ΞΟΡΚΙ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
του Γιώργου Μπίζα
.
Κόκκινη κλωστή
.
Κοιτούσα τη μητέρα μου που έφτιαχνε πασχαλινά κουλούρια. Ζύμωνε τα υλικά σε ένα πλαστικό μπολ. Ακολουθούσε τη συνταγή της γιαγιάς, δίχως να την πετυχαίνει. Πρόσεχε τις δόσεις, το ανακάτεμα, το ψήσιμο, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήταν συγκεντρωμένη, το έβλεπα στο πρόσωπό της. Τόσες μέρες έγκλειστοι με την πανδημία, λογικό ήταν. Εγώ ήμουν μέσα από όταν έκλεισαν τα σχολεία. Η μητέρα μου δούλευε με τηλεργασία. Ο πατέρας μου βρισκόταν σε αναστολή εργασίας και όλη μέρα έβλεπε τηλεόραση. Δεν μου έδιναν πολύ σημασία. Συχνά τσακωνόντουσαν με αφορμή το φαγητό, αφού η μητέρα μου σπάνια τα κατάφερνε.
Την παρατηρούσα που ζύμωνε και αναπολούσα το χωριό. Το Πάσχα, τα καλοκαίρια που πέρναγα με τη γιαγιά, όσο ζούσε. Με έπαιρνε πάντα κοντά της στις δουλείες. Κατεβαίναμε στο χωράφι να ποτίσουμε και μετά ταΐζαμε τις κότες. Συχνά εξιστορούσε θρύλους και ιστορίες περασμένες. Θυμήθηκα ότι μου διηγούταν για την αρρώστια που έπεσε στο χωριό, τα πολύ παλιά χρόνια. Πέθαινε ο ένας μετά τον άλλον. Είχαν συνήθεια να δένουν γύρω από τα σπίτια μάλλινες κλωστές για προστασία. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Έλεγε αυτή την ιστορία συχνά και μια φορά τη ρώτησα:
«Βρε γιαγιά, τα πιστεύεις αυτά;»
«Παλιά έθιμα του χωριού ήταν Πετράκη μου. Αλλά θα σου πω σε τι πιστεύω. Πιστεύω στα κουλούρια. Άμα φας ένα νόστιμο πασχαλιάτικο κουλούρι τότες περνάνε όλα.»
Έβγαλε από τη μαύρη ποδιά της ένα στριφτό κουλούρι και μου το έδωσε χαμογελαστή. Καθώς μασούσα μπλεκόντουσαν τα αρώματα στο στόμα μου. Πάλευε το βούτυρο με τη ζάχαρη. Ένα γλυκό αεράκι γλιστρούσε πάνω στο πρόσωπό μου. Άκουγα τα φύλλα να θροΐζουν από τις ανθισμένες πορτοκαλιές που μοσχοβολούσαν. Ο ήλιος χαμήλωνε και άφηνε ένα απαλό κίτρινο χρώμα στο μπλε ουρανό. Την κρατούσα από το χέρι και προχωράγαμε. Γυρνούσαμε στο σπίτι και ένιωθα ωραία.
Η μητέρα μου πήρε ένα ταψί και έστρωσε μια λευκή λαδόκολλα. Έπλαθε τα κουλούρια ένα-ένα και τα τοποθετούσε στη σειρά. Τη βοηθούσα και εγώ. Ο φούρνος είχε ζεσταθεί. Άνοιξε το πτυσσόμενο πορτάκι και τα έβαλε μέσα. Ρύθμισε τη θερμοκρασία και μου είπε:
«Αγάπη μου, θα τα κοιτάς να ρίξω μια ματιά στα email;»
Της έγνεψα καταφατικά. Γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της.
Μόλις έφυγε πήγα στο σαλόνι. Ο πατέρας μου μιλούσε στο τηλέφωνο και χάζευε στη τηλεόραση. Πλησίασα στο ξύλινο σύνθετο. Πήρα τη φωτογραφία της γιαγιάς, τη φίλησα και την άφησα στη θέση της. Άνοιξα το συρτάρι από κάτω, που είχε η μητέρα μου τις μάλλινες κλωστές για το πλέξιμο. Αυτό το είχε μάθει καλά από τη γιαγιά. Έκοψα ένα μεγάλο κομμάτι, από το κόκκινο τόπι, με το ψαλίδι που είχε δίπλα. Ο πατέρας μου με κοίταξε, χωρίς να δώσει σημασία, και χαμογέλασε.
Γύρισα στη κουζίνα σβέλτα. Τύλιξα τη κλωστή γύρω από το φούρνο. Έδεσα ένα φιόγκο γρήγορα μπροστά από το πορτάκι, γιατί έβγαζε ζέστη. Κάθισα στη καρέκλα και κοίταξα τη κόκκινη κλωστή. Παρατηρούσα, μέσα από το τζάμι, το φως που έπαιρνε ένα πύρινο χρώμα καθώς φούσκωναν τα κουλούρια. Έμπλεξα τα δάχτυλά μου και περίμενα. Περίμενα με την ελπίδα ότι θα έβγαιναν νόστιμα τα κουλούρια. Ότι θα σταματούσαν οι φωνές. Ότι θα τρώγαμε από ένα και τότε θα περνούσαν όλα.
.
.