ΠΑΓΚΡΑΤΙ 1914

.

Από την πλατεία του Συντάγματος ξεκινά κάθε τέταρτον της ώρας ένα τραμ το οποίον με μίαν δεκάραν σας μεταφέρει εις τόπον της γης άγνωστον, ονομαζόμενο Παγκράτι. Άγνωστον, μολονότι, όπως είπα ήδη δέκα λεπτά της δραχμής και δέκα λεπτά της ώρας φθάνουν δι’ αυτό το υπερωκεάνειον ταξίδι.

Το τραμ της λεωφόρου Όλγας, αφήνει δεξιά του τον Ιλισσόν και το Στάδιον, εισχωρεί εις ένα στενόν δρομίσκον, αντικρύζει τον Άγιον Σπυρίδωνα, και έπειτα ανοίγεται προς μίαν νέαν συνοικίαν, ή μάλλον προς μίαν νέαν πόλιν, η οποία εφύτρωσεν έξαφνα εις τα πόδια του Υμηττού.

Η νέα αυτή πόλις δεν κατοικείται βέβαια από εκατομμυριούχους. Μικρά σπιτάκια, κομψά και καθαρά, φαιδρά και εύθυμα κάτω από τον ανοιξιάτικον ήλιον, παιδάκια ξυπόλητα και ξεσκούφωτα αφήνοντα ελεύθερον το κεφάλι και τα πόδια εις τα χάιδια βουνήσιου αέρα ο οποίος πνέει μυρωμένος εκεί επάνω, παράθυρα στολισμένα με γλάστρες και δροσερά κοριτσάκια της γειτονιάς με την κοτσίδα κρεμασμένην εις τις πλάτες, όλα αυτά δείχνουν ότι ο νέος συνοικισμός οφείλεται εις ανθρώπους εργατικούς, οι οποίοι με μύριες στερήσεις, αλλά με ατσάλινην επιμονήν οικονόμησαν το ποσόν που χρειάζεται δια να εκπληρωθεί ο βαθύτερος πόθος κάθε Έλληνος, ο πόθος της στέγης. Αμφιβάλλω αν ένα μόνο από τα σπιτάκια αυτά των οδών Ευφρώνορος, και Ιφικράτους, και Ανεξιμάνδρου, ανήκει εις ιδιοκτήτην ο οποίος να το ενοικιάζει εις άλλους. Υποθέτω μάλλον ότι όλες αυτές οι κατοικίες από δυο και από τρία δωμάτια, με τ’ ασπρόρουχα κρεμασμένα απ’ έξω και με τους τενεκέδες του πετρελαίου φυλάττοντας τον κορμόν των δένδρων από τις κατσίκες, όλα αυτά τα σπιτάκια είναι ιδιοκτησία εκείνων που κάθονται μέσα, κάτοικοι μαζί και ιδιοκτήτες.

Και ίσως αυτό είναι που δίδει την εντύπωσιν της χαράς και της ευτυχίας εις τον μικρόν συνοικισμόν. Εκτός από μίαν δυστυχισμένην γυναίκα η οποία, βουτηγμένη εις τα μαύρα, επέστρεφε από το Νεκροταφείον, και εκτός ενός παιδιού το οποίο επέρασεν από μπροστά μου με το στήθος σειόμενον από άγριον βήχα, όλα τα άλλα πρόσωπα και όλα τα μάγουλα κόκκινα. Μέσα από δυο-τρία παράθυρα, κοριτσόπουλα τα οποία ετρόμαξεν η παρουσία μου, ετραγουδούσαν τα τραγουδάκια της εποχής και από μία αυλήν φορτωμένην από γλάστρες μου ήλθεν ο ήχος κιθάρας.

Αν δεν είναι τόσον ευχάριστον το θέαμα των ανθρώπων, αλλά και το πλαίσιον μέσα εις το οποίον ζουν οι άνθρωποι αυτοί είναι θαυμαστόν. Ένας Άγιος Ηλίας υψώνεται λευκός μέσα εις μεγάλα φουντωτά πεύκα, ένα μικρόν δασάκι ολοζώντανον και καταπράσινον φθάνει ως την γραμμήν του σιδηροδρόμου, δύο εξοχικές εκκλησίες υψώνονται πίσω από πράσινα χλοερά φράγματα ροδοδαφνών και αμαράντων, και επί τέλους ολίγην ώραν μακρύτερα αρχίζει κομψός, απαλός, καλλιτεχνικός, γραφικώτατος, ευγενής, ευπατρίδης, ο Υμηττός.

Δια ν’ αναπαύσω την συνείδησίν μου υποπτεύω ότι δεν είναι πολλοί οι Αθηναίοι των κέντρων, οι οποίοι απεφάσισαν να περιπλανηθούν ως το Παγκράτι. Τους συνιστώ εις πρώτην ευκαιρίαν να το κάμουν. Θα πληροφορηθούν ότι υπάρχουν Αθήναι άγνωσται ακόμη, αι οποίαι ίσως δεν αξίζουν λιγότερο από τας γνωστάς. Ή τουλάχιστον αν δεν έχουν τον θόρυβον, την κίνησιν και το μέγεθος των γνώσεων, έχουν όμως μίαν αφέλειαν, μίαν χάριν και μίαν γραφικότητα την οποίαν βεβαίως δεν έχει η πλατεία Σύντάγματος.

Αλιεύθηκε από την εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 23.2.1914 (υπογραφή Ριπ)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.