δεν είχαμε ούτε μικρόφωνο. Τραγουδάγαμε σκέτα. Και το μικρόφωνο κάνει τον τραγουδιστή θηρίο. Και τους δίσκους τους γράφαμε πάνω σε «κερί». Ενώ τώρα, ευκολίες πολλές. Σου κάνει τη φωνή πρίμο, μπάσο, όπως θέλεις… Ναι… Όπως θέλεις…


-Τότε παίρνατε μέρος σε αγώνες αυτοκινήτων;
-Μα τι λες τώρα; Και στο κάτω-κάτω τι να το κάνεις; Νάχω «Τζάγκουαρ» και νάρχουμαι πέμπτος; Εγώ τρέχω μ’ ένα σαράβαλο άμα είναι και πάω στη δουλειά μου. Τ’ άλλα είναι φιγούρες. Κορδέλες… Αν θες να ξέρεις οι καινούργιοι θα σβήσουνε γρήγορα…. Περνάει ο καιρός τους. Είναι παροδικοί. Αλλά τα παίρνουνε. Ενώ εμείς δεν λογαριάζαμε τίποτα. Εμείς δεν κυττάγαμε για λεφτά. Κυττάγαμε για δόξα. Να ευχαριστηθούνε οι φίλοι μας. Ερχόμαστε σ’ επαφή με τον κόσμο. Ζυμωνόμαστε με τον κόσμο…

Τώρα συνεχίζει ο Δάσκαλος, μπαίνουνε στο καμαρίνι και νομίζεις πως είναι η Γκρέτα Γκάρμπο. Ενώ μ’ εμάς… Άλλο κέφι… Τούτοι εδώ, οι σημερινοί, τα βρήκανε έτοιμα τα τραπέζια. Το άσχημο είναι ότι κάνουνε κάτι δηλώσεις και δεν καταλαβαίνω κανέναν τι λέει…

-Δηλαδή;
-Δηλαδή νομίζουνε ότι σηκώσανε τη Γη με το χαλκά…

-Και οι καινούργιοι….
-Οι καινούργιοι; Όλο κλέβουνε. Αφήσανε την Ινδία και πιάσανε τα δικά μας… Εμένα πολλά τραγούδια μου μούχουνε φάει. Πολλά. Δεν μιλάω. Τι να πω; Τι να τους πω; Φώναξα έναν ένα βράδυ και του λέω «κάτσε». Τούβαλα τον δίσκο. Τον ακούει. Του λέω «όλο τόκλεψες»… Τέλος πάντων κλέψε ένα μέτρο οικόπεδο, ε, κάτι τρώγετε… Και τώρα πάλι ξανά πάλι τα ίδια. Πας δυο τραγούδια στις εταιρίες σήμερα και σου λένε «τίποτα καλύτερο δεν μπορείς να γράψεις;». Αφού, ρε, πήρε το δικό μου και τόβαλε μέσα ο άλλος, τι να σου φέρω εγώ καλύτερα;

(Κι αυτός που έγραψε τη «Φαληριώτισσα», τη «Βαγγελίτσα», τη «Μοδιστρούλα» και άλλα 897 τραγούδια, ρίχνεται σε βουβό στοχασμό…)

Οι εταιρίες, λέει μετά, έτσι και κάνει ένας δυο σουξέ, σου λένε «αυτός είναι…». Εμ’ βάστα και λίγο…

-Ωστόσο δεν παύουν να είναι σουξέ…
-Ναι, αλλά φεύγουν γρήγορα. Δηλαδή πως να σου το πω; Είναι σαν να τρως κοτόπουλα από μηχανή, που δεν έχουν νοστιμιά… Ε, έτσι είναι και τα σουξέ αυτά. Χάνονται…

(Ο δάσκαλος προτείνει…)

Εγώ θέλω να καθίσουμε κάτω και νάρθει ένας στιχουργός να μάς δώσει από ένα τετράστιχο. Να καθίσουμε κάτω να γράψουμε, να δούμε τι γράφουνε οι κύριοι. Χωρίς ν’ αρπάξουνε λίγο από ‘δω, λίγο από ‘κει… Κλέβουνε, παιδί μου. Ο ένας τον άλλον. Εγώ άμα πιάσω τα δικά μου και τα μεταποιήσω, μπορώ να δουλεύω άλλα είκοσι χρόνια χωρίς να γράψω…

Πάντως τον τελευταίο καιρό έχει έτοιμα εικοσιδύο νέα τραγούδια. Και κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα στην κουβέντα, πιάνει το μπουζούκι του και «ρίχνει πέντε πενιές» από τα καινούργια. Και ακούς τότε την πραγματική, την αληθινή λαϊκή μουσική.

Η συζήτηση έρχεται τώρα στους μεταγενέστερους.

