Μ Α Ρ Ι Ε Σ

 

Η εορτή της Παναγίας ήταν άλλοτε και η εορτή των ποιητών. Δεν ήταν απαραίτητο να λέγεται Παναγιώτης ή έστω και Μάριος ο ποιητής για να εορτάζει το Δεκαπενταύγουστο. Είχε πάντοτε μία φίλη, η οποία ελέγετο Μαρία χάριν ομοιοκαταληξίας και η οποία ως επί το πλείστον ήταν ανύπαρκτη.

 

«Μαρία λεν την Παναγία,

Μαρία λεν και σένα,

Αν αρνηθώ την Παναγιά,

Θα αρνηθώ και σένα»

 

Άλλος ρομαντικός ποιητής, πολλά παθών από μία Μαρία, έγραψε σε στιγμές αγανακτήσεως και απελπισίας:

 

«Η Παναγία έπρεπε

να λέγεται Μαρία;»

 

Σε όλες τις ποιητικές συλλογές της εποχής εκείνης και σε όλα τα λευκώματα των κοριτσιών η Μαρία ήταν το προσφιλές όνομα με το οποίο άρχιζαν ή τελείωναν τα περιπαθή τετράστιχα. Οι αισθηματικοί ποιητές σε στιγμές του ερωτικού τους πυρετού έβλεπαν την αγνή ωραιότητα και την ουράνια γλυκύτητα της Παρθένου στην γυναίκα που αγαπούσαν. Μαντόνες με μάτια έτοιμα να συγχωρήσουν ήταν όλες οι ωραίες της εποχής τους:

 

«Μαρία λεν την Παναγία,

Μαρία λεν κ’ εκείνη,

Κ’ εχει την ίδια ωμορφιά,

την ίδια καλωσύνη»

 

Άλλος ρομαντικός ποιητής σε στιγμές ερωτικού και θρησκευτικού παραληρήματος ευρίσκει στην αγαπημένη του το θείο κάλλος της γλυκυτέρας Μαρίας του κόσμου, της «Μαρίας των Ουρανών». Λησμονεί όμως ότι παραπάνω την περιγράφει με βαθύ μελαχρινό χρώμα, με μάτια πλάνα τσιγγάνας που καίουν, ενώ συγχρόνως προφητεύει με μάτια τόσο μαύρα που ομοιάζουν με «δίδυμον νύκτα», όπως λέγει ο ίδιος:

 

«Η νύξ η δίδυμος

των οφθαλμών σου

Και η δειλή αυγή

των παρειών σου»

 

Θα μπορούσε όμως άριστα να δικαιολογηθεί ο ερωτευμένος ποιητής εάν μας έλεγε ότι ομοιάζει με τις μελαχρινές γλυκές Παναγίες που βλέπουμε σε παλαιά βυζαντινά εικονίσματα.

Σήμερα οι Μαρίες δεν είναι πλέον τα εννέα δέκατα του πληθυσμού της Ελλάδας. Αν υπάρχει και καμμιά, λέγεται Μιμή, Μαίρη ή Ριρίκα. Οι ανάδοχοι έχουν και αυτοί μοντέρνα γούστα. Προτιμούν μια Τζούλια, μια Τζένη ή μια Σόνια αντί μιας Μαρίας. Οι ποιητές, εξ άλλου, πρωτοποριακοί και μη, δεν εξαντλούνται με τις Μαρίες σε άσκοπες αισθηματικότητες. Οι Μαρίες, αφού επί μακρόν υπηρέτησαν την ποίηση, περιορίστηκαν στο μαγειρείο, όπου αντί ομοιοκαταληξιών παρασκευάζουν το φαγητό της ημέρας. Η εποχή μας δυστυχώς είναι τόσο πεζή! Και αυτός ο ήχος της καμπανούλας, που χύνεται στον πρωινό αρωματισμένο αέρα για να μας καλέσει στην εορτή της «γλυκυτέρας Μαρίας του κόσμου», της Μαρίας των Ουρανών, πνίγεται στους κρότους των μηχανών και στις εξατμίσεις της μοτοσυκλέτας. Και ο μικρός δρομάκος με τις ροδοδάφνες, που οδηγεί στο εκκλησάκι της Παναγίας, είναι έρημος. Κάποιο άρωμα θυμιάματος καταδιώκεται από την οσμή της βενζίνας. Και όμως.

Ο απαλός ήχος, που ξεκινά από το κωδωνοστάσιο και αγωνίζεται να σωθεί από την οξεία κραυγή του γραμμοφώνου, είναι ακόμη η παρηγοριά των θλιμμένων, κάτι σαν υπόσχεσις στις ταραγμένες ψυχές για μία Γαλήνη.

 


Οι «Μαρίες» του Τίμου Μωραϊτίνη (1875-1952) δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Έθνος» το 1932 με αφορμή την εορτή της Παναγίας.

 

Ο Μωραϊτίνης γεννήθηκε και έζησε στην Αθήνα. Αρχικά αφοσιώθηκε στο χρονογράφημα και στην ποίηση. Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Σταδιοδρόμησε ως θεατρικός συγγραφέας –χαρακτηρίστηκε «πατέρας της νεοελληνικής κωμωδίας»-, πεζογράφος και εκδότης. Ως αθηναιογράφος εξύμνησε την Παληά Αθήνα και έγραψε, μάλιστα, το τραγούδι «Στης Πλάκας της ανηφοριές». Το 1897 έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το 1947 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Περισσότερα για τη ζωή και το έργο του μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.