Στην εφημερίδα «Νέα Μύκονος» το έτος 1949 εμφανίζονται κάμποσα ποιήματα ενός ανθρώπου που υπογράφει Θεοδ. Αντωνίνης, τα οποία μου κέντρισαν τα μάλιστα το ενδιαφέρον. Το επώνυμό του απαντάται στη νήσο οπότε πρέπει να υποθέσουμε με σχετική βεβαιότητα πως πρόκειται για κάποιον Μυκονιάτη.  Άλλα στοιχεία δεν μπόρεσα να εντοπίσω παρά μια μικρή αναφορά σε αιγαιοπελαγίτικη ποιητική ανθολογία (του Ηλία Σιμόπουλου) απ’ όπου μαθαίνουμε πως γεννήθηκε το 1905 και πέθανε το 1973 (μια επιτόπια έρευνα στο νησί είναι βέβαιο πως θα απέδιδε περισσότερους καρπούς). Πάντως, ο αποκλεισμός τού επαρχιώτη ποιητή από τις κλασικές φιλολογικές καταγραφές αλλά και ενδεχομένως η απουσία του από την εκδοτική δραστηριότητα εκείνης της εποχής επ ουδενί δεν πρέπει να λογιστεί ως ποιοτικό κριτήριο. Αν και λιγοστά, τα έμμετρα ποιήματά του αναδύουν μια πεπαιδευμένη νησιωτικότητα και έναν ανυπόκριτο ρομαντισμό. Δεν σε αφήνουν ενεό, δεν σε συγκλονίζουν. Σε αναψύχουν. Υπάρχει εδώ μια λαϊκή στόφα πάνω στην οποία πολλοί ποιητές της πρωτεύουσας τον ίδιο καιρό έχτιζαν τη φήμη τους υποκρινόμενοι πως την κατέχουν. Κυρίως όμως αναδεικνύουν την ευγένεια μιας παλαιάς Μυκόνου που δεν είχε απωλέσει ακόμη την πνευματικότητά της. Φανερώνουν ένα παλαιό Αιγαίο που δροσιζόταν από την προτουριστική αίγλη του αμόλυντου πελάγους. Ακολουθούν τρία ποιήματα:

 

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ

Του φθινοπώρου τη μαβιά τη θύρα θα χτυπήσω

μες στο βασίλειο του να μπω το φθινοπωρινό,

παληούς απόψε γνώριμους θα πάω να συναντήσω

την ώρα που θ’ αργοψυχά το φως το δειλινό.

 

Θ’ ακούσω τ’ αναστέναγμα του ωχρού φύλλου π’ αφίνει

τον κλώνο να σωριάζεται στον πένθιμο σωρό,

κι ένα άλλο κίτρινο θα ιδώ βαρκούλα να του δίνει

για το στερνό ταξίδι του στο ρυάκι το θολό.

 

Θ’ ακούσω λόγια μυστικά που κρυφολέει τ’ αγέρι

στα ξερά φύλλα κι αρχινούν ένα τρελλό χορό

και στων πουλιών ‘πά στα κλαδιά το κουρνιασμένο ασκέρι

θα πω σταλιά να μη σκιαχτούν κι εγώ πουλιά δεν κυνηγώ.

 

Τους ζευγολάτες πρόσχαρα θα γλυκοχαιρετίσω,

στο κάθε τσομπανόπουλο κουβέντα θ’ αρχινώ,

‘πά στο βελούδο των βοδιών το χέρι θ’ ακουμπήσω

κι ανάμεσα στων κοπαδιών το τσούρμο θα περνώ.

 

Των μυρμηγκιών τ’ αμέτρητο το ρέμμα θ’ ακλουθήσω,

θα κόψω από τη λάγκαδι φλισκούνι, δυοσμαρί,

κι ωχρή παρθένα ντροπαλή τη Γη μας θ’ αντικρύσω

το δουλευτή να καρτερά νυφούλα να στηθεί.

 

Θα ιδώ τη λυγερή τη νηά να κάνει πώς ποτίζει

τις γλάστρες με τα λούλουδα –βιόλα τα γιασεμιά-

ενώ η λευκή μαντήλα της στ’ αγέρι θ’ ανεμίζη,

για τον κρυφά που καρτερά, λαχτάρα, αποθυμιά.

