Στην εκπνοή του 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Υποκείμενο το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Χρήστου Μαρτίνη με τον περίεργο τίτλο: «Ελίοφορ Φέστους» και τον ακόμα πιο περίεργο υπότιτλο: «Ένα νεοελληνικό ποίημα». Μία ενιαία ποιητική σύνθεση που χωρίζεται σε δώδεκα επιμέρους ποιήματα και αποτελεί κατά τη γνώμη μου ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά βιβλία της χρονιάς (και όχι μόνο). Ένα δυστοπικό, καλά κλειδωμένο έργο που απαιτεί από τον αναγνώστη την πλήρη συγκέντρωσή του. Και αυτό γιατί παρ’ όλο που με την πρώτη ανάγνωση διακρίνει κανείς τον έντονα προσωπικό τόνο σε ένα κείμενο ερμητικό (πράγμα σύνηθες στη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή), η υποψία πως πρόκειται για κάτι πολύ μεγαλύτερο είναι ιδιαίτερα έντονη. Πριν μπούμε όμως στην ουσία του έργου, είναι απαραίτητο εδώ να χρησιμοποιήσουμε το «κλειδί» που ξεκλειδώνει νοηματικά το ποίημα:

Ο Χρήστος Μαρτίνης, εργάστηκε επί του πεδίου στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Μόριας Λέσβου από το 2016 έως το 2018, στα πλαίσια της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ.

Από την παραπάνω πληροφορία-κλειδί προκύπτουν δύο πολύ σημαντικά στοιχεία: Το μεγάλο πλαίσιο, ο κόσμος αν θέλετε, στον οποίο γεννιέται και ζει το ποίημα αλλά και κάτι ακόμα, διόλου αμελητέο: «επί του πεδίου». Όπου «πεδίο», εκεί που βρίσκεται η δράση, δηλαδή στην παραλία που καταφθάνουν οι πρόσφυγες, στους γύρω χώρους όπου συνωστίζονται, πεθαίνουν, πληγώνονται, αρρωσταίνουν, περιμένουν, ελπίζουν, περιφέρονται, συγκρούονται και τελικά βιώνουν κάτι σαν ζωή και που λίγοι είχαν και έχουν το θλιβερό προνόμιο να δουν από κοντά και να γράψουν γι’ αυτό.

Από το 2015 όταν και το προσφυγικό γιγαντώθηκε, το λογοτεχνικό σινάφι (και δεν εξαιρώ ούτε τον εαυτό μου) στην Ελλάδα αντέδρασε ποικιλοτρόπως. Κείμενα και αφιερώματα σε περιοδικά, εκδηλώσεις και αναγνώσεις με στόχο την ενίσχυση των προσφύγων, ποιήματα γραμμένα και δημοσιευμένα σε κοινωνικά δίκτυα. Καλά όλα αυτά, όμως το πρόβλημα ήταν και είναι φανερό: η συντριπτική πλειοψηφία των λογοτεχνών προσπάθησε να εργαλειοποιήσει το ζήτημα, προσθέτοντας αξία στα κείμενά τους, στην προσωπικότητά τους, στην ανιδιοτελή τους προσφορά στον πολιτισμό και τα γράμματα. Μια ευαισθησία εν πολλοίς πλαστή και κάποιες φορές μάλιστα χυδαία. Αρκετοί λογοτέχνες στην προσπάθειά τους να φανούν ταυτόχρονα ευαίσθητοι αλλά και επίκαιροι, δεν δίστασαν να μιλήσουν για πράγματα που έμαθαν και διάβασαν από πηγές ελεγχόμενες για την αξιοπιστία τους και πάντα υπό το πρίσμα της προβαλλόμενης (και όχι της προσωπικής) ιδεολογικής τους τοποθέτησης. Όμως μια τέτοια εξ αποστάσεως, επίπλαστη ευαισθησία δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της Ιστορίας. Εδώ έγκειται και η μεγαλύτερη διαφορά με ό,τι προηγήθηκε:

Ο Χρήστος Μαρτίνης ήταν εκεί, στο πεδίο της Μόριας της Λέσβου. Γνωρίζει από πρώτο χέρι τα όσα συμβαίνουν όταν οι κάμερες κλείνουν, όταν οι δημοσιογράφοι αποχωρούν. Ήταν μέρος της δουλειάς του η σύνταξη αναφορών, η στενή παρακολούθηση των γεγονότων. Μια τέτοια, τελευταία αναφορά απ’ το πεδίο, ο Μαρτίνης θα την καταθέσει ποιητικά σε όλους μας, κάνοντας σαφές ήδη από την αρχή πως αυτό που ακολουθεί, δεν θα είναι εύκολο (και πώς θα μπορούσε να είναι;), πως θα παλέψει να βρει εκείνες τις λέξεις που θα καταφέρουν να περιγράψουν μία βιωμένη κόλαση επί γης:

«Σας στέλνω μια τελευταία αναφορά απ’ το πεδίο.

