Η ΚΑΠΠΑΡΗ

 .

Από το έμβλημα των Αθηνών δεν ημπορεί βέβαια να λείψει ούτε η εληά, ούτε η κουκουβάγια, ούτε ο τζίτζικας, της τοπικής αριστοκρατίας το πανάρχαιον σύμβολον. Αυτό το έγραψα και άλλοτε. Αλλά δια την αιωνιότητα των δεν δύναμαι να εγγυηθώ∙ διότι τον μεν τζίτζικαν, με όλην την άμυναν που αντιτάσσει δια της πολυτοκίας του, τον καταδιώκουν και τα πουλιά και τα παιδιά, την κουκουβάγια την σκοτώνουν, έτσι για γούστο οι κυνηγοί, και την πανάρχαιαν εληά την πουλεί ο Νεοέλλην που την ηύρε στο χωράφι του, αφού έτσι παίρνει μαζεμένα χρήματα, τα οποία δεν θα τα έπαιρνε αν επουλούσε τον πατέρα του, ή τον παππού του, αν είχε.

Είναι όμως και κάτι άλλο που συνδέεται με τον τόπον και εν όσω υπάρχει η Αττική θα υπάρχει και αυτό. Η φιλόκρημνος κάππαρη.

Εκεί που φυτρώνει, έτσι που σκαρφαλώνει, τόσο που αγκυλώνει, πώς να εξαφανισθεί; Άλλωστε πληρώνει κεφαλικόν φόρον εις κορυφάς και κουμπιά και έτσι εξαγοράζει την ζωήν της.

***

Και να ιδήτε, ότι καμμιά φορά η κάππαρη διαλέγει και την θέσιν που θα βγει, και άμα την διάλεξε μια φορά –και είναι κάθε άλλο παρά κρημνώδης και διαλεγμένη πολλάκις με γούστο- επιμένει, και μένει αιωνίως εκεί.

Ενθυμούμαι ένα ωραίον εξοχικόν σπιτάκι συγγενούς μου. Εις τον τοίχον που ακουμπούσε η μαρμαρόσκαλα, εις το τρίτον ή τέταρτον σκαλοπάτι, υπήρχεν ένα παμπάλαιον γέρικον κορμί κάππαρης. Ε! αυτό το χούφταλο λοιπόν κάθε χρόνον, επετούσε κάτι θαλερωτάτους πλοκάμους, που εγέμιζεν όλην την σκάλαν, και σε ανάγκαζε να πηδήσεις. Ποιος κοττούσε να πατήσει την προγονικήν κάππαρην; Ήταν το στοιχειό του σπιτιού.

Το ωραίον αυτό σπιτάκι, που δεν υπάρχει πλέον, είχε και ένα βορεινόν παράθυρον, το οποίον δεν άνοιγε ποτέ του, αλλά μέσα εις αυτό, μεταξύ του παντζουριού και του τζαμιού, είχαν ιδρύσει μια μόνιμον πολιτείαν οι σπουργίταις.

Και οι βλαχοποιμένες συνοικίζονται καμμιά φορά.

Είχε δε και ένα άλλο χάρισμα το εξοχικόν αυτό σπιτάκι. Μιαν αμπολή που έτρεχε γάργαρο νερό, σκεπασμένην από μελισσόχορτον και γλυφονάκι, τα οποία εδρόσιζε με το νερόν της και αυτά πάλιν εμύρωναν το διάβα του.

***

Η κάππαρη όμως μού ενθυμίζει και μια θλιβεράν ιστορίαν. Είχα στα μικρά μου χρόνια ένα συμμαθητήν, που συμφωνούσαμε μόνο στις τρέλλες. Κατά τα άλλα ήμεθα ανομοιότατοι. Αυτός αγαπούσε τα νέα πράγματα, εγώ τα παλαιά. Εγώ πάλιν έκαμνα συλλογήν από λουλούδια και από πεταλούδες, και αυτός από γραμματόσημα και από νομίσματα. Εγώ έγινα καλαμαράς και εκείνος έμπορος.

Μια φορά, ύστερ’ από πολλά χρόνια, επεφάνη εις τας Αθήνας ο φίλος μου και ευθύς έγινεν αντικείμενον θαυμασμού, δια την αριστοκρατικότητα της τσέπης του, και διαφωνίας, δια τον προσδιορισμόν του αριθμού των εκατομμυρίων του. Με ενθυμήθει και με εζήτησεν, όπως με συμβουλευθεί, που να κτίσει μίαν εξοχικήν έπαυλιν.

