Η πρόσφατη επαναφωταγώγηση της Ακρόπολης των Αθηνών συνδέεται ανεπίγνωστα με μια επίδειξη «ήχου και φωτός» του ύστερου 19ου αιώνα. Μάλιστα σχεδόν συμπίπτουν ημερολογιακά. Στις 18 Σεπτεμβριου του 1876, ο διάσημος για τις ανασκαφές στην Ολυμπία Γκουστάβος Χίρσφελντ οργανώνει με τη βοήθεια αναγεννησιακής ζωγραφικής και γερμανικής μουσικής το καλλιτεχνικό ξόρκισμα του φαντάσματος του Φειδία που τηρούσε στάση επικριτική στη νεότερη τέχνη, σύμφωνα πάντα με τη δραματουργία του διοργανωτή. Για την ιστορία, ο Γκουστάβος Χίρσφελτ ήταν θείος της μητέρας του Βάλτερ Μπένγιαμιν.
.

Η ιδιόμορφη πνευματιστική επίκληση καταγράφηκε στὸ φύλλο της 20ης Σεπτεμβρίου της Εφημερίδος υπό τον τίτλο:

 

«Νυκτερινή εορτή εν Ακροπόλει»

Περίεργος και ωραία καλλιτεχνική εορτή ετελέσθη την προχθές εσπέραν επί της Ακροπόλεως, τη πρωτοβουλία και μερίμνη του παρ’ ημίν επιτετραμμένου της Γερμανίας κ. Hirschfeld.
.
Ο επισκεφθείς εν πανσελήνω νυκτί τα μεγαλοπρεπή ερείπια της Ακροπόλεως γνωρίζει οποία μυστηριώδη και ανέκφραστα θέλγητρα περιβάλλει η ωχρά της σελήνης ανταύγεια τους ορθίους έτι ισταμένους στύλους του Παρθενώνος, τας καρυάτιδας του Ερεχθείου, τα λείψανα των Προπυλαίων και το κομψόν εκείνο αριστοτέχνημα της απτέρου Νίκης. Όσον και αν έχη τις την φαντασίαν απρόσιτον εις ποιητικά ινδάλματα, φέρεται ουχ ήττον και άκων εις χρόνους παλαιούς και μεγάλους, αναπλάττει σώα και ακέραια τα κολοβωμένα μεγαλουργήματα του Ικτίνου και του Φειδίου, και αναγράφεται ούτως ειπείν μετά της εκλιπούσης εκείνης γενεάς, ήτις ενεφύσησεν άφθιτον ζωήν εις το μάρμαρον της Πεντέλης και εκληροδότησεν εις τους επιγόνους ημάς το τέλειον και ανέφικτον ιδανικόν της τέχνης.
.
Τοιαύτη τις μαγευτική εσπέρα ήτο η προχθές, καθ’ ην ανήγαγεν επί της ακροπόλεως ο βαρών Hirschfeld ευάριθμον όμιλον φιλομούσων ανδρών και κυριών, παρέχων αυτοίς πρωτότυπόν τινα αισθητικήν απόλαυσιν, εν η μετά πολλής καλλιτεχνικής πρωτοτυπίας συνεκεράσθη η από των νεωτέρων κατ’ εξοχήν τεχνὠν, της ζωγραφικής και της μουσικής. Ούτως, αφού προσηνέχθησαν εις τους προσκεκλημένους αναψυκτικά τινα ποτά, και ευάρεστος ευθυμία ήρξατο ζωογονούσα την ομήγυριν, επιφαίνεται αίφνης, προς μεγίστην των παρισταμένων έκπληξιν, μεταξύ δύο στύλων του Παρθενώνος, λευκή τις φασματώδη μορφή, και αποτείνει εμμέτρως τον λόγον εις την ομήγυριν. Εκπλήσσεται επί τω γινομένων θορύβω, και ερωτά τις τολμά να ταράσση την ιεράν του τόπου σιγήν. Μετ’ ελαφράς ευθυμίας ανίσταται τις τότε των παρισταμένων και παρακαλεί τον από μηχανής εκείνον συνδαιτυμόνα να καταβή του βάθρου, ίνα μετάσχη της διασκεδάσεως, αλλ’ εκείνος αρνείται μετ’ οργής και παρακαλούμενος να προχωρήση, εκφωνεί το όνομά του: Φειδίας! Αρἐσκεται, λέγει, να επισκέπτεται εν πανσελήνω νυκτί την Ακρόπολιν και τον Παρθενώνα του, να κλαίη επί των αγαπητών του ερειπίων, και να αναπλάττη την Παλλάδα αυτού επί της αρχαίας της βάσεως: «Πώς αφήκα, ανακράζει, τον Παρθενώνα, και πώς κατεστήσατε αυτόν, σεις οι μεταγενέστεροι! Εις ερείπια μετεβάλετε αυτόν, και ουδέ των ερειπίων αυτών κατορθούτε να απομιμηθήτε τη χάριν και το μεγαλείον. Ήτο γίγας η τέχνη ημών, και είνε νάνος η τέχνης σας». Εις απάντησιν των λόγων του επιφαίνεται τότε, φωτιζόμενη δια μυστικού φωτός, η Σιξτία Παναγία του Ραφαήλου και μετά μικρόν αντηχεί εκ του βάθους του Παρθενώνος γλυκεία τις και επιβάλλουσα αρμονία του Schumann, εκτελούμενη υπό χαλκίνων οργάνων και βιολιού. Το φάσμα ακούει, τέρπεται, εξίσταται, ομολογεί ότι δεν εξέλιπεν η τέχνη εν τω νέω κόσμω, και απέρχεται παρηγορημένον και ήσυχον περί της μελλούσης τύχης των αγαπητών αυτού ερειπίων. Η μουσική εξακολουθεί κατά παράκλησίν του, και το φάσμα αφανίζεται, εν μέσω των ευφημιών των παρισταμένων, οίτινες πλήρεις συγκινήσεως ήκουσαν την καλλιτεχνικήν εκείνην φαντασμαγορίον, και την αναπαράστασιν της παλαιάς προς την νέαν τέχνην.
.
Οι προσκεκλημένοι παρέμειναν έτι εφ’ ικανόν χρόνον περιπατούντες μεταξύ των αρχαίων μνημείων και ακροώμενοι γλυκύτατης μουσικής, αντιχούσης από του Παρθενώνος, ανεχώρησαν δε περί μέσα νὐκτας, γοητευτικήν αποφέροντες ανάμνησιν της παραδόξου αλλ’ ωραίας νυκτερινής εορτής. Ιδίως εχειροκρότησαν τον ξενίζοντα καλλιτέχνην διπλωμάτην, ου έργον εξαίρετον ήτο η εικών γης, και εν των εκλεκτοτέρων μουσικών τεμαχίων αγνής γερμανικής μουσικής.
.
Υδατογραφία εξωφύλλου: Henry Bacon
.
.