Ήταν εκείνη η νύχτα της 14ης του Οκτώβρη 1852, που εν μέσω μεγάλης θεομηνίας έπεσε στο έδαφος ο δεκαεφτά μέτρων στύλος του Ολυμπίου Διός. Γύρω στους 364 τόνους βάρους που αντιστοιχούν σε 20 αιώνες ιστορίας τράνταξαν την πόλη της Αθήνας, οι κάτοικοι της οποίας εκείνη την στιγμή έβλεπαν «τις θύελλες να παίρνουν τις καμινάδες και να κάνουν θρύψαλα τα παράθυρα» οπότε και δεν αντιλήφθηκαν αμέσως το συμβάν. Το πρωί όμως όταν αντίκρυσαν τα θραύσματα του κίονα όλοι μιλούσαν για ένα «εθνικό δυστύχημα», το οποίο συζητιότανε για χρόνια, συνδέθηκε με κάμποσες δοξασίες και θανατικά, ενώ οι καιρικές συνθήκες έμειναν γνωστές ως «ο καιρός της κολώνας».
Για την ιστορία, ήταν κατά σειρά ο 89ος στύλος που έχασε την στατικότητά του και σωριάστηκε μεγαλοπρεπώς στο έδαφος. Από τότε μέχρι τις μέρες μας ακίνητος κοίτεται στην ίδια θέση, ενώ συνεχίζουν να μένουν όρθιοι 15 από το αρχικό σύνολο των 104 κιόνων του ναού.
Τις επόμενες ώρες που ακολούθησαν της πτώσης ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης θα υμνήσει την πεσμένη στήλη σε ένα ιστορικό του ποίημα με τον τίτλο: Προς την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθείσαν στήλην του Ολυμπίου Διός. Κομβικό ρόλο στο ποίημά του, ένα ποίημα που μετράει τα σημάδια των συρράξεων της ιστορίας πάνω στο κουτσουρεμένο σώμα του ναού, αποτελεί μια συγκεκριμένη αράδα που επαναλαμβάνεται δύο φορές και αξίζει να καταθέσουμε:
νὰ μέν᾿ ὁλόρθο εἶν᾿ ἄσχημο, καλύτερα γειρμένο…
Ο Βαλαωρίτης εδώ διαισθάνεται ότι η κολώνα είναι ομορφότερη πεσμένη. Το συγκεκριμένο θραύσμα είναι εμβληματικό για το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο καθότι ανοίγει μια βεντάλια θεμάτων προς συζήτηση. Κυριότερα, η φράση αυτή ξεκλειδώνει εύγλωττα μια εποχή που εγκαθιδρύει στο συλλογικό φαντασιακό την άγνωστη ή αδιάφορη μέχρι τότε έννοια του ερειπίου για τους ανθρώπους. Μια έννοια γεμάτη λανθάνοντα ρομαντισμό, αλλά και μυθολογικά εχέγγυα τα οποία φωτίζουν την εθνική ταυτότητα, συνδέοντάς την με την ένδοξη αρχαιότητα και ως αποτέλεσμα επαληθεύουν ιστορικά το έθνος ως ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο. Εν ολίγοις, διερωτόμαστε εάν ο Βαλαωρίτης προτείνει πως η καταστροφή είναι χρήσιμη για την ιστορία και ακόμη αν είναι ομορφότερη από την παρακμή.
Τέτοια συζητούσαμε πριν λίγα σούρουπα ατενίζοντας την περίφημη «κρημνισθείσαν στήλην» μέχρι που η Χαρά Αηδόνη αντίκρυσε κάτι απρόσμενο: μια νυχτερίδα πήγε και τρύπωσε σε μια από τις οπές που φέρουν πάνω τους οι στύλοι. Κάποιες από αυτές προέρχονται από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών του ’44. Είναι τα σημάδια που άφησε ο 20ος αιώνας πάνω στο πεντελικό μάρμαρο του ναού, και γι’ αυτό άλλωστε “διέφυγαν” από το ποίημα του Βαλαωρίτη ο οποίος γράφει έναν αιώνα πριν τον εμφύλιο. Ας ιστορηθούν τώρα λοιπόν. Γιατί η ζωή συνεχίζεται. Τα θραύσματα απλώνουν από τις νέες θύελλες. Η ποίηση εξακολουθεί να βαστά τα μπόσικα.
Ο καιρός της κολώνας
της Χαράς Αηδόνη
.
πίσω από το κιγκλίδωμα
που χωρίζει την πόλη μου
από τις ιστορίες της
το μάρμαρο παγώνει χωρίς άγγιγμα
πέρα απ’ τις γάτες
ακούει κανείς;
οι ουλές που σου σκάλισαν σφαίρες
εμφύλιες
γίναν σπηλιές
που μέσα φωλιάζει
η νυχτερίδα
όταν νυχτώνει
προσφορών
κι απογοητεύσεων
τι βάρος
πέτρα
ακούω το παραμιλητό σου
όταν αναστενάζω
στο χώμα ανοιχτά
τα χυμένα σωθικά της ιστορίας
σαν μάθημα γραμματικής
το ερείπιο
ψήλωσέ με