Μια φορά κι ένα καιρό, εις τα όρη του Καυκάσου, εκεί όπου κατέτρωγε ολημερίς το συκώτι του Προμηθέα o αϊτός του Διός, στους πρόποδες των ψηλών βουνών, στις παρυφές ενός πυκνού δάσους, στην όχθη του ποταμού, στο χωριουδάκι Βαγδάτη, γεννήθηκε ένα γλυκό καλοκαίρι ο ποιητής Βλαδιμήρ Μαγιακόφσκι.

Μαγιάκ στα ρωσικά πάει να πει φάρος, κι έτσι ήταν στ΄αλήθεια ολοι οι Μαγιακόφσκι, θεόρατοι και δυνατοί όπως οι φάροι που αναβοσβήνουν αγέρωχοι μέσα στη νύχτα κι αντέχουν όρθιοι τις φοβερές τρικυμίες.

Ο μπαμπάς του ήταν από γενιά φημισμένων κοζάκων. Τον έλεγαν κι αυτόν Βλαδιμίρ. Όταν χαιρόταν άνοιγαν καρδιές κι όταν θύμωνε έτρεμαν φυλλοκάρδια. Με μια καρφίτσα τρύπησε το δάχτυλό του και πέθανε.

Έτσι ακριβώς ήταν κι ο γιός του ο μικρός: Γιγαντόσωμος, φλογερός, κυκλοθυμικός και πληθωρικός. Μόνο που είχε το πρόσωπο της μητέρας του.

Νάτος. Ήταν προκλητικός. Ήταν δυνατός. Ήταν στρατευμένος. Είχε δυό μεγαλύτερες αδερφές. Πολλές, πάρα πολλές γυναίκες τον έβρισκαν σαγηνευτικό. Κάπνιζε σαν φουγάρο. Το μόνο πράγμα που τον φόβιζε ήταν τα μικρόβια.

Νάτος. Ήταν ανατρεπτικός. Ήταν μπολσεβίκος. Ήταν φουτουριστής. Δεν είχε όσιο και ιερό. Τον έλεγαν Μαγιακόφσκι. Εγκατέλειψε την πολιτική για χάρη της τέχνης κι όταν ξέσπασε η Οκτωβριανή επανάσταση απάγγελνε ποιήματα όλο πάθος σε γυμνές γκόμενες και σε ναύσταθμους.

Λένε πώς τα αυτοκίνητα σταματούσαν και το πάτωμα σηκωνόταν για να τον ακούσει καλύτερα.

Ήταν ο 13ος απόστολος. Ο άνθρωπος που χαστούκισε το δημόσιο γούστο. Ο κήρυκας του ελεύθερου έρωτα. Ο προφήτης των νέων καιρών. Ένας άντρας που ερωτευόταν τις γυναίκες των φίλων του.

 

Αν το θέλετε –
θα είμαι όλος φλόγα, όλος λύσσα
– κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός –
αν το θέλετε
θα είμαι όλο γλύκα τρυφερός,
όχι άντρας πια, μα σύννεφο με παντελόνια.

 

 

Μαγιακόφσκι σε μνημονεύουν οι θύελλες της καρδιάς, τα ερωτικά τρίο και οι λαοθάλασσες των εξεγερμένων.

Μαγιακόφσκι! Ερωτεύτηκες στην Οδησσό και στην Αγία Πετρούπολη. Στην Μόσχα και στα Παρίσια. Φύτεψες τον σπόρο σου στη Νέα Υόρκη. Ταξίδεψες πυριφλεγής στις μητροπόλεις της οικουμένης, στις εσχατιές της Σοβιετικής Ένωσης και στο φαρ γουέστ, ποιητής πάντοτε εν κινήσει, κυπαρίσσι ψηλό, επιβλητικός σκοτεινός φάρος με βαθύ βλέμμα και σάπια δόντια. Τρομακτικά μοναχικός, τρομακτικά ούτε ένας, τρομακτικά ούτε ψυχή.

Καθόλου του γούστου της Λίλια Μπρικ.

Κι ας τον έβρισκε καταπληκτικό ποιητή

Δυόμισι χρόνια ανέχτηκε την αχαλίνωτη και ασταμάτητη καθημερινή ερωτική του εξομολόγηση και τον έβλεπε μετά την απόρριψη να σπαράζει απαρηγόρητος στην αγκαλιά του συζύγου της.


