Φως- έρωτας- θάνατος

για τον Vicente Aleixandre / Βιθέντε Αλεϊξάντρε

(1898- 1984)

 

Ο μεγαλύτερος υπερρεαλιστής ποιητής της Ισπανίας, ή μήπως όχι;
Η ποίηση του Vicente Aleixandre μοιάζει να ταλαντεύεται: Ολοκληρώνεται μέσα απ’ τη σύνθεση, μέσα απ’ την άβυσσο απ’ την οποία αναδύεται γεμάτη λυρισμό.

Σύνθεση- μεταφράσεις: Νάνσυ Αγγελή

Όλες οι φωτογραφίες που παρουσιάζονται απεικονίζουν τον ποιητή στο σπίτι του.

 

 

Η φωνή μου

Γεννήθηκα μια καλοκαιρινή βραδιά

ανάμεσα σε δύο παύσεις. Μίλα μου: Σ’ ακούω.

Γεννήθηκα. Αν ήξερες τι αγωνία

ενσαρκώνει το φεγγάρι δίχως προσπάθεια.

Γεννήθηκα. Το όνομα σου ήταν η ευτυχία.

Κάτω απ’ τη λάμψη μια ελπίδα, ένα πουλί.

Να φτάσω, να φτάσω. Η θάλασσα ήταν παλμός,

το κοίλωμα ενός χεριού, ένα χλιαρό έπαθλο.

Είναι λοιπόν δυνατά πια τα φώτα, τα χάδια, το δέρμα,

ο ορίζοντας

αυτό το να λες λέξεις δίχως νόημα

που κυλάνε σαν ακοή, κοχλίες,

σαν ένας λοβός ανοιχτός που ξυπνά

(άκου, άκου) μέσα στο πατημένο φως.

 

Ο Vicente Aleixandre γεννήθηκε στη Σεβίλλη το 1898 και πέθανε στη Μαδρίτη το 1984. Έζησε μια ζωή γεμάτη ένταση και πάθος, παρά το γεγονός πως αρρώστησε σε νεαρή ηλικία από φυματίωση και πέρασε στο κρεβάτι σχεδόν όλα του τα χρόνια. Ο λυρισμός και η εκφραστική δύναμη χαρακτηρίζουν το έργο του, αλλά και η αντίφαση‒ το πέρασμα από το φως στη σκιά, από τον υπερρεαλισμό στην κοινωνική ποίηση, από την σωματική αδράνεια στην υπερδιέγερση του πνεύματος, αναδεικνύοντας τον ως έναν από τους μεγαλύτερους ισπανούς ποιητές του 20ου αιώνα, πατέρα, μεταξύ άλλων, της σύγχρονης ποίησης της χώρας του.

Γιατί, στην περίπτωση του Aleixandre η ποίηση αποτελεί στην κυριολεξία την κινητήριο δύναμη της ζωής του. Σ’ αυτήν, διοχετεύει όλο του το πάθος, τη λαχτάρα να κατανοήσει και να κατακτήσει τον κόσμο που συνταράζει τη ψυχή του.

 

Σιωπή

Κάτω απ’ το κλάμα ένας κήπος στεγνός.

Ω πουλιά, τα τιτιβίσματα, τα φτερώματα.

Αυτό το λυρικό γαλάζιο χέρι δίχως ύπνο.

Στο μέγεθος ενός πτηνού, δυο χείλη. Δεν ακούω.

Το τοπίο είναι το γέλιο. Δυο κορμοί αγκαλιασμένοι.

Τα δέντρα εν σκιά αναβλύζουν φωνή. Σιωπή.

Έτσι διατρέχω ομίχλη ή ασήμι σκληρό,

φιλώ στο λυρικό μέτωπο μόνο νερό,

νερό χιονιού, καρδιά ή τέφρα,

χρησμός φιλιών, ω επικράτεια,

εκεί που τ’ αφτιά μου δεν άκουσαν πια

τα βήματα στην άμμο, ή φως ή σκιά.

