25.03.25

 

Τοιχογραφία του Don Forty στη Νίκαια Αθήνας

 

ΤΡΙΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΑ
του Νίκου Δασκαλόπουλου

 

Retractationes

Θέλει να πάμε βόλτα. Εγώ δεν έχω τέτοια διάθεση· διάσταση απόψεων. Αποφασίζω όμως ότι θα τον πάω, κι έτσι και γίνεται. Τον πλένω, τον παρφουμάρω, τον ντύνω, παίρνω τα συμπράγκαλά του, φύγαμε. Δε θα την απολαύσω τη βόλτα, σκέφτομαι. Πώς θα γινόταν αυτό; Αφού για εμένα, δεν είναι. Προσέχω μήπως δούμε τους φίλους του, να μην εξουσιοδοτήσω ανεξέλεγκτο ενθουσιασμό, προσέχω μήπως δούμε τους εχθρούς του, να μην αρπαχτούν, προσέχω μη μου φύγει από το χέρι, προσέχω πώς περνάμε στον δρόμο. Συνειδητοποιώ όμως ότι ήδη χαμογελώ. Και δεν είναι η πρώτη φορά και πάντα το ξεχνώ ότι θα συμβεί ώστε να μην μπω στην άσκοπη διαδικασία να μην έχω διάθεση και να εξαναγκαστώ να αποκτήσω. Όλα πάνε καλά. Είναι πρώτη φύση μου να τον προσέχω, δε με εμποδίζει από το να παρατηρώ ταυτοχρόνως το περιβάλλον μου. Τα φυλλώματα κρύβουν τη σελήνη (αν η ομορφιά κρύβει την ομορφιά, τότε τι έχει αποκρυφτεί;), τα παιδιά είναι παντού, παίζουν μπάλα με πλαστικό μπουκαλάκι (όπως κάναμε κι εμείς), κάνουν ποδήλατο, τρέχουν, τα μεγαλύτερα ακούνε trap στο παγκάκι, τα ακόμη μεγαλύτερα τρώνε. Όσους πλησιάζουμε εισερχόμαστε στο σύμπαν τους. Τι κούκλος και τι κούκλος, λένε. Τα κορίτσια τον θαυμάζουν και ικανοποιούν τον άκακο ακκισμό του (πλεονασμός). Όσους πλησιάζουμε εισέρχονται στο σύμπαν μας. Η κυρία με το βασανισμένο πηγούνι. Ο Κινέζος 60ρης που χαμογελάει πάντα. Ο κύριος με το γιάρμουλκε. Οι κυρίες με τις μαντίλες. Οι νεαροί που πίνουν ναργιλέ και από το μαγαζί ακούγεται ο Χακίμ. Δεν είναι στολίδια σε ένα σημείωμα, είναι πραγματικοί άνθρωποι με καρδιές και σπλάχνα, χαρές, λύπες, αρρώστιες κι ατυχήματα. Κλήσεις της τροχαίας, λογαριασμούς. Δεν το βλέπω ρομαντικά. Αλλά η πόλη, παύει να υπάρχει χωρίς αυτούς — αυτή τους έχει ανάγκη, όπως έχει ανάγκη τη μικρή και μεσαία εμπορική δραστηριότητα η υφεσιακή κατάσταση της οικονομίας. Έχει και μια άλλη ιδιότητα η τελευταία: με κάνει να αντλώ μικρο-ευτυχίες από τις μικρο-χαρές των άλλων: από ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια που πήρε ένας φίλος, από ένα επιτυχημένο γενέθλιο πάρτυ του γείτονα, από την προσδοκία του βλέμματος ενός κοριτσιού που συγκεντρώνεται στην οθόνη ενός κινητού. Από το ότι κάποιος θα πάει διακοπές ή πλήρωσε τους λογαριασμούς του. Επιστρέφουμε σπίτι κουρασμένοι. Φουμάρω στο μπαλκόνι. Πλησιάζει. Κοιτάζουμε τον έναστρο ουρανό με μια εφαρμογή επαυξημένης πραγματικότητας. Το βάρος της μου προκαλεί ζαλάδα. Πάνω μου η μεγάλη άρκτος, κάτω μου ο Διεθνής Διαστημικός Σταθμός. Εκείνος αγναντεύει την πλατεία από το μπαλκόνι και ιμείρεται κάτι αναστενάζοντας. Είναι μια στιγμή βαθύτατα ατελής και πλήρης. Οι Θεοί όλοι συγγενεύουν μεταξύ τους.

.

