Ο Δημήτριος Καπετανάκης απεβίωσε στις 9 Μαρτίου 1944 στο Λονδίνο και σήμερα βρίσκεται θαμμένος στην ελληνική νεκρόπολη του West Norwood Cemetery. Ακόμα πιο σημαντικά, ο Δημήτριος Καπετανάκης γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1912 στη Σμύρνη και στο μικρό χρόνο ζωής του κατάφερε να παράξει σημαντικό έργο στη φιλοσοφία, και με τα δοκίμια και τις μεταφράσεις του να προωθήσει τα ελληνικά γράμματα στο εξωτερικό. Τα λιγοστά ποιήματά του, γραμμένα στα αγγλικά, άγγιζοντας ένα βάθος που κάθε ανάγνωσή τους μοιάζει να τα αναγεννάει, με κάνουν να νιώθω πως αυτός ο άνθρωπος κατάφερε διακριτικά να χωρέσει τον εαυτό του στα μέρη τα οποία βρέθηκε και να χρησιμοποιήσει κάθε γλώσσα σαν μια πικρή πατρίδα.

 

Τα νησιά της Ελλάδας

ο ήλιος δεν νιώθει έρωτα για μας
ούτε η θάλασσα η διαβρωτική
μα και οι δυο θα κάψουν την ξεραμένη σάρκα μας
με οικειότητα βαθιά από σχέση στενή

με γλώσσες πεισματάρες θανάτου αρμυρού
και φίδια φωτιάς βαριά, που σπαρταράν
συρίζουν και σπαν τον Ελληνικό
Μύθο της λύρας που τραγουδά

η σκονισμένη συκιά κλαίει για βοήθεια
δυο χωρικοί ένα φίδι κοπανάνε
ενώ στην πέτρινη καρδιά μας οι θεοί
από μάρμαρο σιωπούν και σπάνε

μετά από χρόνους πολλούς όλη η αγάπη μας
μεταμορφώθηκε σε στείρο πυρετό
που, μες το μαρτύριο, μας κάνει να λάμπουμε
πιο όμορφοι από κάθε άλλο καιρό

κι όμως σαν τα φλεγόμενα άλογα
τον Απόλλωνα αναγκάσουν ν’ αφιππεύσει
και τέλος μαζί μας να ξεκουραστεί, εκείνος λέει
πως σημασία η ομορφιά δεν έχει.


.
Αναζητώντας ένα φίλο και μια πατρίδα με θάλασσα, πέρασα σήμερα τις πύλες της ελληνικής νεκρόπολης, με αφορμή την εκατοστή όγδοη επέτειο των γενεθλίων του. Οι περισσότεροι τάφοι ήταν μεγαλοπρεπείς, ανήκοντας σε μια μεγάλη ελληνική οικογένεια εμπόρων, παρόλα αυτά υπήρχε μια αίσθηση αποσύνθεσης στην νεκρόπολη. Πολλοί τάφοι είχαν ραγίσει ή βουλιάξει στο έδαφος και πολλές από τις επιγραφές είχαν ξεθωριάσει. Χωρίς μονοπάτια ανάμεσα στους τάφους, αποφάσισα να ψάξω τον Καπετανάκη σαν παιχνίδι, περπατώντας ανάμεσα στα κενά, σκαρφαλώνοντας στις άκρες των τάφων, αναζητώντας ένα του σημάδι.

 

Άβελ

του άρεσε να κάθεται, στον αδερφό μου Κάιν, τον πληγωμένο
τον ώμο μου χαϊδεύοντας, δίπλα στο επίμονο βλέμμα του νερού
της ζωής ή του θανάτου, σαν σε κινηματογράφο μισοφωτισμένο
δίπλα σε σκηνές ειρηνικές που πάντα κατέληγαν σε εικόνες σφαγιασμού

του άρεσε να μου μιλάει. Με πρόθυμη φωνή
ψιθύριζε το γρίφο της δίψας του που αιμορραγούσε
ή με ικέτευε να μην κάνω μια τελική επιλογή
αν πρώτα μαζί μου δεν το συζητούσε

κι έπειτα, διάλεξε αυτός για μένα τον τελικό πόνο
δεν κατηγορώ τη φύση του: είναι ο αδερφός μου
ούτε, όπως λένε, τους καιρούς εκείνους: η αγάπη μας ήταν ελεύθερη μόνο
θα ήταν ίδια σε κάθε καιρό, αλλά το κατηγορώ μου

στην άχρονη ασάφεια των πραγμάτων πάει
που κάνει τη ζωή μας να σημαίνει θάνατο, την αγάπη μίσος να είναι
το αίμα μου που ρέει στην κρεβατοκάμαρα τραγουδάει:
«Ο αδερφός μου που ανοίγει την πύλη εγώ είμαι!»

 

Όσο περνούσε η ώρα και δεν τον έβρισκα, όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσα ότι έχει πεθάνει. Ότι έχουν περάσει 76 χρόνια και είναι ακόμα νεκρός.

