Η τραγική αυτοκτονία του ποιητή Μάριου Βαϊάνου και του φίλου του

Σαπφικό πήδημα στη Χίο με σασπένς και ανατροπή

 

Μιαδιπλή αυτοκτονία αριστοτεχνικής πλοκής ξεδιπλώθηκε το 1929 στο νησί της Χίου. Η λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας Σαπφώ,  κατά ένα σενάριο του μοιραίου της τέλους, έπεσε από τα βράχια της Λευκάδας στη θάλασσα λόγω ανεκπλήρωτου έρωτα.  Εικοσιπέντε περίπου αιώνες αργότερα θα βαφόταν με αίμα μια άλλη θάλασσα: επρόκειτο για ιστορία που ζωντάνεψε στα μάτια των αναγνωστών καθώς διάβαζαν στις αθηναϊκές εφημερίδες τα νέα που έφτασαν από το νησί αρχικά μέσω τηλεγραφημάτων. Έφτασαν επίσης με φύλλα της τοπικής εφημερίδας Αλήθεια, οι συντάκτες της οποίας φέρονται ότι θα έστελναν επιπλέον φωτογραφίες τεκμηρίωσης στους Αθηναίους συναδέλφους τους. Ο λόγος  για την «τραγική διπλή αυτοκτονία του ποιητή Μάριου Βαϊάνου και του οδοντίατρου Ζολώτα» με «διπλό σαπφικό πήδημα εξ αποκρήμνου βράχου της Χίου». Θα ακολουθούσε «κοινή κηδεία και κοινός τάφος των δύο νέων»[1]. Λεγόταν ότι ο Βαϊάνος προέβη στο απονενοημένο διάβημα διότι απαξίωσε τον έρωτά του γνωστή Αλεξανδρινή ποιήτρια.

Ποια ήταν εκείνη η γυναίκα –εάν επρόκειτο για υπαρκτό πρόσωπο- που του έκλεψε την καρδιά; Δεν το ξέρουμε. Πάντως ο Μάριος Βαϊάνος γνώριζε έναν Αλεξανδρινό ποιητή, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον οποίο μάλιστα επίμονα επέβαλε στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τη δεκαετία του 1920, όπως μέσα από το περιοδικό του «Νέα Τέχνη».

Και οι δυο αυτόχειρες ήταν γνωστοί στην Αθήνα, «ο Βαϊάνος ως εκδότης περιοδικών, λογοτέχνης της νέας γενιάς, θαυμαστής και προπαγανδιστής του Καβάφη και του Σικελιανού, και ο Ζολώτας από μερικά ποιήματα που είχε δημοσιεύσει εδώ κι εκεί»[2]. Ο Βαϊάνος είχε επιστρέψει για ένα διάστημα στο νησί του, τη Χίο, μάλλον λόγω οικονομικών προβλημάτων.

Ένα ποιήμα του Βαϊάνου που δημοσίευσε το 1927:

 

ΤΡΑΓΙΚΗ ΑΓΩΝΙΑ

Η θύμησι παληών μορφών, που κάποιο ρόλο τραγικό
έπαιξαν στη ζωή μου
μ’ ακολουθούν, κι’ επίμονα κάποιες ρυτίδες βαθουλές
χαράζουν τη μορφή μου.

Σκέψεις, ονείρατα, χαρές, ελπίδες, έρωτες, κακές
ημέρες νόστου που περάσαν∙
μού βασανίζουν τη ψυχή, και με ωθούν σε συντριβή
για κάποιους φίλους που γεράσαν.

Κι’ όμως, σαν πια τους θυμηθώ, σιγά-σιγά και μες στο νου
τούς φέρω πάλι
αισθάνομαι κάποια χαρά, αναίτια να με πλημμυρά
και κάποια αγκάλη

να μου ανοίγεται πλατειά, σα θύμησι νοσταλγική
με κάποια ζέση∙
κι’ υψώνομαι σε προσευχή, μες στης ψυχής μου τη σιγή
κι’ εγείρω δέησι

. . .  . . . . . . . . . .  .