Λαμβάνοντας υπόψη την ενεργητική συμμετοχή στα γεγονότα,

                   ας μου επιτραπεί ένας τόνος ελαφρώς προσωπικός,

          γιατ’ ήταν οι διαδικασίες σκληρές, σαν να ριζώνουν δέντρα

μες στο στήθος σου, σαν να περνάς το δάχτυλο πάνω στη

σκουριασμένη λαμαρίνα».

 

Μια τέτοια κόλαση υπηρέτησε κι ο ποιητής, μια φυλακή μέσα σε μια φυλακή, προσπαθώντας πάντα να ισορροπήσει ανάμεσα στο Καθήκον και τον Άνθρωπο, παλεύοντας να κρατήσει τους τύπους, να πνίξει μέσα του τη φυσική αντίδραση ενός ανθρώπου απέναντι στην ασχήμια του κόσμου.

 

«Και βεβαιώνω: δεν σήκωσα τα μάτια μου ποτέ στον ουρανό».

 

Ο Ελίοφορ Φέστους, πρόσωπο υπαρκτό, επιλέγεται εδώ ως σύμβολο και στο πρόσωπό του καθρεπτίζονται όλες αυτές οι χιλιάδες άλλες περιπτώσεις ανθρώπων βασανισμένων και εκτοπισμένων από τον κόσμο και στοιβαγμένων στη Μόρια της Λέσβου. Το γεγονός και μόνο ότι ο ποιητής επιλέγει να δώσει όνομα σε αυτό το σύμβολο, κάνει πιο οικεία σε μας τη μοίρα όλων αυτών, μας φέρνει πιο κοντά στον γκρεμό, μας συστήνει τον θάνατο. Πίσω από έναν τέτοιο κόσμο, που οι λίστες, οι κανόνες, τα πρωτόκολλα και διάφοροι άλλοι γραφειοκρατικοί περιορισμοί έχουν τον ρόλο του απόλυτου ρυθμιστή, ο Μαρτίνης βλέπει την αλλοίωση, την πτώση σε μια άβυσσο από την οποία δύσκολα μπορεί κανείς να επανέλθει.

 

«κάτω απ’ τα πρόχειρα χαρτιά μέσ’ απ’ τους μπερδεμένους πίνακες

αφίξεων και τους σπασμένους κωδικούς ερχότανε το κτήνος

να μας πνίξει».

 

Στο δυστοπικό αυτό σύμπαν ο ποιητής αγωνίζεται να κρατήσει την προσωπική του συνοχή, εφευρίσκει δικαιολογίες, κρύβεται πίσω από μικρές καθημερινές ευκολίες σε μια ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί από κάτι που μοιάζει κανονικό αλλά βαθιά μέσα του γνωρίζει πως δεν είναι.

 

«κλειδώνω πόρτες, τραβάω τους σύρτες, κρύβομαι

                   πίσω απ’ τη γυναίκα μου, τον γιο μου.

[…]

«Λίστα τη λίστα, χτίζω με σύνεση τους πύργους μου

αφήνω στο βάθος τα καράβια να επιτελούν το έργο τους»

 

Το πεδίο του Ελίοφορ Φέστους είναι ένα πεδίο γεμάτο θάνατο και δυστυχία. Οι νεκροί είναι πλέον φαινόμενο καθημερινό, σχεδόν φυσικό όπως μια φθινοπωρινή βροχή. Και μέσα σ’ αυτό το πεδίο ο ποιητής προσπαθεί, προσπαθεί, προσπαθεί μα όλο και κάτι του ξεφεύγει, μια κραυγή αγωνίας, μία μάταιη ελπίδα πως όλα πάλι θα γίνουν όπως πριν. Ελπίζει ότι θα τον λυτρώσει το φως, αλλά σε αυτό το πεδίο το φως δεν είναι φυσικό αλλά αντανακλάται στις λαμαρίνες και τυφλώνει.

