Κάποτε, όταν ήταν και εκείνη μικρή, χοροπηδούσε όλο απερισκεψία και χάρη, σχεδίαζε τις αποδράσεις της με τρόπο που ο Οδυσσέας θα παραδεχόταν την ανωτερότητά της και είχε ζωστεί με φυσίγγια αδρεναλίνης με τα οποία θα έφτανε να συγκρουστεί ηρωικά  με τα “πρέπει” και τα “μη” μιας επαρχίας σταματημένης. Τα χρόνια πέρασαν, τα άλλοθι ματαιώθηκαν και τώρα δίνει μυστικές ευχές κάτω από το φουστάνι, προσεύχοντας στα κρυφά να ολοκληρώσει τη φυγή κάποιο εγγόνι.

Δεν την άφησαν να τελειώσει το σχολείο και έτσι οι άγιοι στους οποίους προσέτρεχε μια ζωή βρίσκονται παρατεταγμένοι με τυχαία μαθηματικά στο μικρό της βαθράκι. Όταν η κουβέντα πηγαίνει σε αυτούς, τσακωνόμαστε λες η ομόνοια του ίδιου ονόματος ποτέ δεν μας άγγιξε και παριστάνω εγώ τον Άρη και αυτή τον Ζέρβα. Με κάποιαν ανέλπιστη ετοιμόλογη ζέση, την οποία βγάζει από το μικρό της τσαρδί, με ακινητοποιεί. Αυτοί δεν την αφήνουνε όταν περάσει το καλοκαίρι. Ακίνητοι, χωρίς καμία διάθεση φυγής, χρόνια τώρα στέκουν ενεοί στις προσταγές και τις προσευχές της. Ένας καινούργιος λόγος (αντι)κοινωνικής κατασκευής του θρησκευτικού αισθήματος, το οποίο ακέραια κατοικεί στις καρδιές των πιστών, διαπερνά ηλεκτρικά το μυαλό μου.

Πάνω από το τζάκι, οι εικόνες αγίων φεγγίζουν σαν λάφυρα από τους περίπλους των επισκεπτών και τα νησιά που ποτέ της δεν είδε. Κάποια αφορμή εξιστόρησης μιας ζήσης δανεικής στον συγχωριανό κάποιον χειμώνα. Κάποτε είχε διαρρεύσει η ασίγαστη όρεξή της για ζωή και αδρεναλίνη και έτσι τη σταμάτησαν από το δημοτικό απότομα ένα μεσημέρι. Για να μελετήσει τους λαρυγγισμούς των ζώων στα άγρια βουνά άμα βρεθούν σε απειλή, της είπαν, και πέρασε η αθεόφοβη πάνω από τη μισή ζωή της να σκαρφίζεται ακατανόητες συλλαβές προς καλόπιασμα των κατσικιών και σκιάξιμο των λύκων.

Όχι, δε φοβάται Θεό. Ούτε λύκο έχει φοβηθεί ούτε άγριο θηρίο. Μήπως δε χτυπήσει το τηλέφωνο φοβάται και τρέμει, μήπως τη ξεχάσουν από την ανερμάτιστη κούρασή τους όταν ξαναπιάσουν δουλειά συλλογάται και απιθώνει τώρα μια εικόνα ενός καινούργιου αγίου στο πλάι.

Οι άγιοι της. Με αυτούς ακροάζεται πια τον κόσμο και ξοδεύει άλογα τη σύνταξή της μαζί με ένα εκατομμύριο προστακτικές και υποτακτικές τις αδύναμες της ώρες, που εμείς δεν της απαντάμε στα τηλέφωνα, όντας χαμένοι και αποκαμωμένοι στο άστυ. Με αυτούς παλεύει τη μοναξιά των χειμώνων και σε αυτούς αναθέτει η πανούργα τη δημιουργία διαλόγων φανταστικών, που θα την κρατήσουν συνετή μέχρι να της χτυπήσει κάποιος χωριανός την πόρτα – να ρωτήσει τι κάνει. Το δικό της ένθεο και ξεσηκωτικό παιχνίδι προσωπείων, η δική της εξιλαστήρια ανάγκη για χάδι και φιλί όταν δεν μπορεί να αγγίξει τους δικούς της. Ένα αλλιώτικο υπουργείο εσωτερικών στον κόσμο. 

Αφροδίτη Κατσαδούρη

.
.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.