.
.
.
ΤΕΣΛΑ ΚΑΙ ΠΑΝΑΣ
.
Ζούμε περί της αρχαίας ακρόπολης. Σε μια πόλη τσιμεντένια. Χτισμένη σαν έκζεμα πάνω στο δέρμα της γης. Ολιγάριθμη κοινότητα είμαστε οι κάτοικοι. Περήφανη. Με μικρά μυστικά συνενοχής. Μη φανταστείτε εγκλήματα. Δείτε, για παράδειγμα. Μερικοί επιμένουν να ασκούν βία στα μέλη της οικογένειας. Όχι τίποτε σοβαρό, λεκτικές προσβολές, ψυχική καταπίεση, πού πας, με ποιον, πάλι θα αργήσεις, τέτοια πράγματα. Άλλοι είναι επιρρεπείς στην απάτη. Λίγη διαφθορά, λίγη αναξιοκρατία, λίγο λάδι όπου χρειάζεται ίσα ίσα να μην τρίζουν οι μεντεσέδες. Έπειτα, κάποια κρούσματα ανευθυνότητας της εξουσίας ή συναλλαγής. Υπάρχουν και περιπτώσεις με τάσεις αυτοκαταστροφικές. Τα δείγματα αυτά δεν αποτελούν τεκμήρια ασθένειας. Αντίθετα, μάλλον ενισχύουν την ανοσία μας.
Κατά τα άλλα, έχουμε κάθε λόγο να είμαστε περήφανοι για τα επιτεύγματά μας, τεχνολογικά, κοινωνικά και οικονομικά. Έχουμε μέση ταχύτητα πρόσβασης στο διαδίκτυο 14 Mbps. Το ποσοστό αναλφαβητισμού στον πληθυσμό είναι λιγότερο από 10%, ενώ οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης ανέρχονται στο 30% του συνόλου. Το μέσο εισόδημά μας είναι τριάντα τρεις φορές το αντίστοιχο της φτωχότερης χώρας του κόσμου, παρά τους πολέμους, τις κακουχίες και τη γενικότερη φτώχεια μας, τα παλιά μας τα χρέη και τις μακρές περιόδους κακοδιαχείρισης και αλληλοσπαραγμών. Η περηφάνια φωλιάζει μες στην ψυχή της κοινότητας. Και η πονηριά. Το να αντλούμε, δηλαδή, ηδονή όταν με δόλο καταφέρνουμε κάτι, συνήθως με ασήμαντες καταπατήσεις. Καταπατούμε, ας πούμε, έναν περιβαλλοντικό όρο, την αξιοπρέπεια του αδύναμου συνανθρώπου μας, του υπαλλήλου μας, του εργοδότη μας όταν δεν επαγρυπνεί, του φτωχού συγγενή μας, του παλιού μας φίλου, του ίδιου μας του παιδιού. Ακόμα χειρότερα, του έσω παιδιού, όταν εμμένει σε μια επιθυμία τόσο μα τόσο ξεροκέφαλα. Εμείς, αμετακίνητα εκδικητικοί, βαθιά στερημένοι και εξασκημένοι παρατηρητές των ανελέητων φόβων του, καταρρίπτουμε κάθε απειλητικό αντικείμενο πόθου με έναν αξιοθαύμαστο ελιγμό φτιαγμένο με ψέμα. Χρησιμοποιούμε την πονηριά ως αντίποινα. Κανείς δεν θα μας αποσπάσει από τη μοναδική ουτοπία. Το μόνο νόημα τη ζωής. Να είμαστε αμέριμνοι. Αυτό μας λείπει. Νομίζουμε. Γιατί ο αμέριμνος έχει, έστω κάποτε, υπάρξει αληθής.
