Δεν ξέρω ποιος διαολεμένος αλγόριθμος του youtube μού εμφάνισε το «Vive la liberte» του «Δια μαγείας» στην οθόνη μου. Θες τα παράξενα ονόματα του έργου και του δημιουργού του, θες το απόκοσμο ξυλόγλυπτο που κοσμεί το «εξώφυλλο» του «δίσκου» (ως πότε θα αντέχουν αυτές οι ωραίες λέξεις του περασμένου κόσμου;), θες απλά η περιέργεια, έβαλα να το ακούσω. Το πρώτο κομμάτι με συνεπήρε μουσικά – αν και με δυσκόλεψαν κάπως οι λέξεις του. Στο δεύτερο, άκουσα τη Λένα Πλάτωνος στην κορυφαία ερμηνεία της ζωής της. Και φυσικά, μετά από αυτό το δυνατό μπάσιμο, το έργο το άκουσα ως το τέλος – και πολλές φορές.

Πίσω απ` όλο αυτό κι απ` όλ` αυτά βρίσκεται ο Μπάμπης Νίκου. Τον επισκέφτηκα στην Κυψέλη, στο σπίτι – studio όπου μένει, να τα πούμε. Εκείνη τη βραδιά ο παράφρων ιός δε μόλυνε την κουβέντα μας.

 

«Δια μαγείας» ή «ως Δια μαγείας»;
«Δια μαγείας». Το «ως» υπονοεί πως δεν υπάρχει μαγεία, αλλά αν υπήρχε θα ήταν κάπως έτσι.

Υπάρχει μαγεία;
Ναι, γιατί όχι; Δεν τα ξέρουμε και όλα.

Είχα πάει τις προάλλες μ` ένα φίλο μου στην Πάρνηθα κι ακούγαμε το «Vive la liberte» εκεί, έξω απ` τη Μονή Κλειστών. Σου φαίνεται ταιριαστό το τοπίο αυτό για ν` ακούγεται η μουσική σου;
Εγώ δεν μπορώ να την τοποθετήσω κάπου. Όπου νομίζει ο καθένας ότι του ταιριάζει. Έτσι κι αλλιώς είναι περισσότερο εσωτερικό το concept της ακρόασης και γενικά της επαφής με την τέχνη.

Του λέω κάποια στιγμή: «δεν είναι πολύ μυστηριακό αυτό που ακούμε;». Και μου λέει: «ναι, αλλά όχι βυζαντινό αρχαίο».
Μ` αρέσει, μ` αρέσει! Και η Λένα Πλάτωνος μου είχε πει ότι είναι σα να έγραψε ο Andreas Vollenweider μουσική για αρχαία τραγωδία!

Ποια είναι η καταγωγή της μουσικής σου;
Έχω ασχοληθεί με πολλά είδη μουσικής, έχω παίξει σε πολλά συγκροτήματα, έχω δουλέψει ως dj πολλά χρόνια. Υπήρξε μια περίοδος στη ζωή μου που το `ψαχνα πάρα πολύ σαν ακροατής και κατ` επέκταση σα μουσικός. Τώρα δεν το πολυσκέφτομαι τι είναι αυτό, σε ποιο είδος μουσικής ανήκει. Μου αρέσουν τα ανοιχτά πράγματα και είναι καλό να τα φτιάχνεις έτσι απ` την αρχή κιόλας, για να μην αυτοπεριοριστείς. Ξεκινάω συνέχεια καινούρια project. Είχα μπάντες παλιότερα από τις οποίες έφυγα ή σταμάτησα, γιατί κατάλαβα ότι έχοντας επιλέξει ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, από ένα σημείο και μετά αυτοπαγιδεύεσαι.

«Δια μαγείας» είσαι μόνο εσύ;
Στην ουσία, ναι. Βέβαια στις ηχογραφήσεις με βοηθούν φίλοι ή άνθρωποι που θέλω να γνωρίσω.

Νομίζω ότι ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία του έργου είναι ότι συνδέει το πολιτικό με το μεταφυσικό.
Χαίρομαι αν βρίσκεις κάτι τέτοιο γιατί προσωπικά δεν τα διαχωρίζω. Επίσης φαντάζομαι πως οι αναζητήσεις ενός ανθρώπου περνάνε με έναν τρόπο μέσα σε αυτά που φτιάχνει.