Η θύμησι παληών μορφών παντού φριχτά μ’ ακολουθεί
και με παιδεύει∙
μόνον η θύμησι σου εσένα, ΔΕΝ μ’ ακολουθεί
ΔΕΝ με γυρεύει . . . . . . . .

Αλεξανδρινή Τέχνη, 1927, τεύχος 5

.

Το χρονικό της αυτοκτονίας

Η ανταπόκριση από τα Καρδάμυλα της Χίου, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βραδυνή στις 31 Ιανουαρίου 1929, ανέφερε πως σε ολόκληρη την τοπική κοινωνία επικρατούσε αναστάτωση «λόγω της τραγικής αυτοκτονίας». Το Σάββατο 19 Ιανουαρίου 1929, οι δυο νέοι -Μάριος Βαϊάνος και Μιχαήλ Ζολώτας- έκαναν τον περίπατό τους στην κεντρική πλατεία στα Καρδάμυλα, μαζί με άλλους φίλους τους, όταν ξαφνικά αποσπάστηκαν από την παρέα και έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Αργότερα μαθεύτηκε ότι πήγαν προς ακτή βραχώδη παρά το εξωκκλήσι του Αγίου Ανδρέα. Αν και  «το ψύχος ήτο δριμμύ και ο άνεμος σφοδρότατος», απέδωσαν το γεγονός στην ιδιοτροπία του ποιητή που επισκεπτόταν το μέρος συχνά, ακόμα και κατά τις νυχτερινές ώρες.

Καθώς οι ώρες κυλούσαν, ο δάσκαλος Κλ. Ζολώτας,  πατέρας του Μιχάλη, αναζήτησε τον γιο του στην οικία του Μάριου Βαϊάνου, όπου οι δυο νέοι συγκεντρώνονταν συχνά μαζί με συντροφιά φιλογράμματους για να συζητήσουν φιλολογικά ζητήματα ή να διαβάσουν ποιήματα. Όμως, ο Μάριος και ο Μιχάλης δεν βρίσκονταν εκεί. Την δεκάτη νυχτερινή ώρα ο δάσκαλος μαζί με τον πατέρα του Βαϊάνου, τον Μικέν, άρχισαν να υποψιάζονται ότι κάτι συνέβη. Ο νους τους έτρεχε στο κακό.  «Κατά το μεσονύκτιον οι δυο πατέρες, εξαιρετικά ανήσυχοι πλέον, συνοδευόμενοι και από πολλούς γνωστούς των, οι οποίοι αυθορμήτως προσεφέρθηκαν να βοηθήσουν, εξήλθον εις αναζήτησιν των απολεσθέντων νέων. Συνάντησαν δυο χωρικούς, οι οποίοι τους είπαν, ότι είδαν τους δυο νέους στη βραχώδη ακτή…».

Η αναζήτηση φαινόταν άκαρπη μέχρι τις δύο τα ξημερώματα. Τότε μέσα στο παγωμένο σκοτάδι ο πατήρ Βαϊάνος ανακαλύπτει ένα κομμάτι του κασκόλ του γιού του μπλεγμένο σ’ έναν απόκρημνο βράχο. Προχώρησαν περισσότερο και τέλος ανακάλυψαν το πτώμα του νεαρού ιατρού Ζολώτα, φρικτά παραμορφωμένο από τη μανία των κυμάτων… Μια ώρα μετά ανακάλυψαν στο μέσο του απόκρημνου βράχου και το έτερο των πτωμάτων. «Η κεφαλή του Μάριου Βαϊάνου ήταν θρυμματισμένη τελείως, τα δε ρούχα του γεμάτα παγωμένο αίμα».

