Τα υπερβατικά αριστουργήματα του Merab Abramishvili
[Κειμενική συνοδεία: Οβιδίου Μεταμορφώσεις, βιβλίο VI, στίχοι 571-603 // μτφρ: Θεόδωρος Τσοχαλής]
επιμέλεια: Σ.Ρ.
[…]
λέει ο Κάδμος: «Μην ήταν άγιο το φίδι εκείνο που με το δόρυ
το ‘χα τρυπήσει, τότε που ήρθα απ’ τη Σιδώνα και είχα σπείρει
δρακόντια δόντια στη γη μας μέσα, σπέρματα νέα;
Εάν φροντίδα των θεών τόσο βέβαιη τούτο το εκδικείται
εγώ ικετεύω φίδι να γίνω, αφού η κοιλιά μου μακριά απλώσει»
Είπε· κι απλώνει σε επιμήκη κοιλιά, σαν φίδι, κι αφού σκληρύνθη
το δέρμα του όλο, ένοιωσε ότι είχε γεμίσει από φολίδες·
εποικιλόταν το μαύρο σώμα με ποικιλίες γλαυκών στιγμάτων·
στο στήθος πέφτει πρηνής κι οι κνήμες συνενωμένες σε ένα σώμα
αγάλια αγάλια όλο λεπταίνουν και καταλήγουν σε ισχνή άκρη.
Τώρα τα χέρια μονάχα μένουν· αυτά που μένουν τα χέρια απλώνει·
με την ακόμη ανθρώπινη όψη, καθώς ετρέχαν δάκρυα, είπε:
«Έλα κοντά μου, ω συζυγέ μου, έλα κοντά μου, δυστυχισμένη
εφ’ όσον χέρι είναι ακόμη, μια κι όλος φίδι δεν έχω γίνει.»
Ήλθε εκείνος να ειπεί περίσσια, αλλά η γλώσσα ξάφνου εσχίσθη
σε δύο μέρη· κι ενώ ποθούσε να ομιλήσει, τα λόγια λείπουν,
κι όποτε κείνος ετοιμαζόταν για να εκφράσει κάποια δεινά του,
σύριζε μόνο· η φύση αφήκε σ’ εκείνον τούτη τη φωνή μόνο.
Το γυμνό στήθος με το ‘να χέρι η σύζυγός του χτυπώντας, κράζει:
«Κάδμε μου, μείνε, και συ ο ίδιος, δύστυχε, γδύσου το τέρας τούτο.
Γιατί ετούτο, Κάδμε; Πού πόδια; Πού τα δυο χέρια κι ώμοι υπάρχουν,
μα και το χρώμα και η μορφή σου κι όλα, ενώ λέω; Γιατί κι εμένα,
εσείς ουράνιοι, δεν με έχετε μεταμορφώσει στον ίδιο δράκο;»
Είπε· εκείνος έγλειφε τότε της γυναικός του το πρόσωπό της
και μεσ’ στους κόρφους τούς προσφιλείς του, γνωστοί σαν να ‘ταν, επορευόταν·
αγκαλιαζόταν, κι από συνήθεια τον τράχηλό της αποζητούσε.
Και όποιος ήταν παρών φοβόταν (παρόντες ήσαν οι σύντροφοί του)· όμως
εκείνη ψαύει του λοφιοφόρου δράκου τον τράχηλό του,
και ξάφνου δύο γίνονται δράκοι κι έρπουν με σπείρες συνεστραμμένες,
ώσπου εμπήκαν μεσ’ στους κρυψώνες δάσους που ήταν εκεί κοντά τους.
Και τώρα ακόμη δεν αποφεύγουν ανθρώπους, ούτε βλάπτουν με τραύμα,
και όντας πράοι δράκοντες τούτοι πάντα θυμούνται ό,τι πριν ήσαν.
.
.