Ας μείνουμε λίγο στην ποίηση του έργου. Εκτός από σένα που έγραψες δύο κείμενα, έχουμε Ρένο Αποστολίδη…
…που τον έχω σαμπλάρει, είναι μια δική του ανάγνωση…

…Παπατσώνη…
…που τον γνώρισα από τις εκπομπές του Ρένου, δεν τον ήξερα, και έχει γίνει από τους αγαπημένους μου ποιητές…

…και δυο ζωντανούς: τον Ανδρέα Ταρνανά και τον Ελευθεριακό. Τους τα ζήτησες; Τα είχαν έτοιμα;
Με τον Ανδρέα είχαμε κάνει την «Υπναγωγία» – εκεί όλοι οι στίχοι ήταν δικοί του. Όταν έκανα αυτή τη δουλειά, του ζήτησα να μου στείλει κάτι. Όμως μια μέρα είδα ότι είχε ποστάρει στο facebook ένα ποίημα, τα «Μαύρα βράχια των ηφαιστείων».

Το `χε ξοδέψει στο facebook;
Ναι, και επί τόπου τού στέλνω μήνυμα και του λέω: «Αν δεν το προορίζεις για κάτι άλλο, το θέλω». Και μου λέει: «Δικό σου, το κατεβάζω». Του Ελευθεριακού, το άκουσα σε ένα από τα φεστιβάλ video και ποίησης που γίνονται στο θέατρο Εμπρός. Μόλις μπήκα μέσα, τον άκουσα να λέει «Της Ουτοπίας το σκίρτημα». Βγήκαμε έξω, του είπα ότι μου άρεσε πολύ και λίγο καιρό μετά ήρθε και το ηχογραφήσαμε. Το είπε ο ίδιος.

Για το ποίημα του Ταρνανά όμως φώναξες την Πλάτωνος.
Μου φάνηκε πολύ βαρύ για μένα. Δε θα μπορούσα να το υποστηρίξω.

Η Πλάτωνος, αν και τη νιώθω συνομήλικη, εδώ μου βγάζει τη γλύκα της γιαγιάς.
Με τη Λένα Πλάτωνος δε γνωριζόμασταν. Ήρθα σ` επαφή μαζί της μ` αυτή την αφορμή. Όταν συνειδητοποίησα πως αν το έλεγα εγώ μπορεί και να το κατέστρεφα, ήταν η πρώτη φωνή που μου ήρθε στο μυαλό: μια προσωπικότητα που θα μπορούσε να υποστηρίξει τους συγκεκριμένους στίχους. Ηχογράφησε στο σπίτι της, με δικό της ηχολήπτη. Πήγα εκεί και με το που άκουσα τα πρώτα δευτερόλεπτα, μου σηκώθηκε η τρίχα.

Ο άλλος καλεσμένος, ο Ξυδάκης;
Έχουμε μια επαφή εδώ και αρκετά χρόνια και τώρα πια μπορώ να πω ότι είμαστε και φίλοι. Όταν του ζήτησα να συμμετέχει, ήρθε με χαρά και το έκανε και τον ευχαριστώ ιδιαίτερα. Είναι πολύ σημαντικός καλλιτέχνης και έχω μάθει πολλά από τη συναναστροφή μου μαζί του.

Το έργο κυκλοφόρησε μόλις πρόσφατα στο δίκτυο. Τι έχεις ακούσει ως τώρα;
Καλά σχόλια έχω ακούσει. Αποφάσισα να μην κάνω καμία κίνηση μ` αυτή τη δουλειά. Να μην τη στείλω πουθενά, να τη βγάλω, κι ό,τι γίνει. Και βλέπω ότι αυτό που ήθελα να γίνει γίνεται στην πραγματικότητα. Δηλαδή φίλοι μου που τους αγαπάω το ποστάρουν και άνθρωποι που δεν τους ξέρω μου γράφουν. Λίγοι, όχι πολλοί. Αλλά μ` αρέσει σα διαδικασία αυτό, το word of mouth. Αυτό ακριβώς ήθελα. Κι ό,τι γίνει – δε θα κάνουμε καμιά καριέρα.

Τι είναι καριέρα;
Δεν ξέρω, είναι μια πολύ ξενέρωτη λέξη. Μου βγάζει κάτι χαρτογιακάδικο. Τι θα πει «καριέρα στην τέχνη»; Στο μυαλό μου ο καριερίστας θέλει πάση θυσία να γίνει κάτι. Να γίνει γνωστός, αρεστός, να βγάλει χρήματα. Αυτές είναι οι πραγματικές προθέσεις του και είναι ζήτημα προθέσεων η τέχνη. Σε κάποιους λίγους ανθρώπους που δημιουργούν με αγάπη και αγνότητα, έχει έρθει στην πορεία μια αναγνωρισιμότητα, μπορεί και χρήματα. Δεν τους θεωρώ καριερίστες όμως.