 

 

«θέλω έρωτα ή το θάνατο»

 

Στην πρώτη μεγάλη φάση του έργου του,ο ποιητής αναζητά απεγνωσμένα το ύψιστο σημείο, το σημείο στο οποίο η ζωή κι ο θάνατος, το πραγματικό και το ιδεατό, το παρελθόν και το μέλλον γίνονται ένα, νοηματοδοτώντας την ανθρώπινη ύπαρξη.

 

Τα φιλιά

Μονάχα εσύ είσαι, αδιάλειπτη,

χαριτωμένη, αυτή που δίνεσαι,

αυτή που σήμερα με φωνάζει. Πάρε,

πάρε τη ζέστη, την ευτυχία, το κλείσιμο σφραγισμένων

στομάτων. Γλυκά

ζούμε. Πέθανε, παραδόσου.

Μονάχα τα φιλιά βασιλεύουν:

Ήλιος χλιαρός και κίτρινος,

γελαστός, εύθραστος,

που πεθαίνει εδώ, στα ευτυχισμένα

στόματα, ανάμεσα σ’ ευλογημένα

γαλάζια, όπου αστράφτουν

τα φιλιά, οι απολαύσεις

του απογεύματος, το αποκορύφωμα

αυτού του τρελού ηλιοβασιλέματος,

σιωπηλότατου, που δονείται

και πεθαίνει. – Πέθανε, πάνω

στη ζωή. – Φίλα.- Φιλί.

Ω, κόσμε έτσι χρυσέ!

 

Το πάθος για ζωή, αυτός ο σχεδόν πυρετός να κατακτήσει όλα όσα τον περιβάλλουν,θα παραμείνει άσβεστος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του. Η φυματίωση που θα τον συνοδεύει, κάνοντας τον να υποφέρει και ρίχνοντας τον στο κρεβάτι όπου απομονώνεται κοινωνικά για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δικαιολογούν την υπέρμετρη όρεξη να ζήσει του Aleixandre, τη χειμαρρώδη, εκρηκτική γραφή του.

Γράφει σ’ ένα γράμμα προς το φίλο του ποιητή, Dámaso Alonso, αποσπάσματα του οποίου είδαν το φως της δημοσιότητας το 1944:

«(…)Εσύ που με γνωρίζεις καλά, ξέρεις πως είμαι ένας από τους ποιητές τους οποίους περισσότερο επηρεάζει η ζωή. Νιώθω μέσα μου ένα είδος λεόντειας δύναμης που πάει χαμένη, μια αγάπη για τον κόσμο που εμένα, ζώντας σε ανάπαυση, με αφυπνίζει και με κάνει να υποφέρω. Βλέπω τη ζωή σαν ένα ενιαίο σύνολο, μαχόμενος ο ίδιος ανάμεσα σε δυο ρεύματα. Από τη μια πλευρά, ένας εγωκεντρισμός με κάνει να προσπαθώ να φέρω μέσα μου τον εξωτερικό κόσμο για να τον αφομοιώσω, κι από την άλλη, μια καταστροφική δύναμη υπάρχει στο εσωτερικό μου και με εκμηδενίζει σε μια πράξη αγάπης για τον κόσμο. Κατά βάθος, είναι ακριβώς το ίδιο. Τα σωματικά δεσμά που με φυλακίζουν σπάνε, αναιρούνται, σ’ αυτή την ύψιστη ένωση ή παράδοση άνευ όρων η οποία, κατεστραμμένη πια η ίδια μου η συνείδηση, μετατρέπεται σε έκσταση προς ολόκληρη τη πλάση. Γι’ αυτό το λόγο, ο ατομικός έρωτας, προς ένα άτομο, παίρνει μέσα μου διαστάσεις ενός έρωτα προς τη ζωή, τον κόσμο και τη γη και με πλημμυρίζει. 