Επειδή όπου του έλεγα με διέκοπτε και μου διεφήμιζεν άλλην, εις την μάλλον αντίθετον θέσιν, έπαυσα να του δίδω γνώμας και αυτός πάλιν έπαυσε να με επισκέπτεται και να με ερωτά.

Ένα πρωί όμως, καλώς τον εδεχθήκαμε.

-Ε φίλε μου. Λοιπόν! αγόρασα και χτίζω, ή μάλλον γκρεμίζω! Πήρα ένα θαυμάσιον κτήμα, με κήπον ατελείωτον, με δένδρα πελώρια, με νερά, με δάσος ακόμη, με σπίτι, -τι σπίτι δα!

-Και για ένα κομμάτι ψωμί βεβαίως.

-Ε, ακριβά δεν το πήρα. Σήκω πάμε λοιπόν να μου δώσεις τουλάχιστον τη γνώμη σου, δια τη θέσιν που διάλεξα να κτισθεί η έπαυλις. Το όνομά της το έχω μυστικόν.

-Πρόσεξε να μη στο κλέψουν.

-Ποιο, ποιο… είπε με κάποιαν ανησυχίαν παρατηρών την καδένα του.

-Καλέ το όνομα της επαύλεως!…

***

Εφθάσαμε.

-Εις αυτό το πέλαγος μέσα, όπου και να κτίσεις το μέγαρον σου, το ίδιο είναι. Το παληό όμως σπιτάκι, αυτό της πέρα γωνιάς, κοντά στο νερό, που είναι στολισμένον από κισσόν και πολυτρίχι, μην το γκρεμίσεις.

-Αυτό ακριβώς θα ρίξω. Μωρέ ιδέες ωστόσο που τις έχεις! Τέτοιος ήσουν και από μικρός. Είναι το ίδιο σαν να μου λες, να προσκαλέσω στο τραπέζι μας και έναν τζοπάνη.

-Κύριος είσαι να κάμης ό,τι θέλεις.

-Λες να σκέπτωμαι στραβά;

-Ο Θεός να φυλάξη! Θαυμάσια εσκέφθης πάντοτε. Αλλά στο σπιτάκι αυτό υπάρχει και κάτι άλλο.

-Κάποια νέα ιδέα θα μου βγάλεις πάλι στη μέση!

-Έννοια σου και βγήκε μονάχη της. Βλέπεις σύρριζα στον τοίχον ένα καταπράσινον πράγμα; Ξέρεις τι είν’ αυτό; Κάππαρη. Πρόσεξε να μην την ξεριζώσεις. Είναι στοιχειό του τόπου και του σπιτιού.

-Με κοροϊδεύεις; Αφού θα γκρεμίσω το σπίτι και θα ανασκάψω τα πάντα, θα μείνει η κάππαρή σου;

Ποτέ δεν είχε γελάσει με περισσοτέραν αυταρέσκειαν.

***

Όλα αυτά έγιναν. Αι κοσμικαί Αθήναι τον είχαν αποθεώσει. Αλλ’ επάνω εις το κατακορύφωμα της ακμής του, πέθανε.

Οι ιατροί δεν συνεφώνησαν εις την διάγνωσιν. Μια γυναικούλα, που έδινε στον παραμάγερα, από την πόρτα του σταύλου, είπε πως θα πέθανε από κάποια μάγια. Μια γρηά, που έπαιρνε καμμιά φορά, απ’ την πόρτα των σκουπιδιών, κάτι ξεροκόμματα, είπε πως θα πέθανε από κάποια κατάρα.

Εις τας μυστικάς αυτάς γνώμας ας προσθέσωμεν και την οργήν της κάππαρης, που είναι στοιχειό του τόπου.

Κάππαρην εμάζευε και η Φρύνη, όταν την πρωτοείδε κάποιος πλούσιος του παλαιού καιρού και ξετρελλάθηκε:

«Εξώδεψε στην πόρτα της οχτώ πύργους λογάρι

και δεκαπέντε μάλαμα και εφτά μαργαριτάρι,

και λόγο από τα χείλη της δεν ημπορεί να πάρει…»

Τι λόγο; Τούκλεινε μάλιστα και την πόρτα της!…

.

.


Δ. Γ. Καμπούρογλου, Ο Αναδρομάρης της Αττικής, ΑΘΗΝΑΙ 1920, Εκδότης Μιχαήλ Σ. Ζηκάκης | *φωτογραφία εξωφύλλου: Σαμσών Ρακάς