Ούζο, γαύρος, χόρτα

Ο άνθρωπος του άστεως, στις ταινίες, όταν χάνεται σε ένα δάσος, αναζητά έναν κεντρικό δρόμο. Στην πραγματική ζωή αναζητά τη γειτονιά. Και παντού υπάρχει μια γειτονιά, το έκκεντρο κέντρο του ανθρώπου του άστεως. Λοιπόν, στη γειτονιά, δε χρειάζεσαι την παιδική ηλικία, άρα τη γειτονιά σου. Γιατί στη γειτονιά έχει σχολείο. Στη γειτονιά δε χρειάζεσαι την οιαδήποτε παλιά γειτονιά, γιατί καμία γειτονιά δεν είναι τόσο παλιά όσο της πρέπει, ούτε τόσο νέα ώστε να σε παγώσει το σφρίγος της. Η γειτονιά γειτνιάζει, και γι’ αυτό η γειτονιά με μια έννοια είναι πάντα παντού, και με μια άλλη, δεν υπάρχει παρά μόνο ως μια πολιτισμική πραξιακή σχέση. Η γειτονιά είναι πολιτική και η πλατεία της είναι το πολιτικό. Η πλατεία, δε, ειδικά σήμερα, δε χρειάζεται καν να υπάρχει για να γεννηθεί. Οι περισσότερες “πλατείες” δεν είναι πλατείες. Πολεοδομικά δεν είναι πλατείες. Αλλά εντούτοις επιτελούν την πλατεία και εκεί πάνε τα παιδιά και οι νέοι και οι γέροι. Αυτό είναι η πολιτική. Λοιπόν και γειτονιά δεν είναι η παρέα, γιατί στη γειτονιά και την πλατεία της έχεις παρέα τις παρέες, ακόμα κι αν γινόταν την ίδια στιγμή να μην είναι κανείς σε καμία παρέα. Που αυτό δε γίνεται γιατί αυτό δεν είναι πολιτική.

Στο μικρό ουζερί του Θωμά στη γειτονιά, που έχασε τον γιό του, ούζο, γαύρος, χόρτα.

-Να καθόμουν σπίτι να τρελαθώ; Δουλειά, βλέπω κόσμο, μιλάω με τον κόσμο, τρέχω για τον κόσμο. Μου αρέσει.

Σκυλί, ακούραστο. Τετράποδο παιδί πιο ‘κει με την εφτάχρονη μαμά του που το φροντίζει και κανακεύει. Και πιο ‘κει, έρχονται δύο τρίποδα παιδιά. Ο μπαμπάς με το μπαστούνι τυφλών κι η κόρη με το μπαστούνι τυφλών. Λίγο σκυμμένος πάνω της. Στις γειτονιές, πληθυντικός, κάθε γωνιά της γειτονιάς είναι μια αφ’ εαυτού της γειτονιά, που το παιδί θα χαθεί και μετά θα χάσει και θα ξαναβρίσκει, θα επινοήσει αυτό που πρέπει να φτιάξει. Ο Ακινάτης λέει ότι ο Σωκράτης δεν είναι η ανθρωπιά του. Αλλά ο Σωκράτης δεν κλαίει, και ο Χριστός δε γελάει.* Ίσως από τα ούζα, ίσως από την πλατεία με τα γέλια και τα κλάματα όσων τσακίζονται χωρίς καμία χάρη, αλλά δεν τρέχει και τίποτα, γαργαλιέμαι από μέσα.


Είναι να έχεις το knack

α. Με πόδια, ρόδες και μπαστούνια, με αθλητικά, τακούνια, και φλατ. Ο δρόμος οδηγεί στον μετα-μετα-ερειπιώνα. Η Αθήνα δεν είναι Ντιτρόιτ. Δεν είναι Ρώμη. Όλα είναι λειτουργικά. Μια δυναμική παραμνησία συντελείται μπολιασμένη με δυνατότητες και ενδεχόμενα. Φτωχοδιάβολοι τρυπώνουν σε εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά που σαπίζουν και τα ξετρυπώνουν. Τα άφραγκα νιάτα μετατρέπουν σε μικρή πλατεία κάθε άδεια γωνιά. Τα σκέητ, τα ΒΜΧ, κάνουν τα πάρκινγκ, πάρκα. Η αποξένωση γίνεται συνένωση όταν ο δρόμος οδηγεί σε πόρτα διπλά ανοιχτή: τώρα λένε στον ντελιβερά “να προσέχεις”, τώρα έχουν παιδιά με πτυχία που είναι ντελιβεράδες, ή η πόρτα ανοίγει και βλέπεις τον εαυτό σου, έναν 60ρη σαν κι εσένα — έκλεισες το μαγαζί που στόχευες να βάλεις και ντελίβερι και τώρα είσαι εσύ στην πόρτα εμπρός και πίσω από αυτή.

β. Το ζευγάρι καμώνεται ότι τσακώνεται: Μα όλα τα λεφτά φαΐ/ποτό; Βρε μωρό μου, και χάλια να είσαι, αν είσαι με κόσμο είναι καλύτερα. Χαμογελάνε, σε πιάνει κι εσένα. Καλά σε αυτό δίκιο έχεις.

γ. Ο λαθρακουστής, εγώ, ανακαλώ τον Τσέστερτον: Φίλοι είναι το καλύτερο που μπορεί να προκύψει για τους δύο. Σύντροφοι είναι το καλύτερο που μπορεί να προκύψει για τα δύο εκατομμύρια.

*Η φράση ανήκει στον Δρ. Κορνέλ Γουέστ

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