Συνεχίζοντας την ανάγνωση του δημοσιεύματος της Βραδυνής, πληροφορούμαστε ότι βρέθηκαν και δυο επιστολές που άφησαν πίσω τους οι αυτόχειρες, οι οποίες αναμένεται να ταχυδρομηθούν από τη Χίο στις αθηναϊκές εφημερίδες προσεχώς. Ακολουθούν οι υποθέσεις συγγενών και φίλων για το συμβάν. Φέρεται πως ο Μάριος βεβαίωνε επανειλημμένα ότι θα αυτοκτονήσει, αλλά μάλλον δεν είχε το θάρρος να το κάνει μόνος του. Το τελευταίο διάστημα κλεινόταν στο σπίτι του μέρες ολόκληρες, διαβάζοντας ή γράφοντας στίχους, μιλούσε ελάχιστα, φαινόταν ιδιαίτερα δύσθυμος και μελαγχολικός. Από την άλλη, ο Ζολώτας ήταν εύθυμος και συμμετείχε σε κάθε γλέντι. Είναι μυστήριο το πώς γεννήθηκε μέσα του η ιδέα της αυτοκτονίας, τη στιγμή που στους στίχους του –γιατί έγραφε κι αυτός- έψελνε τη δίψα και τη χαρά για ζωή. Σε τούτο το σημείο η ιστορία περιπλέκεται περισσότερο: ο Βαϊάνος σπέρνει την ιδέα της αυτοκτονίας και ο Ζολώτας παρασέρνεται γιατί αυτός είναι που απογοητεύτηκε ερωτικά από μια Αλεξανδρινή. Άραγε να ποθούσαν την ίδια γυναίκα;

Οι δυο νέοι ετάφησαν μαζί στο μέρος όπου αυτοκτόνησαν, κατά την επιθυμία των γονέων τους, ο δε χώρος θα περιτοιχιζόταν. «Τα δυο φέρετρα ετέθησαν στην εκκλησία το ένα δίπλα στο άλλο, το θέαμα ήταν τραγικό»[1].

.

Η μεγάλη ανατροπή

Ξεχάστε ό,τι διαβάσατε μέχρι αυτή τη σειρά… ο Βαϊάνος κατάφερε να ξεγελάσει τους πάντες. Ομολογουμένως, ηταν δύσκολο να μην χάψει κανείς όλα τα παραπάνω, με την τόσο γουστόζικη σκηνοθεσία και την τόσο ενορχηστρωμένη «πληροφόρηση» εκ Χίου προς τα αθηναϊκά μέσα ενημέρωσης. Εάν υπήρχαν μικρές αντιφάσεις στις λεπτομέρειες από εφημερίδα σε εφημερίδα, μπροστά στο σοκαριστικό γεγονός δεν ήταν ώρα για να το παίζει κανείς ντετέκτιβ. Το συμβάν επρόκειτο περί «καλλιτεχνικής φάρσας» [4].

Ο Μάριος Βαϊάνος τη δεκαετία του 1940 – Σκίτσο του Μιχάλη Νικολινάκου (πηγή)

.

Ξεγελασμένος ο αθηναϊκός τύπος από το μακάβριο αστείο έπρεπε να βρει έναν τρόπο να δεχτεί την ιστορική ήττα του. Θα γράψει η Βραδυνή με κρύα καρδιά στις 9/2/29:

«Ευρισκόμεθα εις τη δυσάρεστον θέσιν ν’ αναγγείλωμεν, ότι η αυτοκτονία των νεαρών ποιητών κ.κ. Μαρίου Βαϊάνου και Ζολώτα, την οποία περιγράψαμε δεν έγινε. Οι νεαροί ποιηταί, παρ’ όλα τα γραφέντα και παρά πάσαν προσδοκίαν δεν ηυτοκτόνησαν ακόμη, συνεχίζοντες να γράφουν στίχους».

.

