Βρισκόμαστε στην Αθήνα του 1932. Ο έρωτας μεταξύ γυναικών τραντάζει τη φαντασία του κοινού και αντιμετωπίζεται επικριτικά ως ένα από τα «άνθη του σύγχρονου πολιτισμού», κάτι εισαγόμενο από τις «σύγχρονες κοινωνίες» της Δύσης. Ο μακρόσυρτος τίτλος και υπότιτλος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» που δημοσιεύει το «σκανδαλώδες ειδύλλιον» κόρης γνωστής αθηναϊκής οικογένειας με την υπηρέτρια της, προϊδεάζει για το σκανδαλοθηρικό πνεύμα του κειμένου που ακολουθεί. Ο ετεροκανονικός λόγος της εποχής  χαρακτηρίζει τις δυο ερωτευμένες «έκφυλες» και καλλιεργεί ένα ατιμωτικό και τιμωρητικό στίγμα στη δημόσια σφαίρα. Υποφώσκουν ακόμη ζητήματα ταξικά καθώς μαθαίνουμε μόνο το μικρό όνομα της εύπορης κόρης ενώ το ονοματεπώνυμο της υπηρέτριας δημοσιεύεται ολόκληρο, ή και το στερεότυπο της διεφθαρμένης κόρης και της αθώας υπηρέτριας που ενδεχομένως κατέληξε στο Εμπειρίκειο Άσυλο το οποίο είχε μετατραπεί σε γυναικείες φυλακές. Ενώ η «έκπτωτη» κόρη καταλήγει να χαρακτηριστεί ως μη έχουσα σώας τας φρένας και να κλειστεί σε φρενολογική κλινική. Με λίγα λόγια σκιαγραφείται μια κοινωνική συνθήκη ανελευθερίας και μια α-δυνατότητα ζωής και ύπαρξης μεταξύ δύο γυναικών που αγαπιούνται.

Δεν μένει παρά να διαβάσουμε αναλυτικά το βίαιο δημοσίευμα του 1932 που όχι μόνο καταδικάζει την διαφορετικότητα αλλά συναινεί και στον διωγμό της.

Στο μόνο που ελπίζουμε, η ιστορία των δύο γυναικών μετά από τόσες κακουχίες να απέκτησε ένα αίσιο τέλος.

 


.

 

ΚΟΡΗ ΓΝΩΣΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΗΘΩΝ

ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΕΣ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΝ ΤΗΣ

ΕΝΑΣ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ ΕΡΩΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΝΕΑΝΙΔΩΝ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΤΗΝ ΜΙΑΝ ΕΙΣ ΦΡΕΝΟΛΟΓΙΚΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗΝ ΕΙΣ ΤΟ ΕΜΠΕΙΡΙΚΕΙΟΝ. Η ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΦΥΛΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ. Η ΚΥΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΓΚΑΡΣΟΝΑ ΚΑΙ ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ

ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Προοδεύουμε αισίως και ανερχόμαστε αλματωδώς τις βαθμίδες του πολιτισμού. Κανένα «βίτσιο» των σύγχρονων κοινωνιών δεν έμεινε που να μη μεταφυτεύτηκε και στην δική μας κοινωνία, κανένα κακό φέρον τα σπέρματα του εκφυλισμού που να μην άπλωσε επικινδύνως τις ρίζες του. Ναρκωτικά, έντονα οινοπνευματώδη ποτά, διεργετικά από τινος οι παρά φύσιν έρωτες, όλα αυτά τα εξωτικά άνθη αναδίδουν τη μολυσματική και δηλητηριώδη ευωδία τους.

Κατάπληξη, εντούτοις, προκαλεί η τρομακτική διάδοση του κακού των παρά φύσιν ερώτων. Δεν παρέρχεται εβδομάδα, που να μην ανακαλύψει ή να μη συλλάβει η αστυνομία διάφορα ζευγάρια κοριτσιών και κυριών επιδιδομένων σε ακατανόμαστα όργια, που να μην πληροφορηθεί την ύπαρξη κάποιου σκοτεινού άντρου, στο οποίο υβρίζεται η ηθική, προσβάλλεται η φύσις και κατακηλιδώνεται μια ολόκληρη κοινωνία.

Και για να μη διαρρεύσει έστω και μια ημέρα, χωρίς να συλλέξουν τα λαγωνικά της αστυνομίας κάποιο ύποπτο ζευγάρι παρά φύσιν αλληλοερωμένων γυναικών, περισυνέλεξαν και χθες το ζευγάρι μιας κόρης γνωστού ιατρού των Αθηνών και της υπηρέτριάς της, Μαρίας Βαλσάμου.