Αφότου έχω γυρίσει σχεδόν όλη την νεκρόπολη και πλησιάζω προς την περίμετρο της εισόδου, πήδηξα από ένα ψηλό τάφο που ήταν γκρεμισμένος από κάτω και βρέθηκα μπροστά σε ένα μεγάλο μαυσωλείο. Αλλά όχι, δεν θα ήταν του Δημήτρη το μαυσωλείο και το ήξερα. Ψάχνοντας να βρω έδαφος, χώθηκα στην πίσω μεριά κι εκεί, στην άκρη της νεκρόπολης, κρυμμένη δίπλα στα κάγκελα, βρήκα μια απλή πέτρινη πλάκα με το όνομα του Δημήτριου Καπετανάκη, να μην πιάνει χώρο, όπως δεν πρόλαβε ποτέ να πιάσει και στον κόσμο. Κι ας πρόλαβε να ιχνηλατήσει τόσο πεισματικά την «Μυθολογία του Ωραίου» ενάντια στη αίσθηση του καθημερινού.

 

Ένα τραγούδι για τους ανιαρούς

«Προσοχή στα σκαλοπάτια» στην πόρτα ήταν γραμμένο.
κάποιος ξέχασε την ευγενική συμβουλή,
έσπασε το λαιμό του, και τώρα πόσο είναι ανιαρός:
παράτησε όλους τους φίλους, με τα ποντίκια ζει

«Προσοχή στα σκαλοπάτια» χαμογελιόταν στο μέτωπό σου
μα σκοτεινή ειν’ η μοίρα μας κι έπεσα μέσα
κάθε που μιλώ ένα κοράκι ηχεί
καλώντας τα φαντάσματα κι όλους τους συγγενείς τους

«Προσοχή στα σκαλοπάτια» είναι στην πόρτα μου γραμμένο,
μα σκαλοπάτια δεν υπάρχουν και ο κόσμος αναρωτιέται
γιατί αυτός που σε πάτωμα επίπεδο περιπατεί
για θανάσιμες πτώσεις προειδοποιεί, σκέφτεται και στενοχωριέται.

 


Κι ήταν τόσο ταιριαστό το πώς στεκόταν ο τάφος του δίπλα σε όλους, σαν να τους καταλαβαίνει και να τους συγχωράει και πάλι τις αδυναμίες.
Μα ήταν κι αυτή η απέραντη εγκατάλειψη τού να είσαι ξένος τάφος στο Λονδίνο μετά από 76 χρόνια, χωρίς να έχεις γείτονες στο θάνατο.

Ήμουν αμήχανη. Να πιάσω την πέτρα; Να την χαιρετήσω; Τι να του πω; Σαν να θελα να του ζητήσω συγγνώμη ένιωσα, για μια μοναξιά που δεν αξίζει ούτε στους πεθαμένους. Τουλάχιστον, ένας κισσός δίπλα του διακοσμούσε την αίσθηση της απομόνωσης. Ακούμπησα τον ώμο της πέτρας και του έκανα απλά παρέα, χωρίς να νιώθω πως χρειάζεται κάτι παραπάνω τελικά.
.

.

Ακριβώς έξω από τα κάγκελα που τον χώριζαν από το υπόλοιπο αγγλικό νεκροταφείο, είχε ένα παγκάκι. Κάθισα και διάβασα μερικά από τα ποιήματά του στο φίλο που ήρθε μαζί μου. Και φρόντισα να είμαι κοντά για να μ’ ακούει κι ο Δημήτρης. Και η παρέα ξαφνικά μεγάλωσε.

 

Επιστροφή

ο ταξιδιώτης γύρισε με μάτια αδειανά
«δεν είσαι εσύ!» θρήνησε ο φίλος εγκαταλελειμμένος
«μου υποσχέθηκες την αθάνατη φωτιά
κι αυτό που φέρνεις δεν μπορεί παρά να είν’ το τέλος»

ο απών κοίταξε τα χέρια του άδεια
και είπε «σου δίνω πράγματα που δεν μπορείς να δεις
τους θησαυρούς της γης πέρα από κάθε γη
τα μυστικά της θάλασσας πέρα από κάθε θάλασσα

οι ψυχές μας έχουν όρια, και η αγάπη μας προορισμένη
να προσαράξει εκεί όπου αρχίζουν όλα. Το σιωπηλό σύνορο
με συντρίμμια είναι σπαρμένο. Πνιγμένη η ψυχή μου επεστράφη
γιατί με τ’ όνειρο αψήφησε την ανθρώπινη τάξη.

με βλέπεις εδώ αλλά δεν έχω επιστρέψει.
αυτά που δεν υπάρχουν, μοιραία θα μπερδευτούν
με όσα υπάρχουν, τις τύχες που κερδίσαμε.
όταν όλα έχουν χαθεί, το Άπειρο ευρέθη.

 

.
Στο τέλος, πήγα και ξανακούμπησα τον ώμο της πέτρας φιλικά. Και αυτή τη φορά δεν την ένοιωσα άψυχη.

O Καπετανάκης νεκρός και γαλήνιος λες και αντικρίζει κάτι ανεξερεύνητο. Όπως έγραφε και ο ίδιος στο δοκίμιό του Έρως και Χρόνος: «Όποιος δεν βλέπει το θάνατο παρά σαν κάτι το νέο, σαν το τελευταίο νέο που του μένει, δεν μπορεί να πεθάνει πραγματικά, επειδή δεν έζησε πραγματικά.» (φώτο: Αρχείο Δημητρίου Καπετανάκη – Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

 

Κείμενο / Μεταφράσεις: Χαρά Αηδόνη

για το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο Αθηνών