 

Σε μια κορφούλα θ’ ανεβώ στο πρόσωπο να νοιώσω

τ’ αγέρι να μού το φιλεί το φθινοπωρινό,

να ξαποστάσω θα σταθώ και θα προσμείνω ως τόσο

της Μέρας το ξεψύχισμα να ιδώ στον ουρανό.

 

 

 

ΤΟ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ

Το κυματάκι σιγαλό

Σαν το νανούρισμα απαλό,

Στο τρεχαντήρι ομιλεί:

-«Τι περιμένεις στο γιαλό;

Έλα να πάμε στο καλό,

Καλοί   δυό φίλοι.

 

Πώς θα περνούμε ‘γω και σύ,

Το στήθος μου το θαλασσί

Βάλε γιορντάνι,

Τον ασημί μου τον αφρό

Να σου φορέσω λαχταρώ

Λευκό στεφάνι.

 

Την αγκαλιά μου, έτσι καλή,

Θάχης στρωσίδι και χαλί

Και προσκεφάλι.

Το μέτωπό σου θα φιλεί

Του νυχτομπάτη το φιλί

Και το μαϊστράλι.

 

Θα ιδής μαζύ μου άλλους γιαλούς,

Όμοια γαλάζιους και καλούς,

Ξανθά ακρωτήρια.

Στεφανωμένο θα περνάς

Με τους αφρούς μου, Βασιληάς

Στα τρεχαντήρια.

 

Τα όσα δε χωράει ο νους

Θα ιδής σε βυθούς γαλανούς,

Κοράλλια δέντρα.

Θα ιδής παλάτια εξωτικά,

Που ρήγισσα τα κατοικά,

Γοργόνα αφέντρα.

 

Και σαν θ’ αντρειεύω σα βουνό,

Ακόμα κι ως τον ουρανό,

Ψηλά θα πάμε.

Σε μαργαριταρένιο αφρό,

Σαν του πουλιού λευκό φτερό,

Θενά πετάμε.

 

Στα χέρια μου θα λικνιστής,

Του ιλίγγου εσύ θενά γευτής,

Τρελλό μεθύσι

‘Πά στο πελώριο σου πανί

Φιλί θα στέλνη ρουμπινί

Η ροδοδύση.

 

Μεσ’ στ’ άδυτα μου θα σου βρω

Μαργαριτάρια θησαυρό,

Σαν αστραγάλι,

Και στέμμα θα σου τα φορώ,

Πώς λαχταρώ, πώς λαχταρώ,

‘πά στο κεφάλι.

 

Κι όλη η ζωή μας θα περνά

Μέσα σε χάδια γαλανά,

Τρελλό γιορτάσι,

Κι ό,τι η ψυχούλα σου ποθεί

Σαν το φτερό θα ιδής ναρθή

Να μας προφτάση». –

 

Κι ακόμα λόγια που μεθούν,

Να το πλανέσουν που ποθούν,

Φλέγουν τα στήθη:

-«Σαν τι να βρίσκεις στο γιαλό,

Τρεχαντηράκι μου καλό;» –

Και του αποκρίθη:

 

-«Βρίσω της λήθης το πιοτό,

Που μού κερνιέται προσφερτό

Σ’ ασήμι δίσκο,

Κι αχόρταγο ρουφώ, μεθώ,

Και τη γαλήνη που ποθώ,

Εδώ τη βρίσκω.» –

 


ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Με κουρασμένη και βαρειά καρδιά στα μονοπάτια

σύραμε της αγάπης μας στερνή φορά ένα δείλι,

τα χέρια τρεμοσφίξαμε κι εφύγαμε σα φίλοι,

δίχως κακίες, πικρόλογα, δίχως δάκρυα στα μάτια.

 

Την ώρα, που τα χέρια μας αργόσυρτα εχωρίσαν,

Που σε λεπτό παράπονο τα χείλι της ριγούσε,

μιας εκκλησιάς το σήμαντρο για το στερνό χτυπούσε,

Κι είπα:  «Χτυπάει ο εσπερινός των πόθων μας, που εσβύσαν».

 

Θεόδωρος Αντωνίνης
σκόρπια φύλλα από τη Νέα Μύκονο (1949)

Φώτο εξωφύλλου: H Μύκονος από τον Harry Weber

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η αίγλη του προτουριστικού Αιγαίου – Μέρος ‘Α (Μύκονος)

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.