Νεκρολογία

Μυστήριο παραμένει αν ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, ο οποίος έγραψε ταχύτατα μια νεκρολογία στον τύπο, ήταν και αυτός στο «κόλπο»:

«Το αίτιον του τραγικώτατου θανάτου παραμένει μυστηριώδες, αν και ο Βαγιάνος πολλάκις μού έγραφεν εκ Χίου δυσφορών, ότι δεν ευρίσκει μόνιμο θέσιν για εργασίαν εν Αθήναις, ίνα δύναται να μένει διαρκώς ενταύθα και να εξακολουθεί το φιλολογικόν του έργον. Ήτο δε ο πολύκλαυστος φίλος όλως ιδιόρρυθμος άνθρωπος και καθ’ υπερβολήν ιδεολόγος. Επισκέπτετο όλους τους διανοούμενους συχνότατα και απετέλει ούτως ειπείν τον συνεκτικόν κρίκον μεταξύ πολλάκις και  των μάλλον φιλολογικώς, γλωσσικώς και πολιτικώς ακόμη διισταμένων λογίων και ποιητών. Συχνότατα διοργάνωνε κοινά γεύματα και συμπόσια εις απέριττα, αλλά γραφικώτατα υπόγεια ή εξοχικά κέντρα, όπου εσπινθήριζε το πνεύμα και όπου εγίνοντο απαγγελίαι ποιημάτων υπ’ αυτών των ιδίων ποιητών. Εσχάτως μάλιστα ο μακαρίτης Βαγιάνος είχε διοργανώσει γεύμα προς τιμήν του επιφανούς Παρισινού καλλιτέχνου μας κ. Γαλάνη εις ένα ρωματικώτατον παρά τα Κάτω Πατήσια κήπον, θα μείνει δε αλησμόνητος εις όλους τους συμπότας η τόσον ποιητική και καλλιτεχνική εκείνη βραδυά. Ας ριφθούν λοιπόν ολίγα άνθη και ολίγαι ροδοδάφναι από τα θελκτικά περίχωρα των Αθηνών και τους λόφους της Αττικής εις τον νεοσκαφή τάφον του αλησμόνητου φίλου, του οποίου η ψυχή και η διάνοια ήσαν εστραμμένα πάντοτε προς το αιώνιον φως της Τέχνης!»[3].

.

Έχει πνευματικά δικαιώματα η αυτοκτονία;

Παρότι η περίπτωση Βαϊάνου δεν είναι γνωστή στα ευρωπαϊκά γράμματα, διαδραματίζεται έναν χρόνο πριν από την πολύ πιο γνωστή επινοημένη αυτοκτονία του περίφημου Άγγλου μάγου Κρόουλι στην Πορτογαλία, με συνεργό τον ποιητή Φερνάντο Πεσσόα. Άραγε να είχαν ακούσει οι δυο τους για το κατόρθωμα του Βαϊάνου; Για τη σχέση Κρόουλι και Πεσσόα, όπως και για τη fake αυτοκτονία που σκηνοθέτησαν το 1930 τροφοδοτώντας στη συνέχεια με άρθρα και συνεντεύξεις τον πορτογαλικό τύπο, είχαμε γράψει παλαιότερα στο Ασσόδυο – εδώ.

Στο πεδίο του άμεσου, στο πεδίο της ζωής, οι πραγματικές αυτοκτονίες ποιητών έχουν μυθοποιηθεί μέσα στο πέρασμα της ιστορίας. Αλλά και με νωπό ακόμη το παράδειγμα του Καρυωτάκη –που αυτοκτόνησε τον Ιούλιο του 1928-  μερικούς μήνες μετά ο Βαϊάνος στήνει μια φάρσα απέναντι σε μια σχεδόν στερεοτυπική μοίρα που σημαδεύει το σινάφι του. Αυτό απαιτεί κότσια, ευφυΐα και μια ιδιοσυγκρασία με χαρακτηριστικό τους πνευματώδεις αστεϊσμούς. Σε άλλο πλαίσιο η φάρσα αυτή θα μπορούσε να λογιστεί ως «έργο σύγχρονης τέχνης».

