ΞΟΡΚΙ ΕΙΚΟΣΤΟ
του Νικόλα Καλογήρου
Περιάροση της Πηγής του Κόζιακα
Αυτή η εκτενής υδάτινη ανάβλυση, η διδιάστατη ροή της κίνησης από το τζιέρι του φλοιού προς την επιφάνεια της γης, δηλαδή το ρεύμα νερού που ρέει ελεύθερα και γάργαρα, θρέφει τον αρχαίο πλάτανο του Κόζιακα, στυλώνει τον χοντρό κορμό κι ογκώνει τις πλατύφυλλες αρμαθιές των κλαδιών του εδώ και χίλια χρόνια. Ο πρωινός ουρανός χύνεται τώρα παχύς μέσα από τις διακλαδώσεις του δέντρου και το υδροφόρο στρώμα του χώματος ανανεώνει την περατότητα του κελαρύσματος.
Το αναστρέψιμο αλέτρι το σέρνει αριστερόστροφα ο γαϊδαράκος, αργά, περιμετρικά της πηγής. Την κυκλώνει προσεκτικά, την περιζώνει σταδιακά, την οριοθετεί, την καθαγιάζει μέσα στον μαγικό κύκλο. Την περικλείει σε έναν νοητό άξονα και την προστατεύει. Η δρύινη αλετροπόδα διακόπτει τη χωμάτινη συνέχεια κι εκθέτει νέες επιφάνειες στην ατμόσφαιρα, αναποδογυρίζει τη γη, θάβει το παλιό χορτάρι και ξεριζώνει τα άχρηστα υλικά. Η κίνηση της Περιάροσης ξεκινά από την Ανατολή και εκτυλίσσεται χωρίς βιασύνη.
Από την αρχή του κύκλου ξεκινά και η μπάντα των μουσικών που παίζουν τύμπανα και ταμπουρίνα διαφόρων τύπων και μεγεθών, τζέμπε, κόνγκα, ταρ και μπεντίρ. Ο ρυθμός τους βγαίνει από τους συντονισμένους χτύπους της ανθρώπινης καρδιάς. Κάνουν μικρά κι ήρεμα βήματα, πατούν ελαφρά. Οι δυο κιθαρίστες προπορεύονται. Τα δεξιά χέρια χτυπάνε όλα ταυτόχρονα τις μεμβράνες τυμπάνων κι ύστερα σαλεύουν- τώρα τ’ αντίστροφο. Πιάνουν το τραγούδι. Κάτι αργόσυρτο μα παλλόμενο, ανάμεσα σε καλύμνικο μοιρολόι του ξενιτεμού που αποχαιρετούσε ναύτες και σε Χορό των Φαντασμάτων που εμψύχωνε τους Ινδιάνους Λακότα πριν τη μάχη. Μια νεροκοτσέλα βουτάει το κεφάλι της μέσα στην πηγή και ξεδιψά. Η κομπανία της περιμετρικής λιτανείας ψέλνει:
Υπάρχει μια χώρα μακρινή, πέρα
μια χώρα που δεν υπάρχει νύχτα, μόνο μέρα
κοίτα στο βιβλίο της ζωής
κοίτα εκεί μέσα και θα δεις
Η γυναίκα που βρίσκεται κάτω από τον πλάτανο παίρνει με τη χούφτα της νερό από την Πηγή και το πετάει ψηλά. Οι δευτερόλεπτες σταγόνες αντανακλούν τις ηλιαχτίδες. Τραβά τα μακριά και παχιά της μαύρα ράστα πίσω από το πρόσωπο. Βγάζει ένα κομμάτι λευκή κλωστή μέσα από τα μαλλιά της και σκάβει το χώμα για να το θάψει. Το σκεπάζει με επιμέλεια. Τα ιθαγενή της δάχτυλα αναμοχλεύουν αργά και ξύνουν τρυφερά τη γη. Σηκώνεται. Ο περισχοινισμός έχει ολοκληρωθεί. Οι κώδικες της γητείας έχουν μπει σε εφαρμογή. Κάνει δυο βήματα μπροστά, κάθεται πάνω σε μια κροκάλα και λέει:
Χαιρετισμούς κι αγάπη. Στον Έναν ξεχωριστά και σε Όλους μαζί. Από τα ύψη του Κόζιακα στο χώμα. Από την πηγή στην ψυχή… Ονομάζω Κόζιακα, ελλείψει καλύτερου όρου, τα νερά, τις πλατείες, τους δρόμους, τα δάση, τα ποτάμια, τα στενά, τα κατώφλια όπου θα υπάρχουν άνθρωποι, ζώα και πουλιά μαζί, τα λιακωτά και τις ταράτσες, τις πόλεις και τις θάλασσες… Τις παρέες που θ’ αγκαλιάζονται, θα γελάνε, θα μαγειρεύουν φαί μαζί, θα πίνουν κρασί, θα χορεύουν και θα γλεντούνε, που θα επιβιώνουν κόντρα σ’ όλα τα προγνωστικά… Το νερό αυτής της πηγής θα ξεδιψάσει παιδιά που θα γεννήσουν παιδιά που θα τρέχουν στις αλάνες και στα λιβάδια μαζί… Ονομάζω Κόζιακα, τους εραστές που θα φτιάχνουν χρόνο μαζί, που θα γερνάν με χάδι και νου μαζί… Η συνεργασία όλων των ανθρώπινων χρωμάτων εκφράζει την αλήθεια. Κοιτάξτε ψηλά. Ακούστε τους Προγόνους μας… Αφουγκραστείτε την ουράνια Ιερουσαλήμ που στέκεται ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας… Ξελεφτερία.
.
.