Η πρώτη, ονόματι Ελπίς, είναι κόρη γνωστού και πλούσιου ιατρού, ο οποίος όχι μόνο θαυμάσια βίλλα διαθέτει στη Γλυφάδα, αλλά και πολυτελέστατο αυτοκίνητο, στο οποίο έβλεπαν οι Αθηναίοι, συχνά, την αρκετά χαριτωμένη και συμπαθητική κόρη του, ηλικίας όχι περισσότερο των 24 ετών.

Τα έφερε όμως η κατάρα, η τύχη, ό,τι θέλετε, να προσληφθεί στο σπίτι του ιατρού, ως υπηρέτρια, η Μαρία Βαλσάμου, μια ωραιοτάτη νέα, για την οποία πολλοί άρρενες θα αισθάνονταν παράφορο έρωτα. Συνέβη όμως αυτό να το αισθάνεται μόνο ο αρραβωνιαστικός της νέας και να τον αισθανθεί από της πρώτης στιγμής που την είδε και η κόρη του ιατρού.

Από πολλού η Ελπίς είχε προχωρήσει στις τάξεις των κοριτσιών που τρέφουν λατρεία στους παρά φύσιν έρωτες, στις τάξεις με άλλα λόγια των λεσβιαζουσών, ή όλως αιφνιδίως έπαθεν από την ακατανόμαστη και βρωμερή αυτή διαστροφή των αισθήσεων; Άδηλον. Γεγονός είναι ότι η Ελπίς, από την πρώτη στιγμή άρχισε να ερωτοτροπεί προς την ωραία και συνομήλικη υπηρέτριά της.

Κατ’ αρχάς η Βαλσάμου, ανίδεος και προσηλωμένη στο μνηστήρα της, απέκρουε τις επιθέσεις της κυρίας της, ακολούθως όμως, είτε διότι εκολακεύετο, είτε διότι της εκίνηθει η περιέργεια, είτε τέλος διότι άρχισε ν’ αρέσκεται στους παρά φύσιν έρωτες, υπέκυψε και σιγά-σιγά ερωτεύτηκε και αυτή την κυρίαν της. Έτσι, γεννήθηκε ένα φλογερό αίσθημα μεταξύ των δύο νεανίδων, ασυγκράτητο, όσον και το αίσθημα που θα εγεννάτο μεταξύ μιας νέας και ενός νέου.

ΕΝΑ ΦΛΟΓΕΡΟΝ ΑΙΣΘΗΜΑ

Στο αίσθημα αυτό η Βαλσάμου θυσίασε και τον αρραβωνιαστικό της, τον οποίο μια ημέρα χωρίς καμμία δικαιολογία τον απέπεμψε σκαιότατα. Κυρία και υπηρέτρια απέμειναν κατ’ αυτόν τον τρόπο να γεύονται τον ασελγή έρωτά τους.

Αλλ’ είναι γνωστό το ρητό: Ουδέν κρυπτόν, ο μη γενήσεται φανερόν και κάποτε ο πατέρας της Ελπίδος συνέλαβε την κόρην του στις αγκάλες της υπηρέτριας. Αυτό θα ήταν αρκετό για κάθε άνθρωπο, πολύ περισσότερο για ένα επιστήμονα να φανταστεί τι συνέβαινε και ευθύς σκέφτηκε να καταφύγει στα μεγάλα μέσα, στην αποπομπή της υπηρέτριας.

Την εκάλεσε και της είπε να φύγει την άλλην ημέρα το πρωί. Η απελπισία καταπλημμύρησε  αμέσως την καρδιά των δυο κοριτσιών, τα οποία, χωρίς κανένα δισταγμό την πρώτη στιγμή της απελπισίας τους, αποφάσισαν ν’ αυτοκτονήσουν. Κατά τη διάρκεια όμως της νυκτός μετέβαλαν γνώμην και αντί ν’ αυτοκτονήσουν, αποφάσισαν να… αλληλοαπαχθούν.

Η Ελπίς εφρόντισε «να βάλει εις το χέρι» κάποιο ποσό χρημάτων που γνώριζε ότι είχε ο πατέρας της σε ένα συρτάρι και τα ξημερώματα έφυγε με την υπηρέτρια και ερωμένη της.