Φωτογραφία: Νατάσα Κούμη


Σκέφτεσαι να παρουσιάσεις ζωντανά το έργο;
Ναι. Έχω να κάνω live πολλά χρόνια. Έχω παίξει πολύ και στην Ελλάδα και έξω, με διάφορα σχήματα. Αλλά δε βιάζομαι. Θέλω να γνωρίσω μουσικούς που θα μπορούσαμε να ταιριάξουμε, είναι βασικό αυτό. Και κάποια στιγμή θα γίνει.

Πού θα `θελες να το παρουσιάσεις;
Έλα ντε. Είναι κι αυτό ένα ζήτημα. Εσύ πού θα `θελες να το ακούσεις;

Στην Πάρνηθα. Εκείνη τη μέρα ένιωσα το εδώ της μουσικής σου. Μ` άρεσε που άκουγα την Πλάτωνος εκεί κι όχι σε κάποιο βουνό της Ηπείρου. Γιατί η Πάρνηθα είναι ένα αττικό βουνό, σχεδόν αστικό, πιο μοντέρνο. Βέβαια δεν ξέρω πόσοι θα `ρχονταν κει πάνω. Αλήθεια, ποιο είναι το κοινό σου; Τι κοινά έχει το κοινό σου;
Ενδέχεται να μην έχει κοινά εύκολα εντοπίσιμα. Μπορεί να είναι ετερόκλητο, γιατί κι οι επιρροές μου είναι ετερόκλητες. Τους αισθάνομαι αυτούς τους ανθρώπους, αλλά δε μπορώ να τους περιγράψω. Κάτι συναισθηματικά, ιδιοσυγκρασιακά κοινό υπάρχει.

Το έργο είναι μοιρασμένο ανάμεσα στην απαγγελία και στο τραγούδι, το μελοποιημένο στίχο. Πώς ισορροπείς ανάμεσα σ` αυτά τα δύο;
Στην «Υπναγωγία» ήταν όλα μελοποιημένα, ήταν τραγούδια. Σ` αυτό είπα: «για να τραγουδάμε είμαστε;». Κάπως έτσι. Εγώ εξάλλου μουσική κάνω, δεν είμαι ακριβώς τραγουδοποιός. Το κάνω και αυτό αλλά δεν μου είναι τόσο εύκολο, με τον ελληνικό στίχο ειδικά. Με τα ποιήματα του Ανδρέα και του Ελευθεριακού για παράδειγμα, αν έμπαινα στη διαδικασία να τα κάνω τραγούδια, νομίζω ότι θα χανόταν κάπως το κείμενο. Ήθελα να δώσω καθαρά βάση στο στίχο.

Θεωρείς ότι έχει παρέλθει η εποχή του τραγουδιού;
Δε νομίζω. Εσύ έχεις διαπιστώσει κάτι τέτοιο;

Το ψυχανεμίζομαι. Η άνθηση της ραπ, του χιπ-χοπ, δε δείχνει κάτι τέτοιο;
Κυρίως στο χιπ-χοπ θα δεις πια δυνατό στίχο. Όχι σε όλη τη σκηνή φυσικά αλλά σε ένα μεγάλο κομμάτι της, που κρατάει ζωντανή την αρχική της υπόσταση. Συνεχίζει να έρχεται από τα κάτω και να διατηρεί την επαναστατικότητά της. Εκτός από κάποια group της punk/crust σκηνής και κάποιες άλλες λίγες εξαιρέσεις, εμείς οι «ροκάδες» έχουμε γίνει λίγο βουτυρομπεμπέδες. Αυτοί οι πιτσιρικάδες μάς δείχνουν πώς πρέπει να γίνεται και όσοι ψάχνουν μέσα από τη μουσική κάποια κριτική στα πράγματα ή μια καινούργια προσωπική αλήθεια, ίσως έχουν βαρεθεί το τραγούδι, ναι.

Νιώθεις ακόμα ροκάς;
Ναι, αλλά όχι τόσο ως μουσικός.

Γιατί ονόμασες το έργο «Vive la liberte»; Πουθενά στους στίχους του δεν υπάρχει αυτή η φράση.
Είχα δει ένα όνειρο πριν πέντε χρόνια. Το είχα σημειώσει, γι` αυτό και το θυμάμαι. Υπήρχε ένας δίσκος πολύ ωραίος που λεγόταν έτσι. Είχα πει ότι κάποια στιγμή θα `θελα να κάνω μια δουλειά με αυτόν τον τίτλο κι όταν άρχισα να φτιάχνω το συγκεκριμένο album, αποφάσισα ότι αυτό θα είναι. Τώρα, το στιχουργικό περιεχόμενο είναι μάλλον περισσότερο ενδόμυχα δεμένο με τη φράση.

