Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη

Η σκοτεινή πλευρά του ποιητή[1]

  

Η μυθιστορηματική πτυχή της συγγραφικής δραστηριότητας του Γιώργου Σεφέρη δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή σε ένα, ελαστικώς, νοούμενο ευρύ κοινό. Και αυτή είναι αναμφίβολα μία διαπίστωση που αδικεί το μοναδικό – ολοκληρωμένο – μυθιστόρημα που προέκυψε από την πένα του ποιητή και εμπνευσμένου δοκιμιογράφου.[2]

Γραμμένο τη διετία 1926-1928 και δουλεμένο ξανά το 1954 το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη δεν εκδόθηκε παρά το 1974, τρία χρόνια, δηλαδή, μετά τον θάνατο του ποιητή. Πρόκειται για έργο μάλλον πρωτοποριακό για την εποχή του και αποτελεί δυστύχημα για τον νεοελληνικό αφηγηματικό λόγο το γεγονός ότι ο συγγραφέας του δεν τόλμησε να το εκδώσει, έστω την εποχή της δεύτερης επεξεργασίας του, καθώς κάτι τέτοιο θα γλίτωνε τους Έλληνες μυθιστοριογράφους από αχρείαστους, σε αφηγηματικό επίπεδο, μόχθους, ηθικούς δισταγμούς και καλλιτεχνικές παλινδρομήσεις πολλών ετών. Δεδομένου του γεγονότος ότι ο μόνιμος φιλολογικός επιμελητής και στενός φίλος του ποιητή Γ. Π. Σαββίδης δεν μας παρέχει τις αιτίες της μάλλον πεισματικής άρνησης του ποιητή να δημοσιεύσει το κείμενο (ενώ μας πληροφορεί, επί παραδείγματι, ότι ιδίως κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του ποιητή, ο ίδιος ο Σαββίδης τον πίεζε συστηματικά για την έκδοση του έργου), είμαστε δυστυχώς υποχρεωμένοι να καταφεύγουμε σε εικασίες.

Μία πτυχή, λοιπόν, της άρνησης αυτής του Σεφέρη να δημοσιεύσει το Έξι νύχτες στην Ακρόπολη θα έπρεπε μάλλον να την αναζητήσουμε στο γεγονός ότι ο ίδιος αισθανόταν τον εαυτό του περισσότερο ποιητή μάλλον παρά αφηγητή. Η παραπάνω πρόταση ουδόλως σχηματική είναι, διότι από μια άποψη ιστορική, ψυχολογική και ανθρωπολογική, η ανθρώπινη – λογοτεχνική – έκφραση δομείται πάντα επάνω σε τρεις βασικούς τρόπους, σε τρεις βασικές κατηγορίες του εκφράζεσθαι: την αφήγηση (Έπος – Μυθιστόρημα),[3] το διάλογο (Δράμα) και την λυρική έκφραση του εγώ (Λυρική ποίηση). Και ανεξάρτητα από τους ιστορικούς λόγους που υπαγορεύουν κάθε φορά την επικράτηση του τάδε ή του δείνα λογοτεχνικού γένους στην λογοτεχνική παραγωγή, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε και τον παράγοντα της προσωπικής προαίρεσης: ακόμα κι αν δεν είχε παρέλθει η εποχή του Έπους, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο Αρχίλοχος θα ήθελε ή θα μπορούσε να εκφραστεί μέσα από τη λογοτεχνική φόρμα του Έπους. Στις μορφές του Ομήρου και του Αρχίλοχου θα καθρεφτίζεται αιωνίως η διαπάλη μεταξύ «αντικειμενικού» και «υποκειμενικού» καλλιτέχνη. Την σχετικότητα αυτού του «αντικειμενικού» και «υποκειμενικού» την έχει ήδη καταδείξει εδώ και ενάμισι αιώνα ο Nietzsche ούτως ώστε να είναι αρκετά εμπεδωμένη για να επανέλθουμε εδώ.[4] Αυτό που προέχει να συγκρατήσουμε είναι ότι η λυρική ποίηση και η αφήγηση (συγκροτώντας η κάθε μία μορφή έκφρασης και από ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό γένος)[5] είναι δύο διαφορετικές νοητικές παραγωγικές διαδικασίες που, εκπορευόμενες ακριβώς από βαθύτερες ψυχονοητικές δυναμικές, σπανίως τυχαίνει να εκφραστούν από το ένα και το αυτό άτομο. Ή αντιστρόφως, είναι ψυχονοητικά-υπαρξιακά ιδιαζόντως δύσκολο το ίδιο άτομο να εκφράζεται εξίσου εύκολα μέσα από δύο τόσο διαφορετικές κατηγορίες του εκφράζεσθαι όπως η ποίηση και η αφήγηση. Προς την κατεύθυνση αυτή συγκλίνει και η μαρτυρία του Σαββίδη ότι ο Σεφέρης είχε προβεί σε περισσότερες της μίας απόπειρες να συνθέσει εκτενή αφηγηματικά έργα, υπό τη μορφή μυθιστορημάτων,[6] οι οποίες ουδέποτε ευοδώθηκαν. Η επιμονή αυτή του ποιητή να συγγράψει μυθιστόρημα δεν φανερώνει μόνο την βαθιά επιθυμία του προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά και την εγγενή αδυναμία του να την υλοποιήσει.[7] Συνεπώς, ως προς αυτό η απάντηση του Στράτη (του κεντρικού ήρωα του έργου) στη Μαριγώ, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, όταν εκείνη τον ρωτά γιατί επιμένει αναχρονιστικά να κάνει ποίηση, όταν το λογοτεχνικό μοντέλο του παρόντος είναι το μυθιστόρημα, θα μπορούσε να θεωρηθεί a posteriori ως μία απολογία της ποίησης:

«Ο Στράτης ρώτησε:

– Τραγουδάτε;

– Ναι, σπούδασα τραγούδι στη Γερμανία και φιλολογία. Εσείς γράφετε, νομίζω, τι γράφετε;

Ο Στράτης ένιωσε το φως της Σαλώμης υπερβολικά χαμηλό.

– Θα ήθελα να γράψω ποιήματα και δοκίμια, είπε σιγά σαν να του είχαν φερθεί αδιάκριτα.

Απογοήτευση συννέφιασε το πρόσωπο της κυρίας:

– Μα ποιος ασχολείται με ποιήματα, τώρα. Τη θέση της ποίησης την έχει πάρει το μυθιστόρημα. Αυτό δεν το δοκιμάσατε;   

Ο Στράτης ένιωσε υπόδικος. Γύρω του η Σαλώμη φρόντιζε τη μαστίχα· ο κύριος κοίταζε βλοσυρά· η Λάλα κινήθηκε πίσω από ένα θαμπό γυαλί. Αποκρίθηκε πολύ αργά σκοντάφτοντας:

– Το δοκίμασα, αλλά νομίζω πως δεν ξέρω να διηγηθώ. Ακόμη χειρότερο, δεν μπορώ να περιγράψω. Έχω πάντα την εντύπωση πως όταν ονομάσεις κάτι, του φτάνει για να υπάρξει. Τι είναι, θα το δείξει μόνο του με τα καμώματα του. Γι αυτό, υποθέτω, όταν επιχειρήσω μια περιγραφή, μου φαίνεται πως οι λέξεις χάνουν το βάρος τους, διαλύονται στην άκρη της πένας. Και πώς να γεμίσεις ένα βιβλίο χωρίς περιγραφές;

Η κυρία ξαφνίζουνταν ή ανυπομονούσε:

– Μα, αν αυτό το κάτι δεν είναι άνθρωπος· είναι ας πούμε ένα τοπίο, ένα πράγμα, χωρίς καμώματα – που δεν πράττει, θα έλεγα καλύτερα – τότε πώς θα καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται χωρίς περιγραφή;

– Μου φαίνεται πως ό,τι υπάρχει πράττει, είπε ο Στράτης.

Το απόφθεγμα κουδούνισε παράξενα στ’ αυτιά του, σα να το είχε πει κάποιος ξένος· γέλασε.

Η Σαλώμη παρακολουθούσε με λοξές ματιές. Η κυρία νόμισε πως ο Στράτης την κορόιδευε· έγινε σουβλερή:

– Και βρίσκετε πως τα παιχνίδια των ποετάστρων, αυτά έχουν βάρος;

– Είναι δύσκολη η τέχνη, είπε με απάθεια ο Στράτης και πολλοί αποτυγχάνουν. Όμως δεν βρίσκω άλλο τρόπο για να πω τη συγκίνησή μου.»[8]

.