Από ποιόν ουράνιο Χόφμαν, επινοηθήκατε εσείς, καταραμένη;
Τι θα απογίνω, μ’ αυτήν την κόλαση που την κρατάω κρυμμένη!
Ν αγαπάς σημαίνει να σπαρταράς σε σεντόνια ξεσκισμένα από την αϋπνία
γιατί η αγάπη είναι πλημμύρα και φωτιά κι όχι γλυκιά και παραδείσια αρμονία

 

Στο τέλος την έψησε κι έγινε το σκυλάκι της.

 

Ήταν Βλαδιμίρ, ο Βολόντια, ο ποιητής των αμαξοστασίων, ο μοντερνιστής ζωγράφος των πόστερ της αγκιτάτσιας, ο συγγραφεύς 13 σεναρίων, ο πρωταγωνιστής ταινιών και θεατρικών παραστάσεων.

Ήταν ο άνθρωπος που σκανδάλισε τα αστικά ήθη. Ο ευαγγελιστής της αισθησιακής ευωχίας ενός μέλλοντος που δεν ήρθε. Το τρίτο πρόσωπο σε έναν ακλόνητο γάμο. Το επίσημο τρίτο πρόσωπο.

 

Το πιο απρόβλεπτο αφοσιωμένο γρανάζι της κομμουνιστικής κοινωνίας.


Διαβάστε και ζηλέψτε. Είμαι πολίτης της Σοβιετικής Ένωσης.

 

Εκείνη ήταν η Λίλια, η Λίλικ , η Λίλιτσκα, η Λίτσικα, η Λισιόνις, η γάτα, το Λιλιόκ, η απελευθερωμένη γυναίκα, η μούσα της ρωσικής αβάν γκαρντ, η γυμνή σειρήνα, η μυστική ασφαλίτισσα.

 

ίσως από τις μέρες αυτές
τις τρομερές σαν τις ξιφολόγχες
όταν οι αιώνες θα χουν άσπρα γένια
δεν θα μείνουμε
παρά εσύ κι εγώ
να σε κυνηγώ
από πόλη σε πόλη.

 

Ο Μπρικ ήταν ο ευαίσθητος έμπορος, ο πρωτοποριακός εκδότης, ο κριτικός, ο διανοούμενος, ο φουτουριστής υπάλληλος της Τσεκά.

Όταν η Λίλια του αποκάλυψε πως κοιμήθηκε τελικά με τον Μαγιακόφσκι εκείνος απάντησε: «Πως θα μπορούσες να αρνηθείς κάτι σε αυτόν τον άνθρωπο; Κάνε ό,τι θέλεις και μόνο αυτό σου ζητώ: Μη με χωρίσεις ποτέ»

Δεν τον χώρισε. Πέθανε ο φουκαράς το 1945 ανεβαίνοντας σκάλες.

Α ρε Μαγιακόφσκι, κάπως σαν κι εσένα νομίζω πως είμαι κι εγώ και τρέχω με τα χίλια σαν φλεγόμενη αμαξοστοιχία προς την καταστροφή.

Α ρε Μαγιακόφσκι, έσυρες στο κατόπι σου σαν κατάρα όλες τις χίμαιρες της οικουμένης και κέντησες στο εργόχειρο της σοφίας την ερημιά των λέξεων.

Μίλησες τη γλώσσα των δρόμων της μεγαλούπολης. Μίλησες τη γλώσσα των νέων. Μίλησες τη γλώσσα που γεννάει την γκάβλα στη καρδιά της γυναίκας.

Κύματα υψώθηκαν να σε καταπιούν αντιδράσεις και κραυγές ηλιθίων. Καμαρίλες αναίσθητων. Ντουβάρια κι άνθρωποι με κακιά ψυχή.

 

Υπολόγιζες πως θα πως θα ‘μπαινες στον Παράδεισο, Μαγιακόφσκι μου, όμως μπήκες στην κόλαση, καβάλα σ΄έναν μηχανικό πήγασο φτιαγμένο από χάλυβα, κι έζησες εκεί στην αίθουσα της αναμονής 15 χρόνια γεμάτα ηλεκτρικές εκκενώσεις και ερωτικές ίντριγκες.

 

 

Η Λίλια ξεγλίστρησε απ’ τις συμπληγάδες του τρόμου, έζησε δακτυλοδεικτούμενη χωρίς ωστόσο να χάσει το στιλ της και αυτοκτόνησε το 1978 στα 87 της. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Ο δεύτερος σύζυγός της εκτελέστηκε ως προδότης. Με τον τρίτο γέρασε.

Κατά τα άλλα, δύο ονόματα μόνο θα πώ, ίσως τρία. Δεν έχω το χρόνο για περισσότερα: Τατιάνα Γιακόβλεβα, Βερόνικα Πολόνσκαγια, Έλι Τζοουνς.