Δεν μπορούμε λοιπόν, παρά να μεριμνούμε. Όταν μέσα από τις δέσμες οπτικών ινών φτάνουν τα νέα ότι βαρύ κακό μάς έρχεται και θανατικό που εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο και δεν γλιτώνει κανείς, ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί, ούτε δύση ούτε ανατολή, ανατρέχουμε περήφανοι και παμπόνηροι στους αιώνες των αιώνων που προηγήθηκαν. Ή έτσι νομίζουμε, ερμηνεύοντας τις βοές, τις μακρινές διδαχές από το παρελθόν. Λέμε το λοιπόν: ας περισχοινιστούμε. Κι επειδή είμαστε καλοί όταν θέλουμε, ω είμαστε πολύ καλοί όταν θέλουμε πραγματικά, λέμε θα το κάνουμε όπως πρέπει, κι ας έχουμε για χρόνους και καιρούς παραμελήσει τη ρίζα του αρχαίου εθίμου. Τα τεχνολογικά μέσα βρίσκονται στο πλευρό μας. Το τι-και-πώς-πρέπει-να-γίνει διαχέεται σε όλη την επικράτεια ταχύτατα:
Την πρώτη αφέγγαρη νύχτα, οι δεκαεξάχρονες παρθένες θα ράψουν ένα λευκό βαμβακερό χιτώνα σαν σάβανο. Μόνη προϋπόθεση να είναι γυμνές όταν θα κάνουν αυτό τους το καθήκον. Επίσης η λευκότητα είναι αδιαπραγμάτευτη. Πρέπει να είναι εκτυφλωτική. Το πλήθος τους, απαραίτητο να είναι πολλαπλάσιο του σαράντα.
Μα τα παρθένα κορίτσια δεν είναι αρκετά. Επιπλέον εξαιρούνται όσα θα έχουν την έμμηνο ρύση τους. Αστραπιαία ευφυής ιδέα βγάζει την πολιτεία από την άβολη κατάσταση. Το έλλειμμα να καλυφθεί με αγόρια της ίδιας ηλικίας. Και, επιτέλους, δεκαοκτώ χιλιάδες σαράντα είναι τα εγγεγραμμένα παιδιά σύμφωνα με τον μετρητή της πύλης «Περίσχοινος» του υπουργείου. Κάποια, όμως, δεν έχουν υπολογιστή, κι έτσι δεν έχουν υπολογιστεί, δεν έχουν κινητό, ούτε αφήνουν στίγματα σε cloud.
Σε δεκατέσσερεις νύχτες μετά την αφέγγαρη, η σελήνη γεμίζει σαν πολλά υποσχόμενη έφηβη. Δεκαοκτώ χιλιάδες σαράντα παρθένοι καλούνται στον βράχο της ακρόπολης, να τον περισχοινίσουν. Όλοι γι’ αυτό μιλούν. Όλοι μόνο μιλούν. Οι «περιττοί» διαφεύγουν της ενήλικης προσοχής. Εμφανίζονται κι εκείνοι στο ραντεβού. Να κάνουν ό,τι μπορούν. Να μπαλώσουν την πομπή, την τρύπα στο ξόρκι. Ένα σχοινί από σώματα ημισαβανωμένα, που θα κρατήσουν έξω το κακό απ’ την κοιτίδα του μακραίωνου πολιτισμού μας. Χωρίς να το θέλουν, μας σκάβουν τον λάκκο, με ψυχή και με αίμα.
Οι δορυφόροι στρέφονται. Αναμεταδίδουν. Up και downloading πιέζουν τα 14 Mbps χαμηλά. Χαμηλά συνωθούνται τα σύννεφα. Ηλεκτρομαγνητική καταιγίδα. Πάνω στον κύκλο. Ατελής η διαίρεση. Σαράντα και κάτι επί. Η νεαρή όσφρηση, πρωτόγονη. Ανιχνεύει μυστική ασυνέχεια. Νεαρό χνούδι, ορθό. Ο Tesla συνέλαβε τον κλωβό του Πανός. Εντός του οι έφηβοι, όλο και πιο κοντά. Πιο κοντά. Κλείνει ο κλοιός τα αρχαία τείχη της πόλης. Σελήνη πανίσχυρη. Αυλαία ανοίγει. Εκπέμπουν λευκοί οι χιτώνες. Όχι. Δεν είναι σκιές. Σώματα γίνονται. Ανάσα. Αυχένας στιλπνός. Βλέμματα. Στόματα. Συντονισμένα. Χέρια ξανά. Πρώτη φορά. Αγγίζουν. Εκκένωση. Δίοδος. Και βόμβα ναπάλμ. Ηλεκτρική. Σαράντα και κάτι επί. Με ψυχή και με αίμα. Sixteen. Sweet sixteen. Μεταδίδουν. Η εξάπλωση καθολική. Μόνοι στον κόσμο, πανούργοι οι νέοι Οδυσσείς.
Ε.Π.
9/4/2020
.