Να μη «βρίσκεις άλλο τρόπο να πεις την συγκίνησή σου», αυτό σε καθιστά ποιητή, αφηγητή ή δραματουργό αντίστοιχα. Κι ο Γιώργος Σεφέρης ήταν πέρα από οτιδήποτε άλλο ποιητής.

Μια δεύτερη, όμως, πτυχή της πεισματικής αυτής άρνησης του Σεφέρη να δημοσιεύσει το μόνο μυθιστόρημα που κατόρθωσε ποτέ να ολοκληρώσει, πιστεύω ακράδαντα πως θα έπρεπε να την αναζητήσουμε στον ίδιο το χαρακτήρα, την ιδεολογία και την πνευματική, εν γένει, συγκρότηση του ποιητή. Ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος της τάξης του και εκεί ακριβώς νομίζω πως οφείλονται οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες του ως προς την έκδοση του έργου, καθώς έφερε εγγενώς κι ο ίδιος μέσα του έναν «αστικό καθωσπρεπισμό»: στο φόβο του, δηλαδή, μήπως το υπερβολικά τολμηρό περιεχόμενο του έργου καταστρέψει τη δημόσια εικόνα του.[9] Και γι αυτόν ακριβώς το λόγο δεν είχε κανένα πρόβλημα να δημοσιευτεί το μυθιστόρημα μετά το θάνατό του (κάτι το οποίο αποδεικνύουν οι σαφείς εκδοτικές οδηγίες καθώς και τα προλογικά σημειώματα που ο επιμελητής αναφέρει ότι βρήκε στα καθαρογραμμένα – και κάποια δακτυλογραφημένα – χειρόγραφα του ποιητή). Οι παραλληλίες με την εκδοτική ιστορία του Μεγάλου Ανατολικού του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι, νομίζω, αποκαλυπτικές. Βέβαια, και επειδή δεν θα ήθελα με κανένα τρόπο να φανεί ότι αδικώ τον ποιητή, σπεύδω να δηλώσω ότι ουδείς, και το τονίζω, Έλληνας μυθιστοριογράφος θα διανοούταν στα 1928 να δημοσιεύσει ένα έργο της τολμηρότητας του Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη. Διότι και οι τολμηρότερες ακόμα σελίδες του τολμηρότερου περίπου ομήλικου του Έλληνα μυθιστοριογράφου, του Μ. Καραγάτση (σε μυθιστορήματά του των τελών της δεκαετίας του ‘30, αλλά κυρίως αυτών των μέσων της δεκαετίας του ‘50), φαντάζουν μπροστά σε ορισμένες σελίδες του Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη σεμνές. Κι αυτό επειδή ο Σεφέρης δεν διστάζει να παρουσιάσει τον Στράτη (ένα λογοτεχνικό alter ego, άραγε, που τολμά όσα δεν μπορεί ο συγγραφέας;) να κυκλοφορεί με χαρακτηριστική άνεση κι εξοικείωση μέσα στα αθηναϊκά μπουρδέλα, να έχει παράλληλες σχέσεις με δύο διαφορετικές γυναίκες, ή κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο να παρακολουθεί, ερεθισμένος και με ναρκισσιστικό ενδιαφέρον (καθώς η συζήτηση αρχικά περιστρέφεται γύρω από το άτομο του), απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο μία λεσβιακή περίπτυξη μεταξύ της Σαλώμης και της Λάλας, σε μια σκηνή απαράμιλλα αισθησιακή και η οποία, δομείται πάνω στο πρότυπο μιας ανάλογης σκηνής, με πρωταγωνίστριες την φορά αυτήν την Mlle Vinteuil και την Albertine, στον πρώτο τόμο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο  (Du côde chez Swann) του Marcel Proust.              

Το ίδιο το Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη τώρα ως μυθιστόρημα μολονότι έχει αρκετές αδυναμίες, κυρίως μια κάποια αδεξιότητα στη σύνθεση που φανερώνει έναν λογοτέχνη που δεν έχει ασκηθεί προηγουμένως σ’ αυτό το είδος λόγου, και που οφείλεται, φαντάζομαι, στην terra incognita που ο ποιητής αποπειράται να χαρτογραφήσει, το έργο ως όλον αποτελεί ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Συνομιλεί δε και συμμετέχει, με σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, εγρήγορση στις ρηξικέλευθες καινοτομίες που εισήγαγαν στο μυθιστόρημα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 οι μοντερνιστές όλου του ευρωπαϊκού χώρου (Joyce, Proust, Broch, Musil, Döblin, Kafka), και προλαμβάνει, τουλάχιστον όσον αφορά τα ελληνικά δεδομένα, εξελίξεις στο χώρο της γραφής που θα μπορέσουν να καταστούν κοινό κεκτημένο των Ελλήνων μυθιστοριογράφων μονάχα από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και εξής, κατεύθυνση προς την οποία θα συμβάλει καθοριστικά, μ’ έναν τρόπο αβίαστο και φυσιολογικό,  η δημοσίευση της τριλογίας των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα (και σ’ αυτήν την περίπτωση το σεφερικό δάνειο του γενικού τίτλου του έργου, καθώς και εν γένει ο τρόπος που αξιοποιεί το Σεφέρη ο Τσίρκας, είναι τουλάχιστον συγκινητικά) και του Κιβώτιου του Άρη Αλεξάνδρου. Κυρίως, όμως, συνιστά το πιο ατμοσφαιρικό και υποβλητικό νεοελληνικό μυθιστόρημα (μαζί με το κατεξοχήν εκείνο υποβλητικό Φθινόπωρο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου και βέβαια την Eroica του Κοσμά Πολίτη). Κατά έναν παράδοξο τρόπο μάλιστα η ατμόσφαιρα του το πλησιάζει στο ιδιαίτερο μυθιστορηματικό είδος του μαγικού ρεαλισμού (και ιδίως στον σπουδαιότερο εκπρόσωπο του, Juan Rulfo), καθιστώντας το ένα είδος μαγικού ρεαλισμού πριν από το μαγικό ρεαλισμό, σε άλλον τόπο και άλλον χρόνο. 