Μια «πραγματική» αυτοκτονία που εκ των υστέρων διαψεύδεται δεν είναι συχνό φαινόμενο.  Η επινοημένη αυτοκτονία του Βαϊάνου και του φίλου του δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τα σημερινά τρολ. Με κάποιο τρόπο –με ένα προφητικό χάρισμα- οραματίστηκαν επιπλέον την εποχή των fake news του 21ου αιώνα και διασκέδασαν τις εντυπώσεις. Από την άλλη, ίσως ο Βαϊάνος κατατρεχόταν από την ιδέα της αυτοκτονίας σε μια περίοδο της ζωής του και δεν θέλησε παρά να την ξορκίσει στήνοντας την παραπάνω φάρσα.

Ο Γιώργος Βαφόπουλος θα έγραφε το 1970 στη Νέα Εστία: «Πιστεύω ειλικρινά, πως δεν ήταν φάρσα… Ο ποιητής Μάριος Βαϊάνος είχε πραγματικά αυτοκτονήσει. Αυτό που εμφανίστηκε αργότερα στους δρόμους της Αθήνας, ήταν το φάσμα του ποιητή, το μετεμψυχωμένο σώμα του Μάριου, που είχε πάψει τώρα να υπηρετεί την ποίηση, γιατί η μοίρα τον είχε προορίσει να τεθεί στην υπηρεσία των ποιητών»[5].

Πράγματι δεν θα συνέχιζε να γράφει ποιήματα, αλλά θα προχωρούσε -ανάμεσα σε άλλα- στην ίδρυση του «Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας».

Ο Μάριος Βαϊάνος στο «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας» του, στην οδό Ακομινάτου στο κέντρο της Αθήνας – Σκίτσο του Μιχάλη Νικολινάκου (πηγή)

 

Ποιος ήταν ο Μάριος Βαϊάνος (1905-1975)

Γεννήθηκε στην Αίγυπτο στα 1905. Ο πατέρας του ήταν βαμβακέμπορος. Ύστερα από οικονομική καταστροφή θα βρίσκονταν φτωχοί, επιστρέφοντας το 1911 στα Καρδάμυλα της Χίου, το χωριό του πατέρα του. Εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα και εμπνεύστηκε τους πρώτους του στίχους. Το 1920 βρέθηκε στον Πειραιά κοντά σ’ ένα θείο του φαρμακοποιό, ολοκληρώνοντας το γυμνάσιο και έπειτα συνεχίζοντας τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, στη Φαρμακευτική. Διετής όμως φοιτητής εγκατέλειψε τις σπουδές του που αφενός ήταν αντίθετες με την κλίση του στα γράμματα, αφετέρου η βιοπάλη για τη συντήρηση του ιδίου και των γονέων του δεν του επέτρεπαν να τις συνεχίσει. Έγινε δημοσιογράφος, λογοτέχνης, εκδότης. Εργάστηκε σε εβδομαδιαία περιοδικά (Θεατής, Μπουκέτο, Οικογένεια, Εβδομάς) και σε άλλα λογοτεχνικά έντυπα ενώ δημοσίευσε κείμενά του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Έδωσε ιδιαίτερη ζωντάνια σε ό,τι έγραφε, ανανεώνοντας το «ρεπορτάζ». Υπήρξε διευθυντής δυο σημαντικών λογοτεχνικών περιοδικών, της Νέας Τέχνης (1924-1926)  και των Ελληνικών Φύλλων (1935). Ακόμη επιμελήθηκε ημερολόγια, ανθολόγια, βιβλία και άλλα [6]. Τη δεκαετία του 1940 ξεκίνησε να εκδίδει το λογοτεχνικό ημερολόγιο «Ορίζοντες» και ίδρυσε το «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας» στην Αθήνα που λειτούργησε περισσότερο από είκοσι χρόνια σαν ένα καλλιτεχνικό εκκολαπτήριο όπου συναντούσε κανείς από «νεοσσούς» μέχρι «κορυφαίους» ανθρώπους «των τεχνών και των γραμμάτων», εκεί άνοιγε φιλολογικές κουβέντες, έβγαζε έντυπα και οργάνωνε εκθέσεις τέχνης. Αργότερα θα έγραφε ένα βιβλίο -που έμεινε ημιτελές- για τη συγγραφική του ζωή, τη γνωριμία του με τον Καβάφη και άλλους λογοτέχνες. «Πήγαινες να τον επισκεφτείς, και σε τάραζε σε γλυκανάλατους αστεϊσμούς, μπαγιάτικα κουλουράκια και μεμψιμοιρίες για όλους και για όλα… είχε τον τρόπο του να είναι σε όλους αγαπητός, υπερβολικά αγαπητός, από το Μυριβήλη μέχρι το Βάρναλη. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην είδε καλό από τον Βαϊάνο, και δεν υπήρξε άνθρωπος που να μπορέσει να του το ξεπληρώσει», θυμάται ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος[5].