 

          «Τα κύματα κρύβουν τους πεθαμένους στις κοιλιές τους.

          […]

          Γύρω μου τόσος σαματάς, βαράν τις λαμαρίνες με στυλιάρια,

                   Μέσα στα κύματα χωνεύονται οι νεκροί.

          Με μάτια κλειστά ψιθυρίζω το νόμο και λίστες,

          λίστες,

          λίστες,

          οι αριθμοί σαν τα λευκά χαλίκια κυλάν μέσα απ’ τα χέρια μου

          […]

          Θα ξημερώσει, δεν θα φοβάμαι το πέρασμα κάτω από τις ελιές,

          τον άντρα που αποκοιμήθηκε στη ρίζα.

          Θα ‘ρθει ξανά το φως και θα σαρώσει την τυραννία του σίδερου,

          θα φύγει απ’ τον ύπνο μου η γυναίκα με τα καμένα πόδια,

          όπως ήρθε

–με απλότητα–

σαν φθινοπωρινή βροχή».

 

Ο φόβος είναι παντού, ακόμα και στο «πέρασμα κάτω απ’ τις ελιές», στον «άντρα που αποκοιμήθηκε στη ρίζα», «στη γυναίκα με τα καμένα πόδια». Και μάλιστα ο Μαρτίνης προχωράει ένα βήμα παραπέρα, σε έναν από τους συγκλονιστικότερους στίχους του βιβλίου. Εδώ φαίνεται συμπυκνωμένη όλη αυτή η εμπειρία, ο φόβος για το τι μπορεί να συναντήσεις στο δρόμο σου και την επίδραση (κυρίως αυτό: την επίδραση) που θα έχει επάνω σου. Σε αυτόν τον κόσμο, κανείς δε μένει πια ο ίδιος, αργά ή γρήγορα όλοι αλλοιώνονται,  κρατούμενοι ή δεσμοφύλακες, τοποτηρητές ή παρατηρητές, κάτοικοι ή πρόσφυγες, αθώοι ή ένοχοι. Στον κόσμο του Ελίοφορ Φέστους η ζωή παύει να έχει το νόημα που της πρέπει. Και αυτό για τον ποιητή είναι ό,τι χειρότερο να χάσει κανείς, την ανθρώπινη πλευρά του. Αυτή η κραυγή, αυτός ο φόβος, διατρέχει όλο το βιβλίο.

 

«Φοβάμαι πως –αργά ή γρήγορα– θα περάσω

                   δίπλα απ’ τον πληγωμένο και δεν θα τον γνωρίσω».

 

Με το «κλειδί» μας λοιπόν βλέπουμε ότι όλα αποκτούν νόημα και μάλιστα βαθύ. Όμως υπάρχουν και άλλα επίπεδα στην ανάγνωση αυτή που αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε. Οι πύργοι που με σύνεση χτίζει ο Μαρτίνης, αν και χάρτινοι όπως μας λέει, ορθώνονται σε γερά, λεκτικά θεμέλια. Οι λέξεις εδώ λειτουργούν ως αρμοί που συγκρατούν όλο αυτό το χάρτινο οικοδόμημα, το φτιαγμένο από λίστες. Μάλιστα, η ίδια η λέξη «λίστα» είναι αυτή που εμφανίζεται πιο συχνά στο ποίημα – οχτώ φορές. Οι λέξεις «θάνατος», «νεκρός» και «πεθαμένος» εμφανίζονται άλλες τόσες, επιλογή ως ένα σημείο λογική. Από εκεί και πέρα όμως, είναι που αποκαλύπτεται αυτό το δύσκολο σύμπαν του Ελίοφορ Φέστους μαζί του και η ποιητική τεχνική του Μαρτίνη. Τοποθετημένες σε καίρια σημεία του ποιήματος, οι λέξεις «μάτια» και «αριθμός» (πέντε φορές), «χαλίκια» και «φωτιά» (τέσσερεις φορές) ζωγραφίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένα σκηνικό απόκοσμο, θα έλεγε κανείς μετα-αποκαλυπτικό, όπου οι λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν αυτό που βλέπουν τα μάτια.