Βέβαια, τέτοιου είδους ανιστόρητοι και αναχρονιστικοί παραλληλισμοί, που αγνοούν τις εκάστοτε κοινωνικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες μέσα στις οποίες ένα καλλιτεχνικό έργο δημιουργείται, καθώς και την ιδιαίτερη ποιότητα της αισθητικής συγκίνησης των επιμέρους λαών, αναγκαστικά δεν μπορούν να στηρίζονται παρά στην υποκειμενική εντύπωση του ανθρώπου που τους εκφέρει, και ως τέτοια ακριβώς την καταθέτω κι εγώ εδώ. Εντούτοις οφείλω μερικές εξηγήσεις επειδή θα ήθελα να αποφύγω ορισμένες παρεξηγήσεις. Αυτό το μυθιστορηματικό είδος που αποκαλούμε «μαγικό ρεαλισμό» πρακτικά περιορίζεται σε ορισμένα έργα συγκεκριμένων συγγραφέων. Αν τυπικά δείγματα αυτού του είδους θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το Εκατό Χρόνια Μοναξιά του Gabriel Garcia Marquez και Το Σπίτι των Πνευμάτων της Isabelle Aliente, τότε χωρίς κάποιαν ιδιαίτερη δυσκολία ο οποιοσδήποτε αναγνώστης του Juan Rulfo μπορεί να διαπιστώσει ότι το κλίμα του δικού του μυθιστορήματος (αναφέρομαι φυσικά στο ένα και μοναδικό μυθιστόρημά του, το Pedro Paramo, το σημαντικότερο ίσως έργο της αφηγηματικής λογοτεχνίας στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αι.) ουδεμία σχέση έχει με το αντίστοιχο των προαναφερθέντων. Διότι η ατμόσφαιρα των έργων του Marquez ή της Aliente είναι βουτηγμένη σε μια «γλυκιά μελαγχολία», ανακαλώντας υποσυνείδητα στο νου του αναγνώστη μνήμες ελάχιστα δικές του και εκβιάζοντας την οικειότητα εκείνη που υποθέτει ότι θα προκαλούσαν οι παλιές νυχτερινές συνεστιάσεις σε χωριά φωταγωγημένα αποκλειστικά από τη λάμψη της σελήνης ή των αστεριών, όπου το γηραιότερο μέλος διηγούνταν με την απαραίτητη νοσταλγική διάθεση τα γεγονότα των περασμένων εποχών. Όσο ακίνδυνη όμως (ακίνδυνη ακριβώς ως ενταφιασμένη σε έναν πλασματικά ανασυγκροτημένο χωροχρόνο όπου τα πάντα ήταν περίπου έτσι και τίποτα ακριβώς έτσι) είναι αυτή η «γλυκιά μελαγχολία» των παραπάνω έργων, τόσο βαθιά ανησυχητική είναι η «υπερβατική ζοφερότητα» του Juan Rulfo, που τον φέρνει εγγύτερα στον Kafka μάλλον παρά στον Marquez, και που το μόνο κοινό με την ατμόσφαιρα των έργων του τελευταίου είναι ακριβώς η υπερβατικότητα, αυτό το κοινά υπέρλογο και μεταφυσικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το μυθιστορηματικό αυτό είδος. Ωστόσο και μία σύγκριση με τον Kafka αποδεικνύεται πολλαπλά επιφανειακή. Σε κάθε αναγνώστη του Rulfo ήδη από τις πρώτες γραμμές του έργου καθίσταται εμφανές ότι έχει να κάνει με έναν εντελώς ιδιαίτερο, προσωπικό δημιουργό, με μιαν εντελώς ιδιαίτερη δική του γραφή και με ένα έργο χωρίς όμοιό του στην παγκόσμια λογοτεχνία που σε βυθίζει ευθύς εξαρχής σε μια ατμόσφαιρα μοναδική, ακαθόριστα αλλόκοτη και εφιαλτική. Διότι, η «γλυκιά μελαγχολία» του Marquez ή της Aliente εγγράφεται στα όρια της consolation, της παραμυθίας, είναι μια διαδικασία απώθησης: μια προσπάθεια πλασματικής επανεγγραφής της ιστορίας προκειμένου να λησμονήσεις, να απωθήσεις στα άδυτα της συνείδησης και της μνήμης την οδυνηρή, τραυματική πραγματική ιστορία. Η «υπερβατική ζοφερότητα» του Rulfo αντίθετα, εγγράφεται στα όρια του εξορκισμού, είναι μια διαδικασία ανάκλησης: μια προσπάθεια πλασματικής επανεγγραφής της ιστορίας προκειμένου να ανακαλέσεις τον πόνο, την οδύνη και μέσω ακριβώς της επαναβίωσης που η ανάκληση αυτή προκαλεί να ξεπεράσεις το τραύμα. Τόσο το Εκατό Χρόνια Μοναξιά ή Το Σπίτι των Πνευμάτων, όσο και το Pedro Paramo συνιστούν προσπάθειες υπέρβασης της οδύνης, μόνο που τα πρώτα έργα το κάνουν μέσω της αηδιασμένης αποστροφής του βλέμματος από τον πόνο, ενώ το δεύτερο μέσω της εστίασης του βλέμματος στον πόνο, της «μαζοχιστικής» ενατένισης του πόνου.

Τα παραπάνω τα ανέφερα αποκλειστικά και μόνο για να επεξηγήσω ότι οι ομοιότητες, τις οποίες νομίζω ότι εντόπισα ανάμεσα στο Pedro Paramo και το Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, δεν εντοπίζονται τόσο σε επίπεδο γραφής ή εικονοπλασίας όσο σε επίπεδο ατμόσφαιρας και, κυρίως, λειτουργίας. Διότι μέσω ακριβώς της εστίασης του βλέμματος στον πόνο, που υιοθετείται στο Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη ο Σεφέρης έρχεται να προτείνει με τρόπο ριζοσπαστικό ακριβώς την λειτουργία του εξορκισμού, της ανάκλησης ως θεμελιώδη άξονα της εκφοράς του αφηγηματικού λόγου. Εξ ου και η μοναδική καινοτομία του εν συγκρίσει με το κύριο σώμα της ελληνικής αφηγηματικής λογοτεχνίας του καιρού του. Εξ ου και η ανάλογα υποβλητική ατμόσφαιρα του μοναδικού του μυθιστορήματος με το επίσης μοναδικό μυθιστόρημα του Rulfo. Ίσως αυτό να είναι και ένα καλό παράδειγμα για το πώς δύο προσωπικότητες, χωρικώς και χρονικώς απομακρυσμένες, μπορεί υπό ανάλογες συναισθηματικές συνθήκες να δώσουν έργα με ανάλογη ατμόσφαιρα και προβληματική. Ίσως πάντως μια συστηματικότερη εκ παραλλήλου εξέταση των δύο έργων να κατέληγε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Άλλωστε και τα δύο έργα συνιστούν μια αλληγορία με έναν πάνω-κάτω κοινό προσανατολισμό (μου φαίνεται ενδεικτικό, επί παραδείγματι, ότι και τα δύο έργα δομούνται επάνω στην αξιοποίηση του θέματος της κατάβασης στον Κάτω Κόσμο, στην Κόλαση· ποιο άλλο είναι το νόημα του motto από το Καθαρτήριο της Θείας Κωμωδίας του Dante, που κοσμεί την κεφαλίδα του έργου;).[10] Υπό το ίδιο ακριβώς πρίσμα, η «πραγματική Ακρόπολη» του Γιώργου Σεφέρη δεν είναι λιγότερο «εξωπραγματική» από τη «φανταστική Κομάλα» του Juan Rulfo. 

Όπως ήδη είδαμε ο κεντρικός ήρωας του έργου γύρω από τον οποίο πλέκεται ο αφηγηματικός ιστός είναι ο Στράτης, νεαρός διανοούμενος που φιλοδοξεί κάποια στιγμή να πετύχει στις ποιητικές του απόπειρες. Εμφορούμενος από μια γνήσια καλλιτεχνική ανησυχία, επιστρέφει, έπειτα από αρκετά χρόνια απουσίας στο Παρίσι, όπου έλειπε για σπουδές, στην Αθήνα.[11] Στην αρχή άγνωστος μες σε αγνώστους. Τον συναντούμε αφού βρίσκεται ήδη δυο χρόνια στην Ελλάδα και έχοντας σχηματίσει έναν μικρό, πάνω-κάτω σταθερό, σύνδεσμο γνωστών (αποτελούμενο από άλλους τρεις άντρες και τρεις γυναίκες): τον Νικόλα, τον Νώντα, τον Καλλικλή, τη Σαλώμη, τη Λάλα και την αρκετά πιο προχωρημένη σε ηλικία Μαριγώ (στην οποία θα κολλήσει το παρατσούκλι η Σφίγγα, επειδή ποζάρει ως Σφίγγα σε κάποιον ζωγράφο που το Πανεπιστήμιο του παρήγγειλε πίνακα με θέμα «ο Οιδίποδας και η Σφίγγα»). Τα κάπως γκροτέσκα ονόματα των ηρώων αποκαλύπτουν εμμέσως μία από τις εμμονές (ελληνοκεντρική ονοματοθεσία) της γενιάς του ‘30, ακόμα κι αν δεχτούμε, όπως ο Σεφέρης, ότι γενιά του ‘30 δεν υπήρξε ποτέ.[12] Υπήρχαν όμως οι συνθήκες του ελληνικού Μεσοπολέμου, η κοινή περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που καλλιέργησαν σε όλους τους λογοτέχνες της περιόδου ανάλογες εμμονές. Η παρατήρηση της Σαλώμης «πως είναι υπερβολικά σκορπισμένοι και πρέπει ν’ αποκτήσουνε συνοχή»,[13] θα αποτελέσει το εφαλτήριο της έναρξης της δράσης.

Ο Νικόλας (η μοναδική άλλη αντρική φιγούρα πλην του ήρωα, στην οποία εστιάζει με κάποια πληρότητα και ζεστασιά ο αφηγητής) θα επιφορτιστεί με την κατάστρωση του «καταστατικού της παρέας». Έτσι, εφτά άνθρωποι, ουσιαστικά άγνωστοι μεταξύ τους, που ακόμα κι όταν είναι μαζί ο καθένας είναι στην πραγματικότητα μόνος του, αποφασίζουν έπειτα από πρόταση του Νικόλα να επιχειρήσουν να βγουν, μέσα από τη κοινή συναναστροφή, από το ατομικό του ο καθένας αλλά και από το καθολικό των ημερών, που όλοι ως σύνολο βιώνουν, αδιέξοδο. Προς την κατεύθυνση αυτή αποφασίζουν να πειραματιστούν και να συγκεντρώνονται τακτικά μια φορά το μήνα σε ορισμένο μέρος. Ποιο άλλο μέρος θα μπορούσε να είναι βέβαια εκτός από την Ακρόπολη και μάλιστα υπό το φως της πανσέληνου; Ορίζουν, λοιπόν, να συναντιούνται μια βραδιά το μήνα, αυτήν που θα έχει πανσέληνο, και για έξι τουλάχιστον συνεχόμενες φορές (δηλαδή, έξι μήνες – έξι νύχτες) στην Ακρόπολη κι έπειτα ότι προκύψει. Αυτό που προκύπτει είναι, όπως είναι αναμενόμενο δεδομένου του γεγονότος ότι μιλάμε για ουσιαστικά άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους, η σύσφιξη των σχέσεων των επιμέρους μελών της παρέας, αλλά ουδόλως της παρέας ως συνόλου (η οποία, άλλωστε, και μετά την Τρίτη συνάντηση ουσιαστικά θα διαλυθεί).