(…)Έχω συνείδηση αυτού από πολλά χρόνια πριν. Γνωρίζοντας το, είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς την αγάπη μου για τη φύση, την ευαισθησία μου για τις χαρές που προσφέρουν οι αισθήσεις, όραση, ακοή, κτλ., τη λατρεία μου για την απτή ομορφιά, μέχρι και τον μυστικισμό της ύλης που αναμφισβήτητα υπάρχει μέσα μου».

Το σπίτι του ποιητή στη Μαδρίτη

 

Αλήθεια πάντα

           Στον [ποιητή] Manuel Altolaguirre

 

Ναι, ναι, είναι αλήθεια, είναι η μόνη αλήθεια.

Βλέφαρα μισάνοιχτα, φως που γεννιέται,

σκέψη ή αναφιλητό, κλειδί ή ψυχή,

αυτή η αγρύπνια, αυτή η μάθηση της ευτυχίας,

αυτή η γνώση πως η μέρα δεν είναι αγκάθι,

παρά αλήθεια, ω απαλότητα. Σ’ αγαπώ.

Άκου με. Όταν η σιωπή δεν υπήρχε,

όταν εσύ ήσουν πια σάρκα και γω ο θάνατος,

κάποτε, όταν η μέρα.

 

Νύχτα, αρετή, ω πάλη, νύχτα, νύχτα.

Υπό κραυγή ή στέρνο, υπό τη γλύκα,

ανάμεσα στον πόνο ή μόνο στο σάλιο,

εκεί ανάμεσα στο ψέμα, ναι πολυπόθητο,

νύχτα, νύχτα, το φλεγόμενο ή η έρημος.

 

Η εξίσωση έρωτα και θανάτου, η λάχταρα για ένωση με ολόκληρη τη πλάση, ο πόθος για καταστροφή της ίδιας της συνείδησης, η υπέρβαση των ορίων του φυσικού κόσμου χαρακτηρίζουν τις συλλογές μέχρι το 1944.

Στα χρόνια που ακολουθούν τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου, μια στροφή ωστόσο παρατηρείται.

 


Όπως η θάλασσα, τα φιλιά

Δεν έχουν σημασία τα εμβλήματα

ούτε οι ματαιόδοξες λέξεις που είναι μονάχα ένα φύσημα.

Σημασία έχει η ηχώ αυτού που άκουσα κι ακούω.

Η φωνή σου, που νεκρή ζει, όπως εγώ που περπατώντας

εδώ ακόμα σου μιλάω.

 

Ήσουν πιο συνεκτική,

πιο ανθεκτική, όχι γιατί σε φίλησα,

ούτε γιατί σ’ εσένα ριζώνει ακλόνητη η ύπαρξη,

αλλά γιατί όπως η θάλασσα

αφού στην άμμο εισβάλλει φοβισμένη πισωγυρίζει.

Σε πράσινα ή σε αφρούς η θάλασσα, χαρούμενη, απομακρύνεται.

Όπως εκείνη πήγε κι επέστρεψε εσύ ποτέ δεν επιστρέφεις.

Ίσως γιατί, κατρακυλώντας

πάνω σε απέραντη αμμουδιά, δεν μπόρεσα να σε βρω.

Το ίχνος του αφρού σου,

όταν το νερό φεύγει, μένει στο χείλος.

 

Μονάχα χείλος βρίσκω. Μονάχα η άκρη της φωνής σου

σαν να ‘μενε μέσα μου.

Τα φιλιά σου σαν φύκι.

Μαγικά κάτω απ’ το φως, γιατί νεκρά αποβαίνουν.

 

 

«για σένα και όλα όσα μέσα σου ζουν, γράφω»

 

Κατά τη μεταπολεμική εποχή, μια περίοδος στοχασμού και κοινωνικής συνείδησης αρχίζει για τον Aleixandre. Σ’ αυτήν, τα ποιήματα και η γλώσσα είναι λιγότερο ερμητικά και ο ποιητής πιο επικοινωνιακός από ποτέ. Η ποιητική ευαισθησία στρέφεται τώρα προς τον Άνθρωπο και τη θέση του μέσα στην Ιστορία. Στη νέα αυτή περίοδο, τα άτομα αναδύονται σε άμεση σχέση με το χρονικό πλαίσιο που τα περιβάλλει και η ποίηση γίνεται ιστορία, αφήγηση, εκμυστήρευση. Το κοινό πεπρωμένο, η εξέλιξη της ανθρωπότητας σε αρμονία με τη φύση απασχολούν τον ποιητή.