-Θάθελα νάχα τη γνώμη σου για τον Ζαμπέτα…
(Χαμογελά) -Α! ο Ζαμπέτας. Καλός είναι. Ο Γιώργος κατάλαβε ότι είναι πολλοί… ανώμαλοι που τους αρέσει να τους τα λες. Παλιά ήταν ελάχιστοι αυτοί. Είχαμε έναν χασάπη που άμα έμπαινε στο κέντρο και δεν του τάσερνες, παράγγελνε μια μπύρα, μας έβριζε και έφευγε. Αλλά ήτανε μονάς ο άνθρωπος. Καλά κάνει ο Γιώργος. Αμέ. Αφού τους αρέσει.

Ο δάσκαλος βάζει ένα παλιό δίσκο στο πικ-απ, κι ακούμε τον Ζαμπέτα να κάνει τον… γάτο!

-Έχω μια απορία, κυρ-Γιάννη…
-Να την ακούσω…

-Όταν ένας πελάτης σπάει πιάτα στην πίστα τι σημαίνει; Ότι ενθουσιάζεται με τον τραγουδιστή;
-Τι να ενθουσιασθεί; Αφού δεν ακούει τι λέει… Παλιά για να σπάσεις έπρεπε να μαλώσεις. Στα χρόνια μας πετάγανε λεφτά. Τώρα ο κάθε μουσικός κινδυνεύει να στραβωθεί από τα πιάτα…

Αλλά εκείνο που διαπιστώνει ο Δάσκαλος είναι ότι οι καινούργιοι δεν μπορούν να βγάλουνε «κάνα στυλ δικό τους»…

-Κι όσο για εμάς τους παλιούς, θάπρεπε να μας σέβονται. Να μας βλέπουν, πως να σου πω; Σαν τις κολώνες του σπιτιού… Την άλλη φορά λέω του Τσιτσάνη «κάτι Κόκοτες κάτι μόκοτες είπανε για μάς έτσι κι έτσι…» «Ναι, μου λέει, κάτι πρέπει να γράψουμε…». Και τόνε βλέπω τώρα στην εφημερίδα αγκαλιά με τον Κόκοτα…

-Πες μου μερικούς τραγουδιστές απ’ αυτούς που έβγαλες εσύ…
-Ο Καζαντζίδης, η συχωρεμένη η Νίνου, ο Μοσχονάς, όχι αυτόν πούχουμε στην Αμερική, έναν άλλονε, τη Ντάλια…

-Για τα γιεγιέδικα τραγούδια τι σκέπτεσαι;
-Μας έχουν στείλει οχτώ χιλιάδες χρόνια πίσω. Λέω σ’ ένα στιχάκι «μέσα στο κλαμπ ως τα χαράματα γυρνάνε και σαν κανίβαλοι χορεύουν και πηδάνε…». Μετά λέω «όσο αφήνουν και μακραίνουν τα μαλλιά τους θα λιγοστεύουν λίγο λίγο τα μυαλά τους κι αυτά που λέω σας τα λέω σοβαρά, στο τέλος θα αφήσουν και ουρά…». Δηλαδή θα γίνουνε κανίβαλοι κανονικοί… (Θυμάται ξανά τα «φαινόμενα» και τα «είδωλα») Αυτοί γεννήσανε χωρίς μαμμή, που λένε. Κατάλαβες; Αυτοί τα βρήκαν έτοιμα. Δεν καταλαβαίνουνε κανένανε. Ούτε τη μάνα που τους γέννησε. Πιάσαν και το χρήμα απότομα, να πούμε… Αυτό είναι. Πήρανε μεγάλα μεροκάματα και σου λένε «ρε εμείς φάγαμε τον κόσμο…». Δεν σέβονται. Την άλλη φορά έκανε μια δήλωση ο Κόκοτας. Είπα να του «βγω». Ύστερα λέω «άστονε» αφού δεν τον πιάνουν οι άλλοι… Πάντως να κάνει έναν «άγιο» Λαμπρόπουλο. Άμα θέλει η εταιρεία σε κάνει φίρμα αύριο.

Τρεις είναι κατά τον Δάσκαλο οι τραγουδιστές που δεν σβήνουνε ποτέ: ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης και η Πόλυ Πάνου, «ο μάστορης» όπως την αποκαλεί.

-Ο Χατζιδάκης, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος;
-Ε αυτοί είναι εντάξει. Αυτοί έχουνε το ελαφρό – ελαφρό. Κι είναι και μουσικοί εν πάση περιπτώσει…

Ο Κυρ-Γιάννης μαζί με τον Μάρκο τον Βαμβακάρη και τον Βασίλη τον Τσιτσάνη ετοιμάζουνε μια ωραία δουλειά για τον χειμώνα.

-Θα εμφανισθούμε σ’ ένα κέντρο στη Φιλαδέλφεια κι οι τρεις μαζί. Πως σου φαίνεται; Δεν είναι ωραίο;

Είναι ωραίο, κυρ-Γιάννη. Κι εκείνοι που θάρχονται στο κέντρο για να απολαύσουν τη μουσική σας δεν θα κινδυνεύει η σωματική τους ακεραιότης…

Και κάτι άλλο, Δάσκαλε. Και μιλάς και τραγουδάς ωραία.

 

Συνέντευξη-Κείμενο: ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΛΗΣ

Δημοσιεύτηκε στις 5 Οκτωβρίου 1968, εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.