Από το σημείο αυτό αρχίζει για τον ήρωα μια επώδυνη οδύσσεια (είναι τυχαίο άραγε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των γεγονότων της αφήγησης, ο ήρωας διαβάζει την Οδύσσεια;)· μια οδύσσεια βεβαίως αλληγορική, η οποία υποδηλώνεται εντέχνως κάτω από το προκάλυμμα του μύθου και η οποία στοχεύει στην αυτογνωσία. Μια οδύσσεια που θα έχει ως αποτέλεσμα την διαδοχική μεταμόρφωση του ήρωα από έναν άνθρωπο αρχικά ανύπαρκτο σωματικά, εν συνεχεία σε έναν άνθρωπο ανύπαρκτο πνευματικά, και, τελικά, στο τέλος της διήγησης ισορροπημένο (διαδικασία η οποία συμπυκνώνεται ιδανικά στα λόγια της Σαλώμης λίγο πριν από το τέλος: «Στην Αθήνα ήσουν τόσο διαφορετικός· πότε ένα τερατώδικο κεφάλι, πότε ένα τερατώδικο σώμα. Τώρα, καθώς διάβαζες, η φωνή σου ήταν κορμί και ψυχή, ένα πράγμα»).[14] Όμως, ο Σεφέρης δεν θα ήθελε να τελειώσει με έναν τόσο εξόφθαλμα απλοποιητικό τρόπο το έργο. Έτσι, μέσα από το απροσδόκητο τέλος του μυθιστορήματος (και είναι αλήθεια ότι φαντάζει κάπως βεβιασμένο και «τεχνητό» το τέλος, γεγονός που προσγράφεται στα ομολογουμένως σημαντικότερα μειονεκτήματα του έργου), αυτή η με τόσο κόπο και πόνο κι αγώνες εσωτερικούς ισορροπία θρυμματίζεται, θέτοντας πάλι σε κίνηση τους μοχλούς της ψυχής για μια νέα οδύσσεια. Παράλληλα προς την οδύσσεια του Στράτη εξελίσσονται, σε ομόκεντρους κύκλους, οι δευτερεύουσες οδύσσειες της Σαλώμης (που πολύ αργότερα και σε συγκεκριμένη, ψυχολογικά ώριμη, στιγμή, άψογη από άποψη δραματικής οικονομίας, θα αποκαλυφθεί ότι το πραγματικό της όνομα είναι Μπίλιω, όνομα που ξανασυναντούμε σε ποίημα της Στροφής) και της Λάλας, δηλαδή των άλλων δύο κορυφών του ερωτικού τριγώνου που βρίσκεται στο επίκεντρο όλης της δράσης του μυθιστορήματος.      

Οι υπόλοιποι χαρακτήρες δεν είναι τόσο ολοκληρωμένοι. Ιδίως οι ανδρικοί χαρακτήρες είναι πολύ αδύναμοι (με εξαίρεση ίσως το δευτερεύουσας σημασίας πρόσωπο του υψιπετούς ποιητή Λογκομάνου, ο οποίος όταν ξεκινά η πλοκή απουσιάζει σε ταξίδι στο Θιβέτ και ο οποίος ως χαρακτήρας έχει σαφείς αναλογίες με τον ντοστογιεβσκικόΚαρμάζινοβ των Δαιμονισμένων – μόνο που αποτελεί μια πιο γεροπαραλυμένη, πριαπικής αποχαλίνωσης εκδοχή του – και ο οποίος χρησιμοποιεί τη Μαριγώ – Σφίγγα ως βασικό προμηθευτή «υπερουσίων υπάρξεων», αφού πλέον η ίδια, η οποία τον θαυμάζει με ενθεαστικό θαυμασμό, όντας κάπως προχωρημένης ηλικίας αφήνει αδιάφορο το φλογερό ερωτικό πάθος του Ποιητού, στο πρόσωπο του οποίου παρωδείται μια ολόκληρη γενιά της ελληνικής ποίησης, αυτή της γενιάς του 1880). Αδύναμα σχετικά σχεδιασμένος είναι όμως και ο χαρακτήρας της Λάλας. Όταν λέω, βέβαια, «αδύναμα σχεδιασμένοι», προκειμένου τουλάχιστον για το δίδυμο Σαλώμη – Λάλα, δεν εννοώ το κάπως σπασμωδικό της συμπεριφοράς τους, αφού άλλωστε αυτός είναι συγκεκριμένα ο στόχος του Σεφέρη, ο οποίος ανάγει την σπασμωδικότητα ακριβώς αυτή της συμπεριφοράς του σύγχρονου, με κατακερματισμένο εσωτερικό κόσμο, ανθρώπου σε φαινόμενο γενικής ισχύος (την ίδια λειτουργία εξυπηρετεί και η καταγραφή ενός περίφημου χωρίου του Μάρκου Αυρήλιου στο προσωπικό ημερολόγιο του Στράτη).[15] Εννοώ ότι κάποιες αντιδράσεις των δύο ηρωίδων καθώς και ορισμένα λόγια που ο Σεφέρης βάζει στο στόμα τους φαίνονται τεχνητά, χωρίς να δικαιολογούνται δηλαδή οργανικά από την μέχρι εκείνη τη στιγμή εξέλιξη του έργου ή τις ψυχολογίες των ηρώων, αλλά αποκλειστικά και μόνο από την αναγκαιότητα του Σεφέρη να τοποθετήσει σε κάποιο στόμα τα εν λόγω λόγια.

Ο Γιώργος Σεφέρης ανταλλάζει βλέμματα με τον άνθρωπο που έγραψε το εμβληματικό μυθιστόρημα «Τρίτο Στεφάνι», τον Κώστα Ταχτσή. Ντοκουμέντο από τα αρχεία του ΕΛΙΑ.