Το πρωί, ο ιατρός, όταν αντελήφθη την εξαφάνιση της κόρης του, έσπευσε να ειδοποιήσει ανήσυχος την αστυνομία, η οποία εις μάτην, προσπάθησε ν’ ανακαλύψει το κρησφύγετο των δυο λεσβιαζουσών νεανίδων, διότι πονηρότατες και οι δυο δεν έμειναν στην Αθήνα, αλλ’ επήραν το πρώτο πλοίο και κατευθύνθηκαν στην Κέρκυρα.

Εκεί, ελεύθερες πλέον, διότι εμφανίζονταν με ξένα ονόματα , εγεύθησαν τον μήνα του μέλιτος τους και μέχρι της στιγμής που υπήρχαν ακόμη χρήματα.

Όταν εξαντλήθηκαν, εμπήκαν σ’ ένα βαπόρι πάλι και επέστρεψαν στον Πειραιά και την ίδια ημέρα ανήλθον στην Αθήνα. Το πρόβλημα της συντηρήσεως τους παρουσιάστηκε οξύτατο, διότι δεν είχαν χρήματα σχεδόν καθόλου. Προς στιγμήν η Βαλσάμου σκέφτηκε να ξαναρχίσει την παληά της δουλειά, να τοποθετηθεί δηλαδή υπηρέτρια σε κάποιο σπίτι, αλλά μετά ώριμον σκέψιν κατέληξαν στο συμπέρασμα και οι δυο, ότι δεν θα ήταν δυνατόν να συντηρηθούν με τον γλίσχρο μισθό μιας υπηρέτριας. Άρχισαν λοιπόν ν’ αναζητούν κάποια άλλη εργασία και στο τέλος πέτυχαν να τοποθετηθούν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο της οδού Αθηνάς, όπου εκέρδιζαν αρκετά για να συντηρούνται, να μένουν μαζί και έτσι να εξακολουθούν τον έρωτά τους.

Μια ημέρα όμως που ανέβαιναν μαζί οι δυο νεανίδες την οδό Σταδίου, «έπεσαν πάνω» στον πατέρα της Ελπίδος. Ο ιατρός έκανε αμέσως την κόρη του να τον ακολουθήσει και επειδή αυτή αρνείτο, ούτος εζήτησε την επέμβαση κάποιου αστυφύλακος, ο οποίος συνέλαβε τις δυο νεανίδες και τις οδήγησε στο τμήμα. Εκεί και οι δυο πεπωρωμένες νέες θρασύτατα και κυνικότατα ομολόγησαν τους έρωτές τους και ετόνισαν ότι ουδέποτε θα εχωρίζοντο, διότι η μια αγαπούσε την άλλην. Όταν όμως ο αστυνόμος τους εδήλωσε ότι θα καταγγέλλονταν η μεν μία για επί υπεξαιρέσει χρημάτων, η δε άλλη επί παρά φύσιν ασελγεία, εδέχθησαν να χωρισθούν και τότε, η μεν Βαλσάμου ελευθερώθη, η δε Ελπίς απεστάλη στο σπίτι της.

Δεν έμεινε όμως εκεί πολλές ημέρες, διότι ένα πρωί εξαφανίστηκε πάλι. Ο πατέρας της απελπισμένος, απετάθη εκ νέου στην αστυνομία, η οποία άρχισε έρευνες προς ανακάλυψιν των δυο νεανίδων, διότι ταυτοχρόνως εξφανίστηκε και η Βαλσάμου από το δωμάτιο στο οποίο έμενε.

Μετά πολλάς τέλος έρευνες ανακαλύφθηκε το νέο καταφύγιό τους. Ήταν το ξενοδοχείο «Βυρώνιον», στο οποίο είχαν κατορθώσει να προσληφθούν ως καμαριέρες. Εκεί συνελήφθησαν από τα αστυνομικά όργανα και οδηγήθηκαν στην Ασφάλεια, η οποία έσπευσε να λάβει τα δέοντα μέτρα. Ο διοικητής του τμήματος κ. Καλκάνης χειρίζεται προσωπικώς το ζήτημα. Λέγεται μόνο, χωρίς υπεύθυνη βεβαίωση, ότι η μεν Βαλσάμου θ’ αποσταλή στο Εμπειρίκειο Άσυλο, η δε κόρη του ιατρού θα κλειστεί σε φρενολογική κλινική.

Αυτή είναι η ιστορία των δυο κοριτσιών και αυτά τα άνθη του σύγχρονου εκφυλισμού.

.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, 23.10.1932

.

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.