 

Αλλά όλα βαδίζουν αργά, σιωπηλά.

Όλοι μιλούν και λένε με ατόφια σιωπή.

Οι εραστές, οι μάνες, οι κοιμισμένοι, οι σκληροί:

Όλοι μιλούν και ουρλιάζουν πάνω σ’ ένα βουητό ονείρου.

 

Τι σιωπή του τίποτα επάνω σ’ ένα τίποτα!

Τι χειρονομίες, τι φιλιά, τι πόνοι, τι πληγές.

Όλα ένα ποτάμι που κυλά σιωπώντας μες στις σκιές.

 

Άνθρωποι, παιδιά, τρόμοι, στη μικρή πόλη,

στην απέραντη πόλη, ξυπνάνε, συναθροίζονται,

γεννιούνται ή κοιμούνται, ορθώνονται, πλησιάζονται, αποχαιρετιούνται.

Όλοι πληγώνουν ή φιλούν, ή χυπιούνται φιλικά ή αγκαλιάζονται.

Ή άξαφνα απόλυτα βουβοί αγνοούνται, περνούν αδιάφορα.

 

Ω, η σκιά της ευσπλαχνικής νύχτας που μας σιωπά,

που αληθινά βουβή καλύπτει τον κόσμο   ̶ καπνός   ̶ ,

που έτσι τον ενoποιεί μ’ ένα φιλί στο μέτωπο

και τα παιδιά σκεπάζει. Και, «τα λέμε αύριο». Και ποτέ.

 

 

«η μνήμη ενός ανθρώπου βρίσκεται στα φιλιά του»

.

Στις τελευταίες ποιητικές συλλογές (1968- 1974), τη θέση της έκστασης έχει πάρει ο γαλήνιος στοχασμός. Το πέρασμα του χρόνου, η εμπειρία του γήρατος και η εγγύτητα του θανάτου σφραγίζουν τους στίχους κλείνοντας έτσι ο Aleixandre έναν κύκλο.

 

Ύστατες σκέψεις

Γεννήθηκε και δεν έμαθε. Απάντησε και δεν μίλησε.

Οι έκπληκτες ψυχές σε κοιτούν

καθώς περνάς. Ο άνεμος ποτέ δεν σταματά.

Η σκέψη σου μόνη πέφτει αργά.

Σαν τα νεκρά φύλλα που πέφτουν και ξανά

πέφτουν όταν ο άνεμος τα σκορπά.

Εντωμεταξύ, η γη βαρύθυμη τα περιμένει

ανοιχτή. Σιωπηλή η καρδιά, βουβά τα μάτια,

η σκέψη σου αργή διαλύεται μέσα

στον άνεμο. Κουνημένος ελαφρώς. Ένας ήχος ύστατων

κλαδιών, ένα αμυδρό όνειρο με ζωντανά χρυσά

περιδινίζεται… Τα φύλλα πέφτουν.

 

Ο Vicente Aleixandre κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ το 1977.

 

 

Τα ποιήματα της συλλογής «Φως- έρωτας- θάνατος» κυκλοφορούν για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Παράξενες Μέρες»

 

 

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
H Νάνσυ Αγγελή συχνάζει στο διαδίκτυο. Διαβάζει, γράφει και μεταφράζει από τα αγγλικά, τα ελληνικά και τα ισπανικά. Έχει εκδόσει δυο συλλογές διηγημάτων και έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες για το μικρό διήγημα. Στον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει, γράφει και μεταφράζει. Contact info: nancyangeli1@hotmail.com