Ωστόσο το πραγματικά πρωτοποριακό στοιχείο του έργου – πρωτοποριακό για την εποχή του – έγκειται στην αφηγηματική τεχνική που επιλέγει ο Σεφέρης. Και είναι γεγονός ότι πολλά από τα στοιχεία της σεφερικής στρατηγικής της έκθεσης είναι σχεδόν ολοκληρωτικά άγνωστα στο ελληνικό μυθιστόρημα του ‘20 και του ‘30 (με την υπό συνθήκην εξαίρεση των περιπτώσεων του Πεντζίκη, του Σκαρίμπα, της Αξιώτη και του Ξεφλούδα). Κατ’ αρχάς φροντίζει να «σπάσει» τη γραμμικότητα της αφήγησης αξιοποιώντας τεχνικές περισσότερων μυθιστορηματικών ειδών (επιστολικό μυθιστόρημα, ημερολογιακό μυθιστόρημα, bildungsroman κτλ.), επάνω στη λογική του pastiche, τεχνικές που έχουν όμως πάντα συγκεκριμένη λειτουργική σημασία. Έτσι το κύριο σώμα της αφήγησης συχνά-πυκνά διακόπτεται από τις σελίδες του ημερολογίου που κρατά ο κεντρικός ήρωας (και οι οποίες συχνά συμπίπτουν με καταγραφές στο ίδιο το προσωπικό ημερολόγιο του Σεφέρη), επιστολές, ποιητικές απόπειρες, αναμνήσεις και όνειρα. Συγκεκριμένα το καθένα από αυτά τα συστατικά: οι σελίδες ημερολογίου αποσκοπούν στο να ανασυνθέσουν με την αποσπασματικότητά τους έναν πρόδηλα κατακερματισμένο εσωτερικό κόσμο. Ο άνθρωπος στον σύγχρονο κόσμο αλλοτριωμένος από τις κοινωνικές συμβάσεις και τις κοινωνικές ταυτότητες-ρόλους που άλλοι επιλέγουν γι’ αυτόν και ολοένα περισσότερο αποξενωμένος από τον κοινωνικό του περίγυρο, παραδέρνει άσκοπα μέσα σε έναν αφιλόξενο, εχθρικό κόσμο, ανέστιος ηθοποιός περιπλανώμενου θιάσου. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εστιάζει την προσοχή του ο Σεφέρης, υποχρεώνοντας μάλιστα έντεχνα και τον αναγνώστη να εστιάσει με τη σειρά του την προσοχή του ακριβώς στο σημείο αυτό μέσα από την προδρομική παράθεση της περικοπής του Μάρκου Αυρηλίου που ήδη παρουσιάσαμε. Ο λόγος του στις ημερολογιακές αυτές σελίδες, πλήρως εναρμονισμένος με το περιεχόμενο, είναι ελλειπτικός, ποιητικός, υπαινικτικός. Η επιλογή των περισσότερων της μιας εγγραφών κατά τη διάρκεια της ίδιας μέρας και σε διαφορετικές ώρες και όχι η επιλογή της ενιαίας καταγραφής των ημερήσιων εντυπώσεων υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο το στοιχείο αυτό του κατακερματισμού της ύπαρξης του σύγχρονου ανθρώπου. Έπειτα είναι οι επιστολές, οι οποίες όμως είναι σαφώς λιγότερο συχνές από τις ημερολογιακές καταγραφές. Στην ουσία, μονάχα μία επιστολή είναι που έχει βαρύνουσα σημασία για την οικονομία του έργου, αυτή που απευθύνει στον ήρωα άγνωστος φίλος που βρίσκεται ακόμη στο εξωτερικό στις σελίδες 97-98.[16]Οι ελάχιστες άλλες επιστολές δεν είναι στην ουσία παρά μικρής σημασίας σημειώματα. Η εν λόγω, εντούτοις, επιστολή επιτελεί μια λειτουργία αναδρομική, καθώς είναι «επιφορτισμένη» με την πληροφόρηση του αναγνώστη για πτυχές της ζωής του ήρωα που έλαβαν χώρα στο παρελθόν. Η κυρίαρχη όμως στην περίπτωση αυτή λειτουργία της επιστολής εντοπίζεται στο γεγονός ότι λειτουργεί καταλυτικά για την επαναδραστηριοποίηση της μνήμης και στο ότι θέτει κατ’ επέκταση σε κίνηση το μηχανισμό του ξεδιπλώματος των αναμνήσεων, και οι οποίες εν συνεχεία θα παρατεθούν με τρόπο ελλειπτικό και μινιμαλιστικό. Όσο για τις ποιητικές απόπειρες αυτές κατευθύνουν το έργο προς τη χορεία εκείνη των έργων που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «καλλιτεχνικά χρονικά», έργα δηλαδή που παρουσιάζουν τις δυσκολίες, τις ανόδους και τις πτώσεις, την άβυσσο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της εγγενούς αγωνίας του καλλιτέχνη να κατορθώσει να εκφραστεί, να δημιουργήσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα του είδους αυτού απαντούμε γενικά σε όλες τις τέχνες: αρκεί να θυμηθούμε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου του Goethe, το Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία του Joyce, τον πίνακα Studio California του Picasso με τον άδειο, λευκό καμβά να δεσπόζει προκλητικά στο κέντρο του ατελιέ του καλλιτέχνη, το 8 ½ του Federico Fellini ή το Andrei Rublyov του Андрей Тарковский, ή, τέλος-τέλος το παροιμιώδες «δεν έχω ήχο, δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό» του Διονύση Σαββόπουλου καθώς και το Τερατώδες Αριστούργημα του Γιάννη Ρίτσου. Κι αυτό διότι φανερώνουν το μέλλοντα – όχι και τόσο φανταστικό – ποιητή Στράτη-Σεφέρη ακριβώς στην κρίσιμη εκείνη καμπή όπου εισέρχεται στο τελευταίο στάδιο της αναζήτησής του, στο σημείο εκείνο όπου νιώθει τι θέλει να κάνει, πειραματίζεται προς την κατεύθυνση αυτή αλλά που ωστόσο δεν έχουν ακόμη ευδοκιμήσει οι προσπάθειές του. Κι αυτό διότι από μια άποψη τα ποιήματα του Στράτη στο Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια ειρωνική – με την τεχνική σημασία του όρου – ανακατασκευή συγκεκριμένων ποιημάτων του ιστορικά υπαρκτού ποιητή Γιώργου Σεφέρη (έτσι, το ποίημα που ο Στράτης «σκαρώνει» αμέσως μετά την ανάγνωση της προαναφερθείσας επιστολής, και όντας σε πραγματικά βαριά συναισθηματική κατάσταση, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ειρωνική ανακατασκευή της τέταρτης ενότητας του Μυθιστορήματος που φέρει τον τίτλο Αργοναύτες).[17]

Αρκετά πρωτοποριακός όμως, από τεχνική άποψη, είναι και ο τρόπος που ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τα όνειρα και τις αναμνήσεις. Αυτά εισχωρούν στην κυρίως αφήγηση με τρόπο δυσδιάκριτο κάποτε, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μην μπορεί να διακρίνει με την πρώτη ανάγνωση εάν το αφηγούμενο είναι πραγματικότητα, όνειρο ή ανάμνηση. Δημιουργείται έτσι μια ατμόσφαιρα καταφανώς ονειρική. Οι ήρωες κινούνται μέσα σε μια ρευστή, ακαθόριστη φαινομενικότητα που μοιάζει μισο-ψεύτικη, μισο-πραγματική. Κάπως σαν να μην ζουν οι άνθρωποι αυτοί πραγματικά, αλλά να κινούνται στον ακαθόριστο δίχως περιορισμούς χώρο του Ονείρου. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ως προς αυτό είναι το περιστατικό που αφηγείται στις σελίδες 244-246, όπου ο συγγραφέας μάλιστα έντεχνα στοιχειοθετεί την αμφισημία αυτή ως κατάσταση ούτως ώστε ο αναγνώστης να μην είναι βέβαιος εάν και κατά πόσον τα όσα διαβάζει είναι μια πραγματικότητα που όντως βιώνει ο ήρωας ή ένα όνειρο-όραμα που γεννά η ταραγμένη ψυχοσύνθεσή του. Η εντύπωση αυτή άλλωστε ενισχύεται αφού σύμφωνα με την πλοκή το περιστατικό θα μπορούσε κάλλιστα να δικαιολογηθεί ψυχολογικά ως προϊόν του ταραγμένου υποσυνείδητου του ήρωα):

    «Κοιμήθηκε χωρίς κανένα όνειρο· μια απόλυτη ανυπαρξία. Ήτανε σκοτάδι όταν άνοιξε τα μάτια. Ένιωσε μέσα σ’ ένα τέλμα από ιδρώτα. Το ηλεχτρικό του λόγχισε το μυαλό· το ‘σβησε κι άνοιξε ψηλαφώντας το παράθυρο. Το φεγγάρι ολοστρόγγυλο, φώτιζε τις φοινικιές του Μουσείου. Στο βάθος η Ακρόπολη. ‘Μπορείς να με πάρεις εδώ· πάνω σ’ αυτά τα μάρμαρα’, έλεγε η Σαλώμη – και η Μπίλιω;… ήταν η ίδια γυναίκα;… μα ποια πέθανε;…

    Τα ένιωθε όλα ρευστά και αξεδιάλυτα, γεμάτα απροσδιόριστα χάδια, ξένες παλάμες που πήγαιναν να τον αγγίξουν και δεν τον άγγιζαν, ερχότανε πολύ κοντά κι έφευγαν πάλι, σαν τα φύκια της θάλασσας – ‘κι αν ήμουν νεκρός;… μήπως θα ‘ταν έτσι;’

    Έκλεισε με βία τα παραθυρόφυλλα κι έτρεξε πίσω σκοντάφτοντας στα έπιπλα, ψάχνοντας το φως. Τ’ άναψε· πλάι στο κρεβάτι έτρεχαν δυο χοντρές κατσαρίδες. Φόρεσε ό,τι του έτυχε και πήρε τα σοκάκια.  