Αν επιμένετε θα πω άλλα δύο: Μαρία Ντενίσοβα, Έλσα Τριολέ.

 

 

Τατιάνα, η Παριζιάνα. Επάγγελμα μανεκέν. Λύσσαξε η Λίλια να τους χωρίσει και τα κατάφερε.

Έμεινε ένα ποίημα. Τελειώνει έτσι:

Έλα
στο σταυροδρόμι
των αδέξιων των χεριών μου
των μεγάλων
Δε θες;
Θες να ξεχειμωνιάσεις στη δύση.
Κι αυτή η πρόθεση
κατάφορα προσβάλει
της ανθρωπότητας τη γενική υπόθεση
Τίποτα δεν με νοιάζει
Κάποτε το δίχως άλλο θα σε πάρω
μόνη
ή μαζί με το Παρίσι.

 

 

Έλι, η Νέο – Υορκέζα. Ξεναγός. Τρεις μήνες έμειναν αχώριστοι κι ύστερα βρεθήκανε μόνο μια φορά. Η μητέρα της μονάκριβης κόρης του.

 

 

Βερόνικα. Κόρη του Ρώσου βασιλιά του βωβού κινηματογράφου. Ανερχόμενη ηθοποιός. Παντρεμένη. Μοσχοβίτισσα. His last love.

Το τελευταίο πρόσωπο που συνάντησε στη ζωή του.

 

 

Μαρία:«Έλα πιο κοντά Μαρία / με της γύμνιας την ξεδιαντροπιά / ή μ΄ένα ρίγος τρομαγμένο / των χειλιών σου δώσε μου την αμάραντη χάρη» . Η πραγματική έμπνευση πίσω απ’ το «σύννεφο». Μία γυναίκα που έπρεπε να πει «όχι». Πήδηξε από τον 10οτο 1944.

 

 

Έλσα. Η αδερφή της Λίλια. Ήθελε να τον παντρευτεί. Τελικά παντρεύτηκε τον Λουί Αραγκόν.

 

 

Α ρε Μαγιακόφσκι! Πρόλαβες να το μυριστείς το τέρας της γραφειοκρατίας τι δόντια κοφτερά που έχει, όπως οι αιμοσταγείς εχθροί του λαού που ζωγράφιζες.

Και τσακίστηκε η βάρκα του έρωτα πάνω στην καθημερινότητα, και το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν.

 

Αν δεν είχες αυτοκτονήσει, έτσι όπως αυτοκτόνησες, στα 38 σου, μ΄εκείνον τον πυροβολισμό 3 εκατοστά πάνω από την αριστερή θηλή, θα είχες με μαθηματική ακρίβεια εκκαθαριστεί από τους πρώτους.

 

Αντ’ αυτού θεοποιήθηκες μετά θάνατον με διαταγή του Στάλιν ύστερα από παρέμβαση της Λίλια Μπρικ, κι έγινες άγαλμα σε πλατεία και σιδηροδρομικός σταθμός.

 

 

Ποιά απ΄όλες εδώ μέσα θα ερωτευόσουν, αν γύριζες ένα βράδυ, αυτό το βράδυ, απ’ τον τάφο;

 



 

 

ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΚΟΥΣΤΙΚΑ


 

 

ΠΕΡΙΣΕΜΑΤΑ

Για το όμορφο εγώ δεν θα λυπηθώ τις λέξεις

Σε ποιο μεσονύχτι, μισότρελο, κι άρρωστο
ποιοι Γολιάθ μ΄έκαναν, έτσι θεόρατο, κι άχρηστο;

«Πεθάνετε στίχοι μου, σαν άγνωστοι στρατιώτες» και κάποιος απ΄το κοινό να φωνάζει: «‘Εχουν από καιρό τινάξει τα πέταλα»

Μαγιακόφσκι: «Στις γυναίκες αρέσω, μόνο όταν είμαι στη σκηνή».

Μια-δυο μέρες πυροβολήσαμε με τα τουφέκια και νομίσαμε ότι το νικήσαμε το παλιό.

Ορίστε το στυλό μου σύντροφοι, και μπορείτε να γράψετε μόνοι σας!

Λίλια αγάπα με.

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Λέγεται Κουνελόπουλος ή Κανουλόπουλος, ή Κιτρινόπουλος, ή Κανελλόπουλος, ή Αλκης Κρέας, ή όπως αλλιώς διάβολο τον αποκαλούν όσοι τον γνωρίζουν. Γράφει και γράφει και γράφει και γράφει. Γράφει και παίζει. Ενίοτε τραγουδά. Κυρίως τους στίχους του.