Ποιο είναι το περιεχόμενο της liberte σου;
Ελευθερία. Από μας τους ίδιους. Πρώτ` απ` όλα εμείς είμαστε δέσμιοι διάφορων δυνάμεων, εσωτερικών κυρίως, που δε μας αφήνουν να ανθίσουμε, για να ανθίσει και η κοινωνία. Βλέπω και στα social media ότι πολλοί καλλιτέχνες π.χ. έχουν μια στάση που αρμόζει σε καλλιτέχνη, δείχνουν να είναι ενάντια στον καπιταλισμό κ.λπ., αλλά δεν κινούνται έτσι στη ζωή τους. Έχουν αγκαλιάσει το νεοφιλελευθερισμό ωμά. Sponsored posts, πληρωμένα like, πληρωμένα views στο youtube, για να φαίνεται ότι κάτι κάνουν. Τα σκάνε σε δισεκατομμυριούχους μπας και κάτι γίνει. Φυσικά δεν κρίνω κανέναν, μια ζωή την έχουμε, θα κάνουμε ό,τι γουστάρουμε, όμως είναι μια φυλακή η φαντασίωση της επιτυχίας. Μπορεί να σου στερήσει τη χαρά, την απλή χαρά της δημιουργίας.

Το ξυλόγλυπτο του εξωφύλλου. Νάξος, Αύγουστος 2019. Φωτογραφία: Ειρήνη Φραγκούλη.


Προτείνεις λοιπόν απελευθέρωση από τον εαυτό μας.
Ναι. Μας διαμορφώνουν εξωτερικοί παράγοντες. Ξέρω αρκετούς ανθρώπους που δηλώνουν αντιρατσιστές, αντιφασίστες, αντισεξιστές, και δεν είναι στην πραγματικότητα. Άσε το τι λένε. Δες τι κάνουν, πώς κινούνται. Την ουσία δηλαδή. Είναι δέσμιοι σε κάποια πράγματα που τους φορέσαν στο κεφάλι από τη στιγμή που γεννήθηκαν. Όλοι λίγο πολύ είμαστε, και δυσκολευόμαστε να απελευθερωθούμε. Αυτές οι εσωτερικές φυλακές είναι πολύ σοβαρές.

Αν γινόταν σύνθημα στα ελληνικά το  «Vive la liberte», πώς θα ήταν;
Δεν είναι τα συνθήματα το θέμα, το θέμα είναι η ενδοσκόπηση. Αν κάποια στιγμή μπορεί να προσεγγιστεί κάτι τέτοιο, μια απελευθερωμένη κοινωνία, γιατί εγώ αυτό θεωρώ Ουτοπία, πρέπει να κάνεις πολύ δουλειά με τον εαυτό σου. Το αποτέλεσμα, στην πορεία του χρόνου μπορεί να απλώνεται και σε ένα ευρύτερο σύνολο. Θέλει όμως λίγο ζόρι. Εκτός αν σε ενδιαφέρει μόνο η πάρτη σου, που είναι ok φυσικά κι αυτό. Αυτά όμως που υποστηρίζεις με τις πράξεις σου, συνειδητά ή όχι, θα τα βρεις μπροστά σου.

 

Στα μαύρα βράχια των ηφαιστείων

Ανδρέας Ταρνανάς

 

Μέσα στη νύχτα τον εαυτό μου «πες μου ποιος είσαι» ρώτησα

και μ` απαντάει με τον βαρύ της θρήνο μια ηπειρώτισσα.

Σαν ερινύα χαμογελάει και το ισχνό το χέρι της

με μια παράξενη σημασία δείχνει ψηλά τα μέρη της.

Στα μαύρα βράχια των ηφαιστείων πριν από χρόνια σ` άφησα

και με το σίδερο σε μια πέτρα κρυφή μορφή ζωγράφισα

κι ένα κομμάτι σού είχα δώσει να το κρατάς για σύμβολο

δρόμο δικό σου να βρίσκεις πάντα στον κόσμο τον αμφίβολο.

Μίτο σαν έχεις δεν τον φοβάσαι τον σκοτεινό λαβύρινθο

και δε λατρεύεις άλλο τη στάχτη που μάζεψες στη λήκυθο

μα στα χωράφια σου τη σκορπίζεις να ξαναγίνουν γόνιμα

και να φυτρώσουν λόγια στα χείλη εαρινά και φρόνιμα.

Ένδυμα πλέκεις από αέρα, νου απ` της γης τα χώματα

και σε ζεσταίνει βαθιά η θέρμη που βγαίνει απ` τα σώματα.

Φεύγεις και ξέρεις την ίδια ώρα πάλι εδώ πως έρχεσαι

και πιο μακρύ του νόστου ταξίδι τώρα να έχεις εύχεσαι.

Μέσα στη νύχτα τον εαυτό μου «πες μου ποιος είσαι» ρώτησα

και μ` απαντάει με τον βαρύ της θρήνο μια ηπειρώτισσα.

.

.