    Περπάτησε ώρες με μια προσωπική διαμάχη με κάθε πρόσωπο, με κάθε πλεούμενο του δρόμου. Τα υπόγεια, φωτισμένα, έδειχναν τα εντόσθιά τους σαν ανοιγμένα σφαχτά στα χασάπικα. Σε μια τέτοια στέρνα, μια χοντρή γυναίκα καθισμένη με τα γόνατα ανοιχτά, ανάμεσα σ’ ένα τραπέζι και μια κούνια, έτρωγε με το ένα χέρι, και με τ’ άλλο νανούριζε το παιδί της που τσίριζε – ‘οι ψυχές τσιρίζουν σαν τις νυχτερίδες ή σαν τα μωρά’… Είδε την ουλή στο πλευρό της Σαλώμης. Έτρεξε, έτρεξε και χτύπησε λαχανιασμένος μια πόρτα.

    Η γριά του άνοιξε· έπιασε το μπράτσο της· ένα κόκαλο.

    – Θέλω τη Δόμνα, φώναξε χωρίς να πάρει ανάσα.

    – Στάσου! στρίγγλισε το σκέλεθρο.

    Την παραμέρισε.

    Από πάνω, από την κάσα της σκάλας, κατρακυλούσαν βογκητά και πατήματα· ένας ολολυγμός σκυλίσιος. Ο Στράτης ακούμπησε στον τοίχο. Έγινε μια σιωπή κι έπειτα μ’ ένα ρυθμό νεκρώσιμου τυμπάνου πέρασε μπροστά του η πομπή. Πρώτα τέσσερις αστυφύλακες με γυαλιστερά κουμπιά βάσταζαν ένα γυμνό παλικάρι τυλιγμένο σ’ ένα ματωμένο σεντόνι· το πρόσωπο του ήταν κατάσπρο, μόνο το μαύρο μουστάκι ξεχώριζε. Πίσω, δυο με πολιτικά κρατούσαν από τις μασκάλες έναν άλλο, τα χέρια του στα σίδερα. Τέλος, η Δόμνα, βαριά, με το πουκάμισο ανάερο και μια μποτίλια στο χέρι. Η όψη της έμοιαζε πασαλειμμένη από μια βυσσινιά λάσπη όπου κυλούσαν τα δάκρυα. Η γριά άνοιξε και τα δύο φύλλα της πόρτας και η συνοδεία βγήκε τελετουργικά στο δρόμο. Η πόρτα ξανάκλεισε αφήνοντας μόνη την κοντόχοντρη ξέστηθη πόρνη. Έμεινε ακίνητη σαν το χρωματισμένο ξόανο. Ο Στράτης ξεκόλλησε από τον τοίχο κι έκανε να την αγγίξει. Εκείνη έβγαλε ένα βαθύ ούρλιαγμα και η μποτίλια θρυμματίστηκε χάμω. Μια μυρωδιά φτηνής κολόνιας αναδόθηκε από το τσιμέντο, διώχνοντας τον Στράτη. Έξω, στο πεζοδρόμιο, σκόνταψε πάνω σ’ ένα μια σταλιά κοριτσάκι που του πρόσφερε λουλούδια· αγόρασε ένα κόκκινο γαρύφαλλο. »

.

Από τις διάφορες αναμνήσεις που ενσωματώνονται στην κυρίως αφήγηση διακόπτοντας την οργανική της ροή ξεχώρισα ιδιαιτέρως εκείνην της Λάλας, την οποία διηγείται στον Στράτη κατά τη διάρκεια της απουσίας της Σαλώμης την δεύτερη νύχτα:

« – Τόσο αλλιώτικα εδώ, είπε η Λάλα με την ίδια προσοχή στα λόγια της, κι όμως το φεγγάρι ήταν το ίδιο τότε. Φυσούσε ένας καυτερός αγέρας γεμάτος μύγες και κουνούπια. Ήμασταν μαζεμένοι στη βεράντα. Το φανατισμένο πλήθος προχωρούσε σαν τα μερμήγκια να περάσει το γεφύρι κάτω από τα μάτια μας. Μπροστά μια σημαία κι ένα τύμπανο: ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, ταμ. Ακολουθούσαν μ’ ένα μουντό βουητό· και το ρεύμα του ποταμού ένα βρώμικο κίτρινο. Στη μέση του γεφυριού το τύμπανο σταμάτησε απότομα· κι ο τυμπανοκρούστης έπεσε χάμω· δυο τρεις τον σήκωσαν και τον επήραν· οι άλλοι έμειναν εκεί σαν τα στεκάμενα νερά που δεν ξέρουν πού να πάνε. Θα ‘λεγες πως ήταν η ζωή τους εκείνο το ταμ-ταμ· και τώρα δεν είχαν πια τίποτα· ήταν μια λίμνη.

    – Πού γίνουνταν αυτά; απόρησε ο Στράτης.

    – Μακριά στην Ασία, πριν δυο χρόνια. »    

.

Ιδίως αυτή η αναφορά στο «βρώμικο κίτρινο» θυμίζει παλιά ξεθωριασμένη κιτρινοκαφέ δαγκεροτυπία και προσωπικά μου φέρνει έντονα στο νου τις εικόνες από τα «Επίκαιρα» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που ο Тарковский ενσωματώνει στις σκηνοθετημένες σκηνές στον Καθρέφτη, επιτυγχάνοντας έτσι τη συγχώνευση του μυθοπλαστικού υποκειμενικού χρόνου με τον ιστορικό αντικειμενικό χρόνο.[18] Ιδιαίτερα, μάλιστα, η σεκάνς όπου ο σοβιετικός στρατός διασχίζει τη λίμνη της Σίβας το 1943 κατά τη διάρκεια της ρωσικής προέλασης με το χαρακτηριστικό «λιωμένο», κιτρινοκαφέ της σέπιας, μου θυμίζει εντονότατα την πορεία του «φανατισμένου πλήθους» στη γέφυρα του ανώνυμου ποταμού του Σεφέρη.[19] Ενώ ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η πρόσθετη σύμπτωση της βαρύνουσας σημασίας της μουσικής υπόκρουσης και στα δύο έργα του μονότονου ρυθμικού ήχου του τυμπάνου. Το συγκεκριμένο χωρίο είναι υπό μία έννοια, επίσης, χαρακτηριστικό των ρευστών ορίων φαινομενικότητας-πραγματικότητας στο μυθιστόρημα.

Ενδιαφέρον ακόμα παρουσιάζει ο τρόπος, μολονότι όχι πρωτότυπος,[20] που συστέλλονται και διαστέλλονται τα γεγονότα του αφηγηματικού χρόνου, του χρόνου, δηλαδή, εντός της διάρκειας του οποίου εκτυλίσσονται τα γεγονότα της αφήγησης. Έτσι, ενώ τα γεγονότα του εκτυλίσσονται σε μια χρονική διάρκεια που εκτείνεται από τις αρχές του Απριλίου μέχρι τις αρχές του Σεπτεμβρίου, ολόκληρη η δράση και ο κύριος όγκος του μυθιστορήματος δεν πραγματεύονται παρά τα γεγονότα ορισμένων μόνο ημερών (κυρίως των ημερών με πανσέληνο μέσα στους μήνες αυτούς) ή ακόμα και ορισμένων ωρών των ημερών αυτών, ενώ οι υπόλοιπες μέρες αποσιωπούνται εντελώς ή περιορίζονται σε καταθέσεις εσωτερικού χαρακτήρα στο ημερολόγιο του ήρωα. Με τον τρόπο αυτό όμως ο Σεφέρης επιτυγχάνει ένα σχετικά πρωτότυπο αποτέλεσμα, διότι εξαιτίας της όλης ατμόσφαιρας και προβληματικής του έργου, αυτή η παράλειψη και η αποσιώπηση ολόκληρων ημερών αποκτά ειδικό σημασιολογικό βάρος. Οι μέρες κυλούνε αργά, βαριές, μες την απελπισία δίχως να αλλάζει τίποτα ουσιαστικά, μέσα στην μονότονη επανάληψη μιας αδρανούς, ανεξέλικτης και άδειας από γεγονότα ζωής, όπου «την μια μονότονην ημέρα άλλη /  μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί», σε μια ζωή που έπαψε να είναι ζωή, δηλαδή δράση, και κατάντησε συνήθεια κι υπόθεση καταναγκαστική.    