Η ισορροπία μέσα σε τέτοια πλαίσια είναι πάντα εύθραυστη αλλά φαίνεται ότι ο Μαρτίνης τα καταφέρνει περίφημα κι εδώ: μιλώντας πάντα για λέξεις, όλο το ποίημα έχει τόσο «σίδερο» όσο και «φως» (τρεις φορές), τόσο «ουρανό» όσο «γκρεμό» (τρεις φορές), τόσο «φεγγάρι» όσο και «ήλιο», τόσο «ξυράφι» όσο και «φόβο», τόσες «ελιές» όσες και «νερό» (δυο φορές). Και η λίστα δεν τελειώνει εδώ. Θα περίμενε κανείς ότι η μία και μόνη λέξη που μοιάζει να έχει σημασία, η λέξη «άνθρωπος» θα έβρισκε ένα τέτοιο ταίρι. Εδώ όμως είναι και η μόνη φορά που η πλάστιγγα γέρνει και σπάει αυτή η εύθραυστη ισορροπία. Εδώ το «κτήνος» (τρεις φορές) υπερέχει του «ανθρώπου» (δυο φορές). Ενός  ανθρώπου μέσα σε ένα απάνθρωπο περιβάλλον, ενός ανθρώπου που ασφυκτιά και εύχεται να μπορούσε να κάνει περισσότερα – τελικά, ενός ανθρώπου που νιώθει τύψεις για ό,τι συμβαίνει. Κι ας μην είναι εκείνος υπεύθυνος, κι ας σηκώνει ένα βάρος δυσανάλογο.

 

 

Έφυγε ο Ελίοφορ κι εγώ συνέχισα,

          οι φίλοι να με μετράν με την παλάμη τους,

          να ψηλαφίζω τα μάτια μου στον καθρέφτη,

          κλειδώνω πόρτες, τραβάω τους σύρτες, κρύβομαι

                   πίσω απ’ τη γυναίκα μου, τον γιο μου.

          Δεν τον αποχαιρέτησα,

          επανεκτύπωσα την λίστα χωρίς το όνομά του και την αρχειοθέτησα

                   μέσα σε άλλες λίστες.

          Λίστα τη λίστα, χτίζω με σύνεση τους πύργους μου,

          αφήνω στο βάθος τα καράβια να επιτελούν το έργο τους,

          σέρνω τα πόδια μου επάνω στα χαλίκια,

          καπνίζω,

          βγάζω καλά λεφτά,

          βάζω πετρέλαιο,

          ο κόσμος μου συντίθεται από λευκά χαλίκια,

          μέσα στις φλέβες μου κυλάει το βρόχινο νερό.

 

          Είμ’ ένας αχυρένιος άνθρωπος.

 

Η Μόρια της Λέσβου δεν αναφέρεται πουθενά στο κείμενο, καμία αναφορά σε πρόφυγες ή μετανάστες, κανένα χρονικό πλαίσιο, καμιά πολιτική νύξη σε πρόσωπα και καταστάσεις. Μοναδικές αναφορές είναι οι Γυάρος και η Μακρόνησος καθώς επίσης και κάποιες έμμεσες, εξωκειμενικές αναφορές: Εγγονόπουλος, Αχμάτοβα, Ασλάνογλου (προσθέτω εδώ και την αόρατη αλλά υπαρκτή παρουσία του Ρίτσου κυρίως μέσα από το Όταν έρχεται ο ξένος). Τα πάντα είναι βιωμένα από την ανθρώπινη σκοπιά και μόνο. Ένα ποίημα αν μη τι άλλο ειλικρινές, γνήσιο τέκνο της νεοελληνικής εποχής και του τόπου που το «επέβαλλε», μια κραυγή απελπισίας, ένα κάλεσμα που θα φέρει και πάλι τη ζυγαριά στα ίσια, που θα προσθέσει λίγο ακόμη «άνθρωπο». Γράφει ο Μαρτίνης:

 

«Εσύ κι εγώ, είμαστε οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο Ελίοφορ

          κι όλος ο κόσμος

          είν’ από σίδερο και φως».

 

και δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τους στίχους του Ν. Γκάτσου «με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί». Και ο Ελίοφορ Φέστους μάς δείχνει την κατεύθυνση προς την οποία αυτός ο κόσμος προχώρησε.

 

Πάνος Παπαπαναγιώτου