Είναι αδύνατο να εξαντλήσουμε επί του παρόντος το «κεφάλαιο Βαϊάνος». Θα άξιζε να επανέλθουμε στο μέλλον.

Για το κλείσιμο, ακολουθεί ένα όμορφα θλιμμένο ποίημα του  από τη συλλογή ο «Παράξενος Ερωμένος» (1928) που πιθανόν δεν εξέδωσε ποτέ παρά σε ολίγα χειροποίητα φυλλάδια.

.Κοκαΐνη

Κοκαΐνη

Απ’ την κραιπάλη που με πλάκωσε βαριά,
παράλυτος μ’ εκφυλισμένα μάτια,
ποιος θα ‘ρθει να με σώσει μια νυχτιά;

Οραματίζομαι συχνά μιαν ύπαρξη
μια κόρη με τα κάλλη τα περίσσια
που θα με φέρει στην αλήθεια, ίσια
που θα με βγάλει απ’ τον έκλυτό μου βίο…
Αντίο…

Θα βρω μια θεία ξεκούραση στα χέρια της,
και στο κορμί μου θ’ απλωθεί αθάνατος
βαρύς και μελαγχολικός ο θάνατος.

(Ω, τι γλυκά που ζει κανείς στο πέλαγος
των αναμνήσεων, έξω των ορίων
των γνώριμών μας των περιθωρίων
που κυβερνούν εχθροί και φίλοι πίθηκοι,
ανήθικοι,
στο βάθος βυθισμένοι των οργίων…)

Μέσα στην αγκαλιά σου, με κατάνυξη
βλέπω δειλά να μου χαμογελάς σαν άνοιξη
γεμάτη ανθούς και μύρα στολισμένη
Αγαπημένη…

Γύρε σιμά και δώσ’ μου το χεράκι σου
να τ’ ακουμπήσω λίγο στην καρδιά μου,
Κυρά μου

Απ’ την κραιπάλη που με πλάκωσε βαριά
και που στεγνά τη φθείρει τη Ζωή μου
εσύ θα ‘ρθείς, Θεά μου εξωτικιά
να σώσεις τη χαμένη ύπαρξή μου

Η απόλαυσή σου έντονη σαν βέλος
ας έρθει να μου δώσει ένα τέλος.

.

Ο συνθέτης Σπύρος Ιωαννίδης μελοποίησε το συγκεκριμένο ποίημα. Το τραγούδησαν η Αρλέτα και ο Μανώλης Λιδάκης στον δίσκο που ονόμασε επίσης «Ο Παράξενος Ερωμένος» και κυκλοφόρησε το 1994.

 

Παραπομπές

[1] ΒΡΑΔΥΝΗ, 31-1-1929
[2] ΕΘΝΟΣ, 31-1-1929
[3] ΠΑΤΡΙΣ, 31-1-1929
[4] ΕΣΠΕΡΙΝΗ 31-1-1929
[5]http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2015/03/blog-post_29.html
[6]Περ. Oρίζοντες. «Oι συνεργάτες-μας», 2, 1943

 

 


 

ΑΠΟΝΕΝΟΗΜΕΝΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΛΗΓΕΙ 30 ΙΟΥΝΙΟΥ