Θα επιθυμούσα, τέλος, να θίξω ένα ζήτημα που κανονικά θα χρειαζόταν ειδική μονογραφία για να αναπτυχθεί: τι σημαίνει η Ελλάδα του Γιώργου Σεφέρη. Εδώ κατ’ ανάγκην δεν μπορώ να προβώ παρά σε ορισμένες συντομότατες παρατηρήσεις, οι οποίες ελπίζω να προκαλέσουν ευρύτερο διάλογο. Έχω την εντύπωση ότι η Ελλάδα του Γιώργου Σεφέρη είναι πολύ περισσότερο από ένας γεωγραφικός προσδιορισμός μια ιδέα. Μια ιδέα, όμως, που έχει τη δική της «γεωγραφία», τα δικά της σύμβολα, τους δικούς της ήρωες, τα δικά της φαντάσματα. Η Ελλάδα του Γιώργου Σεφέρη δεν ταυτίζεται με το Ρωμαίικο του Δημήτρη Χατζή[21] ή τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Δεν ισχυρίζομαι καθόλου βέβαια ότι ο Σεφέρης δεν πονά για τη μοίρα, τις τύχες, την ιστορία του κόσμου αυτού που κατοικεί στο Ρωμαίικο και που συνιστά την Ρωμιοσύνη. Το κάθε άλλο. Λέω μόνο ότι η Ελλάδα του Γιώργου Σεφέρη είναι μια κατάσταση ιδεατή ή καλύτερα μια ιδέα που συνιστά το προϊόν μιας φαντασιακής κατάστασης και που έχει οπωσδήποτε ευρύτερες, οικουμενικές αξιώσεις και συνιστώσες. Έτσι, η Ακρόπολη του Σεφέρη δεν είναι παρά ένα από τα σύμβολα της ιδέας αυτής, ίσως το κυρίαρχο. Μπορείς να διακρίνεις πίσω από τις σκιές του φεγγαρόφωτος στις αρχαίες, στοιχειωμένες απ’ τις σιωπές – επώδυνες και δυσάρεστες και όχι πια «αγαπημένες της Σελήνης» –  κολώνες, μια δυσαρμονία, ένα αδιέξοδο, ένα καταλυτικό, διαβρωτικό υπαρξιακό άγχος· μια θλίψη λυσιμελή, μια θλίψη διάχυτη που αγνοεί τις αιτίες της, μια θλίψη που δεν μπορεί να ξεσπάσει, δεν κατορθώνει να μετουσιωθεί σε οργή και σε ρήξη, όπως μετουσιώνεται στην οργή του τρίτου μέρους της Σονάτας του Σεληνόφωτος του Beethoven η θλίψη του πρώτου μέρους. Είναι η γυναίκα με τα μαύρα της Σονάτας του Σεληνόφωτος του Ρίτσου. Είναι το αδιέξοδο. Το σύμβολο της μνήμης ενός παρελθόντος που λησμονήθηκε, «που έσπασε πια, δεν λειτουργεί», ενός παρελθόντος νεκρού. Ενός παρελθόντος που δεν κατόρθωσε να μετακενωθεί στο παρόν. Και ίσως, ή ακριβώς γι’ αυτό, είναι τόσο ανυπόφορη η ζωή των ανθρώπων του παρόντος που πηγαινοέρχονται κάτω από αυτές τις κολώνες μεταφέροντας την συντριμμένη ανάμνηση του παρελθόντος. Ένας δυνάστης η μνήμη κι ο εγκλεισμός. Καθώς αυτές οι αρχαίες κολώνες που δεσπόζουν επάνω από την κατακερματισμένη πολιτεία, της οποίας τα μόρια, σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα, συστέλλονται και διασπώνται σε μια διαρκή, δίχως νόημα περιδίνηση, να την αιχμαλωτίζουν, δίχως ελπίδα απόδρασης στους αιώνες. Καθώς οι άνθρωποι που περιφέρονται ομαδικά ή καλύτερα που περιφέρουν τη συλλογική μοναξιά τους μέσα σε τούτο τον τόπο της μνήμης και της λησμονιάς ν’ αποτελούσαν μια δυσάρεστη παραφωνία. Μια κακόηχη διατάραξη του χώρου.       

 Ζ. Δ. ΑΪΝΑΛΗΣ

Αθήνα, Φλεβάρης 2006

 


[1] Το κείμενο γράφτηκε το Φλεβάρη του 2006 με μια πνοή και επεξεργάστηκε ελαφρά το τελευταίο τρίμηνο του 2008 στα πλαίσια επικείμενης –έντυπης– δημοσίευσης του, η οποία όμως δεν έλαβε χώρα τελικά ποτέ. Τελικά, δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Poema, τ. 10, Φθινόπωρο 2009 (http://www.e-poema.eu/dokimio.php?id=194 ). Καθώς πλέον εδώ και πολύ καιρό η ιστοσελίδα είναι εκτός λειτουργίας, αποφασίστηκε η αναδημοσίευσή του από το Ασσόδυο, το οποίο και ευχαριστώ θερμά. 

[2] Μια δεύτερη σοβαρή απόπειρα του Σεφέρη να γράψει μυθιστόρημα υπήρξε ο Βαρνάβας Καλοστέφανος, έργο το οποίο ξεκίνησε να δουλεύεται – χωρίς ποτέ ωστόσο να ολοκληρωθεί – την ίδια χονδρικά περίοδο που γραφόταν και το Ημερολόγιο καταστρώματος Γ´.

[3] Εξυπακούεται ότι ένα έργο αφηγηματικό, δομημένο σε μια στιχουργική μορφή, δεν είναι αυτομάτως ποίηση, και προφανώς το αντίστροφο, δηλαδή, ότι ένα έργο δομημένο σε πεζό λόγο δεν συνιστά κατ’ ανάγκην αφηγηματική λογοτεχνία. Απ’ όσο γνωρίζω ένας από τους πρώτους που μίλησαν για το ζήτημα, και σε ανύποπτο χρόνο, υπήρξε ο John Stuart Mill (J. S. Mill, «Thoughts on Poetry and its Varieties», Collected Works of John Stuart Mill, ed. J. M. Robson, University of Toronto Press, 1981, σ. 341 – 365).

[4]Fr. Nietzsche, Η γέννηση της τραγωδίας, § 5-6, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Θεσσαλονίκη, 2001, σ. 59 – 68.

[5]Πρβλ. R. Wellek – A. Warren, «Literary Genres», Theory of Literature, Middlesex, 1970 (1949), p. 226 – 237, J.-M. Schaeffer, Qu’est-cequ’un gen relittéraire?, Paris, 1989, Γ. Βελουδής, «Λογοτεχνικά γένη και είδη», Γραμματολογία. Θεωρία Λογοτεχνίας, Αθήνα, 2001, p. 83 – 104.

[6] Και αναφέρει επί τούτου τουλάχιστον δύο αρχινισμένες ιδέες, πρβλ. Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, Αθήνα, 1998 (Ζ’ Ανατύπωση), σ. 259 – 260 (στο εξής όλες οι παραπομπές στην έκδοση αυτή). Για τη σχέση του Σεφέρη με το μυθιστόρημα βλ. επίσης Δ. Μέντη, «Στράτης Θαλασσινός και ΜαθιόςΠασκάλης. Δυο προσωπεία του Γιώργου Σεφέρη», Ποίηση, τ. 13 (Άνοιξη – Καλοκαίρι 1999), σ. 188 – 204, κυρίως, όμως, το – σχεδόν – εξαντλητικό δοκίμιο του R. Beaton, «Seferis and the novel: a reading of Six Nights on the Acropolis», Byzantine and Modern Greek Studies 25 (2001), σ. 156 – 184.   

[7] Το εάν πρόκειται για αδυναμία που οφειλόταν στο ότι δεν διέθετε επί παραδείγματι την επιμονή ή την υπομονή να ολοκληρώσει ένα εκτενές αφηγηματικό έργο ή για αδυναμία που οφειλόταν στην αδιαφορία του Σεφέρη να αποπερατώσει ένα αφήγημα μετά τη σύλληψη της αρχικής ιδέας λίγο ενδιαφέρει εδώ.

[8]Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, σ. 7 – 8 .

[9] Πάνω σε αυτό το ζήτημα του «αστικού καθωσπρεπισμού» βλ. και τα – βιογραφικής – υφής σχόλια της αμερικανίδας μεταφράστριας του έργου στην εισαγωγή της: G. Seferis, Six Nights on the Acropolis, Translated and Introduced by Susan Matthias, New York, 2007, σ. xix – xx.

[10] «… trattando l’ombre come cosa salda», Dante, Purg. xxi, 136 (πρόκειται για τον τελευταίο στίχο του 21ου άσματος του Καθαρτήριου: «να χειρίζεσαι τη σκιά σαν πράγμα στερεό»).  

[11] Οι παραλληλίες στο σημείο αυτό με τη βιογραφία του ποιητή, όπως καταδεικνύεται και από την αντιπαραβολή με τον πρώτο τόμο του ημερολογίου του (Μέρες Α´), είναι παραπάνω από εμφανείς (πρβλ. και το κατατοπιστικό άρθρο της Δ. Μέντη που προαναφέρθηκε). Ίσως ένας ακόμα λόγος που συνηγορεί υπέρ της βασικά ποιητικής ιδιοσυγκρασίας του ποιητή: ακόμα κι όταν εκφράζεται αφηγηματικά προσπαθεί να το κάνει με τον τρόπο της ποίησης. Η ποίηση προσπαθώντας να φτάσει στο Όλον μέσω της αλληγορικής προβολής του εγώ, διαφέρει ριζικά από την αφήγηση, η οποία προσπαθεί να φτάσει στο Όλον μέσω της ίδια της ολιστικής ενατένισης του Όλου. Ο «υποκειμενικός» καλλιτέχνης (λυρικός ποιητής) θα αποπειραθεί να φτάσει στο Ένα μέσω της συμβολοποίησης ενός εγώ, μέσω της αναγωγής του εγώ σε αλληγορία, ενός εγώ το οποίο είναι και δεν είναι ακριβώς το δικό του. Δεν ξέρει άλλο τρόπο. Μπορεί να αναχθεί στο Ένα, στο γενικό μόνο μέσω του ειδικού. Ο «αντικειμενικός» καλλιτέχνης αντίθετα (αφηγητής) είναι ο μεγάλος παρατηρητής. Θα αποπειραθεί να φτάσει στο Ένα μέσω της περιγραφής του συνόλου των επιμέρους. Εδώ δεν είναι το ειδικό που ενδιαφέρει ως τέτοιο, αλλά η εικόνα που παρουσιάζει το σύνολο των ειδικών που απαρτίζει το Όλον, το γενικό. Στημένος ο παρατηρητής σε κάποιο μέρος ψηλό παρακολουθεί πανοραμικά και καταγράφει τα πάντα, αφήνοντας το βλέμμα του να τρυπώσει ακόμα και στις πιο σκοτεινές γωνιές. Ακόμα και στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν έχουμε ποτέ την αίσθηση ότι επιχειρείται μέσω αυτής μία συμβολοποίηση του εγώ. Αυτή η διάκριση είναι που καθιστά ακριβώς το poème en prose ποίηση και όχι αφήγηση. Η αφήγηση λειτουργεί πάντα απ’ τη σκοπιά του παρατηρητή και όχι του πάσχοντος προσώπου. Υπό αυτήν ακριβώς την έννοια μιλάμε και για «μυθιστορηματοποίηση» της ποίησης από τον μοντερνισμό, με τον T. S. Eliot και τον Pound να βρίσκονται στην κορυφή ίσως της τάσης αυτής. «Μυθιστορηματοποίηση» που θα επιχειρήσει κι ο ίδιος ο Σεφέρης στην Κίχλη καθώς και στα περισσότερα από τα ποιήματα του Ημερολόγιου Καταστρώματος Γ´. Το γεγονός ότι όταν σε μια ιστορική κοινωνία, όπως παρατηρούσε ο Bakhtine, το μυθιστόρημα γίνεται ο κυρίαρχος φορέας της λογοτεχνικής συγκίνησης, τότε τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη έχουν την τάση να «μυθιστορηματοποιούνται», δεν μπορεί να είναι βέβαια τυχαίο. Το ενδιαφέρον εντούτοις στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η αποπειραθείσα «μυθιστορηματοποίηση» της λυρικής ποίησης στα πλαίσια του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού, συμπίπτει χρονικά με τον αποκαλούμενο «θάνατο» του μυθιστορήματος, απόρροια των πειραματισμών του Broch, του Joyce ή του Proust με το είδος.     

[12] Για την πιθανή αναφορά του Σεφέρη, μέσω της χρήσης του ονόματος «Σαλώμη», στον Rainer Maria Rilke βλ. τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις της Susan Matthias, ο.π., σ. xxvi. 

[13] Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, σ. 18. Από αυτό ακριβώς το απόσπασμα αφορμάται και ο Sfirschi-Laudat, Nicolae-Claudiu για να πραγματευτεί το ζήτημα της συνοχής στο μυθιστόρημα (Sfirschi-Laudat, Nicolae-Claudiu, «Το θέμα της συνοχής στο μυθιστόρημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», Γ’ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών – βλ. στη σελίδα του συνεδρίου στο διαδίκτυο: http://www.eens-congress.eu/?main__page=1&main__lang=de&eensCongress_cmd=showPaper&eensCongress_id=159).

[14]Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, σ. 231.

[15] «Πομπῆς κενοσπουδία, ἐπὶσκηνῆς δράματα, ποίμνια, ἀγέλαι, διαδορατισμοί, κυνιδίοιςὀστάριον ἐῤῥιμμένον, ψωμίον εἰς τὰς τῶν ἰχθύων δεξαμενάς, μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι, μυιδίων ἐπτοημένων διαδρομαί, σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα. χρὴοὖνἐν τούτοις εὐμενῶς μὲν καὶ μὴ καταφρυαττόμενον ἑστάναι, παρακολουθεῖν μέντοι, ὅτι το σού του ἄξιος ἕκαστός ἐστιν, ὅσου ἄξιά ἐστι ταῦτα περὶ ἃ ἐσπούδακεν.», Μάρκος Αυρήλιος, Τὰ εἰς ἑαυτόν, εκ. A.S.L. Farquharson, 1944, Βιβλίο Ζ, § 3. Στο μυθιστόρημα σ. 14.

[16]Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, Αθήνα, 1998 (Ζ’ Ανατύπωση).

[17] Παραθέτω αρχικά το ποίημα του Στράτη στο μυθιστόρημα κι ο αναγνώστης ας προβεί εν συνεχεία μόνος του στις απαραίτητες συγκρίσεις με το ποίημα «Αργοναύτες» στο Μυθιστόρημα :

Σαν έμεινε μόνος στην Ακρόπολη ο Στράτης ανέβηκε σε μια πέτρα και είπε

Αναρίθμητο φως του φεγγαριού!

Συντρίμμια, σκαλωσιές!

Ω τσακισμένες κολόνες,

Ω μεγάλη ακαταστασία.

Ω φυγή!

Η Σφίγγα, η Λάλα, ο Καλλικλής, έφυγαν.

Ο Νώντας, ο Νκόλας έφυγαν.

Έφυγε και η Σαλώμη.

 .

Δικαιοσύνη!»

(Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, σ. 99)

 

και το ποίημα :

Δ’ Αργοναύτες

Και ψυχή
ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν
αυτή βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.

Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν
ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας με ρυθμό
και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
που γαβγίζουν.
Ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, έλεγαν
εις ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

[18]Πρβλ. Γ. Βασιλειάδης, Αντρέϊ Ταρκόφσκι, Αθήνα, 2003, σ. 55 – 61.

[19] Δικαιούμαστε άραγε να συμπεράνουμε πως πρόκειται για τον Σαγγάριο;

[20] Ο τρόπος έκθεσης που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης είναι ο σχεδόν αποκλειστικός εκφραστικός αφηγηματικός τρόπος του Достоевский, ο οποίος συμπυκνώνει τα γεγονότα πολλών μηνών μέσα σε ελάχιστες γραμμές και αναπτύσσει τα γεγονότα ελάχιστων ημερών μέσα σε πολυάριθμες σελίδες. Έτσι, στον Έφηβο, μυθιστόρημα περίπου 600 σελίδων (στην ελληνική μετάφραση), δεν περιγράφονται ουσιαστικά παρά τα περιστατικά τριών ημερών, ενώ αντίστοιχα στον Ηλίθιο ο αφηγημένος χρόνος καλύπτει επίσης – το πολύ – τα περιστατικά δέκα περίπου ημερών (αν αθροίσουμε τις μέρες) και εκτείνεται επίσης σε περίπου 600 σελίδες, τη στιγμή που ο συνολικός αφηγηματικός χρόνος καλύπτει περίπου τη διάρκεια ενός έτους.

[21] Βλ., επί παραδείγματι, Το Διπλό Βιβλίο.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Ζ. Δ. Αϊναλής γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Είναι ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος. Το τελευταίο του βιβλίο είναι η Μονωδία της Έρημος (Κέδρος, 2019). Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Βόρεια-Βορειοανατολικά. Ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη.