.

Το φως του μεσημεριού ήταν που την ξύπνησε. Μπαίνοντας διυλισμένο απ΄τις γρίλιες, πασπαλίζοντας τις διάσπαρτες στο μαξιλάρι τρίχες με χρυσόσκονη, δημιουργούσε μια εντύπωση ονείρου, ξυπνούσε τη λαχτάρα της, έφερνε τον αναπόφευκτο συνειρμό του Σαββατόβραδου.

Δεν είχε κανένα λόγο ν΄αφήσει το κρεβάτι της πριν από τις οκτώ το βράδυ. Θα μπορούσε να σηκωθεί να χαιρετήσει την ημέρα, τους περαστικούς, πίνοντας τον καφέ της στο μπαλκόνι, απολαμβάνοντας την απραξία του Σαββατοκύριακου, κάθε όμως φαινομενικά ανέξοδη στιγμή ευτυχίας, ρυμουλκούσε ξωπίσω της μια ασήκωτη πραγματικότητα: το παγωμένο καλοριφέρ, το άδειο βάζο του καφέ, το άδειο ψυγείο, όσο για τα προσεκτικά μετρημένα χαρτονομίσματα στο πορτοφόλι της, αυτά  ήταν αυστηρά προορισμένα για τη νυχτερινή της έξοδο.

Η νυχτερινή της έξοδος του Σαββάτου δεν ήταν απλώς η προσμονή μιας μελλοντικής ανταμοιβής. Ήταν ο λόγος της να ζει. Ήταν ο λόγος που ο κάματος των καθημερινών, καθώς καθάριζε σκάλες και γραφεία, κυλούσε γάργαρος από πάνω της. Ήταν κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: μια καμωμένη από χρόνια επιλογή. Δεν ήξερε πολλούς ανθρώπους που να έχουν επιλέξει τη ζωή τους και η οικονομία και ταπεινότητα με την οποία διήγαγε το βίο της, φαίνονταν να εξυψώνουν την ύπαρξή της, παρά να την υποβιβάζουν.

Όταν κάποτε ένιωσε τα μέλη της να μουδιάζουν και να πονούν από το ίδιο της το βάρος, σηκώθηκε από το κρεβάτι. Έφτιαξε τα νύχια της, χτένισε τα μαλλιά της. Το φωσφορίζον κολάν την περίμενε διπλωμένο στα δεξιά της ντουλάπας, επάνω του καθόταν το ασορτί τοπ. Είχε σκοτεινιάσει. Φόρεσε τη συνθετική γούνα της και βγήκε.

ΙΙ

Μπήκε στο μαγαζί. Βρήκε το δρόμο ανάμεσα στα όρθια κορμιά και πήγε και κάθισε στη μπάρα.

“Το συνηθισμένο”.

Ο μπάρμαν της έριξε μια φουρκισμένη ματιά. Εκείνη το απέδωσε στο ότι ήταν Σάββατο κι ότι ήδη γινόταν χαμός στο μαγαζί. Άφησε το ποτήρι της μπροστά της με κρότο κι έπειτα επικεντρώθηκε σε άλλους πελάτες.

Έστρεψε το κάθισμά της προς την πίστα και κοιτούσε εκείνους που χόρευαν. Η κολλητή της είχε γαστρεντερίτιδα, θα ήταν μόνη απόψε. Έφερνε το ποτήρι στα χείλη της κι έπινε μικρές μικρές γουλιές. Τα δάχτυλά της έπαιζαν με τους ξηρούς καρπούς στο μπολάκι τους, τους διαχώριζαν, τους έφερναν, έναν έναν, στο στόμα της.

Η πάπρικα των φυστικιών Χουανίτα φέρεται να λειτούργησε ως παραισθησιογόνο, διότι είχε άξαφνα ένα όραμα: μια πιτσιρίκα με ένα λευκό έξωμο φόρεμα, τόσο λευκό που να πονάει τα μάτια, να στροβιλίζεται στην πίστα.  

Μια εκτυφλωτική αύρα περιέβαλε το κορίτσι.  Πιθανόν να ήταν ο άγγελος του θανάτου που ανήγγειλε διακριτικά την παρουσία του. Καθώς, ωστόσο, την πλησίαζε, διαπίστωσε πως η μικρή ήταν υπερβολικά μαυρισμένη απ΄τον ήλιο για να είναι πλάσμα εξωκοσμικό. Το μαύρο καρέ μαλλί της, οι εξαίσιες γραμμές του λαιμού και των ώμων, το μικροσκοπικό σουλούπι, η χαρακτηριστική της μύτη της ήταν υπερβολικά οικεία…

Θα μπορούσε να μιλήσει στη μικρή, ώστε να βεβαιωθεί ότι ήταν, πράγματι, η κόρη της, η Στέλλα, όμως εκείνη συνοδευόταν από έναν φροντισμένο νεαρό με λευκό, καλοσιδερωμένο πουκάμισο κι η ίδια φορούσε φωσφορίζον κολάν, δεν ήταν η εικόνα της αξιοπρεπούς μαμάς, δεν ήταν καν σίγουρη αν η Στέλλα ήθελε να τη συναντήσει.

Επέστρεψε στο σκαμπό της, ταραγμένη, εκεί όμως την περίμενε μια δεύτερη έκπληξη. Μια δεύτερη βότκα, ανέγγιχτη,  “από την κυρία”, της επισήμανε ο μπάρμαν, δείχνοντάς της τη Στέλλα που είχε ήδη έρθει να σταθεί δίπλα της.

ΙΙΙ

“Γεια σου μαμά. Σα να μη χαίρεσαι που με βλέπεις”.

H τελευταία εικόνα που είχε από τη Στέλλα ήταν στο δικαστήριο για την επιμέλεια. Όχι, ήταν στο σχολείο. Εκείνον τον Σεπτέμβριο που είχαν τοιχοκολληθεί τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων και την κοιτούσε, κρυμμένη πίσω από τις νεραντζιές, να χοροπηδάει και ν΄αγκαλιάζει τις συμμαθήτριές της. Η κόρη της είχε περάσει στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών και τότε το αποφάσισε ότι έπρεπε να απομακρυνθεί απ΄τη ζωή της οριστικά, ήδη η Στέλλα την είχε μπλοκάρει από το λογαριασμό της στο facebook χωρίς να της εξηγήσει το λόγο.

“Σε παρακολουθώ τις τελευταίες μέρες. Έμαθα τις συνήθειές σου. Πότε δουλεύεις, πότε γυρίζεις σπίτι και πότε βγαίνεις έξω. Απόψε αποφάσισα να σε βρω εδώ”.

“Γιατί;”

Αυτό το είπε από μέσα της, δεν το ξεστόμισε φωναχτά.

“Προσπαθούσα να σε μάθω. Να μάθω πώς βιώνεις την καθημερινότητά σου. Μαμά, δε μιλάς.”.

Η Στέλλα, το παιδί της, το φορτίο που βάρυνε το φτωχό της σαρκίο εδώ και χρόνια, που είχε συνηθίσει να φορά σα ρούχο βαρύ, που είχε πάψει σχεδόν να αισθάνεται. Το ξαφνικό ενδιαφέρον της Στέλλας για τη ζωή της, μια μπάμπουσκα, που έκρυβε μια μικρότερη μέσα της, που έκρυβε μια ακόμα πιο μικρή, με έναν εύφλεκτο πυρήνα στο εσωτερικό. Ίδιο κι απαράλλακτο με τον δικό της.

“Μια χαρά είσαι. Πολύ όμορφη. Όμορφος κι ο συνοδός σου, πολύ καλοβαλμένος “, άκουσε τον εαυτό της να λέει με φωνή αλλοιωμένη, λεπτότερη και γρήγορη, σαν κασέτα στο φαστ φόργουορντ.  “Είναι ο φίλος σου;”

“Είναι ο αρραβωνιαστικός μου. Σε μια εβδομάδα παντρευόμαστε. Πες μου λοιπόν, μαμά. Άξιζε τον κόπο η αλήθεια σου;”

Η αλήθεια της;

“Η αλήθεια που επικαλέστηκες εκείνο το τελευταίο βράδυ. Ο λόγος που μας εγκατέλειψες. Για θυμήσου”.

Ανασκάλισε το μυαλό της. Ανέκαθεν απεχθανόταν τις πομπώδεις εκφράσεις και τις μεγαλοστομίες. Το μόνο που θυμόταν από το τελευταίο βράδυ ήταν η σάλτσα του κοκκινιστού που στέγνωνε στα πιάτα. Βιαζόταν να αποτελειώσει τις βαλίτσες της, δεν προλάβαινε να μαζέψει το τραπέζι. Ο άλλος την περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Είχε αγκαλιάσει τη Στέλλα, φεύγοντας, δε θυμάται αν της είπε κάτι. Το βλέμμα του Μιχάλη την κάρφωνε ανελέητα, την αποσυντόνιζε, δεν την άφηνε να σκεφτεί.

“Δε θυμάμαι, Στέλλα”.

“Τότε τζάμπα σπαζοκεφάλιαζα όλα αυτά τα χρόνια. Δεν πειράζει. Ίσως ήταν αυτός ο τρόπος για να σε θυμάμαι εγώ”. Έκανε μια κίνηση προς τη μητέρα της, σα να ήθελε να τη φιλήσει, αλλά αποτραβήχτηκε προτού την αγγίξει. “Χάρηκα που σε είδα.”.

“Φεύγεις;” Η φωνή της πρόδιδε τον πανικό της. “Πότε θα σε ξαναδώ;”

“Σε άλλα δέκα χρόνια, ίσως. Όταν θα ξέρω με βεβαιότητα αν θα μπορώ να σε συμπονέσω. Ίσως κι εσύ, μέχρι τότε, να έχεις θυμηθεί”. Η Στέλλα της γύρισε την πλάτη, με μια αποφασιστική κίνηση, και χάθηκε μέσα στο πλήθος.

Στάθηκε κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου στη θέση της, σαν κεραυνοβολημένη, μετά έτρεξε στο κατόπι της κόρης της. Όσο, όμως, κι αν την αναζήτησε, μέσα στο πλήθος, δεν τη βρήκε πουθενά. Κοντοστάθηκε, κάποιος που πέρασε από δίπλα της, ένας μεθυσμένος, την έσπρωξε άγαρμπα με τον αγκώνα. Πήγε κι έπεσε σε κάτι τύπους που χόρευαν.

Την απώθησαν με γιουχαΐσματα: εκείνη άρχισε να χορεύει εκεί που βρισκόταν, ανάμεσά τους, παρακινημένη από καθαρό πείσμα. Τα γιουχαΐσματα δυνάμωσαν, τότε λοιπόν, ο πιο γεροδεμένος από όλους, ο “αρχηγός” έκανε νόημα στους άλλους να σκάσουν, ήρθε και κόλλησε πίσω της. 

Η γνώριμη ζέστη που αρχικά πλημμύρισε τον κόλπο της, σαν από σύριγγα εμβολισμένη άρχισε να ανεβαίνει προς τα σωθικά και να καταλήγει στην καρδιά της. Κάθε φορά που κοιτούσε τον “άλλον”, εκείνον που την περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας, ένιωθε πεταλούδες στην καρδιά, την ηδονή της αβεβαιότητας, τη βεβαιότητα ότι σύντομα εκείνος θα έφευγε για αλλού, όπως πραγματικά έγινε. Στη ζωή δε γύρευε εγγυήσεις κι η αλήθεια της φανερωνόταν τμηματικά, σαν το γάτο του Τσέσαιρ, τμηματικά τα δάχτυλα που τώρα την περιδιάβαιναν έστελναν ηλεκτρικό ρεύμα στα πλευρά, στα χέρια και στη μέση της, καθώς ο άγνωστος άντρας την είχε αγκαλιάσει και την οδηγούσε στο διάδρομο με το άσπρο φως που κατέληγε στις αντρικές τουαλέτες, στο καθαρτήριο όλων όσων είχαν ξεμπερδέψει με τον έρωτα και τις περιπλοκές του.

IV

Κάνοντας γαργάρες με στοματικό διάλυμα, στις γυναικείες τουαλέτες πια, είδε την καινούργια λάμψη στο πρόσωπό της. Αυτή είναι, ίσως, Στέλλα, η αλήθεια που τόσο μάταια αναζητούσες. Και δεν μπορεί η αγάπη να την εξαγοράσει.

Κατευθύνθηκε προς το μπαρ. Ήταν καιρός να πληρώσει και να γυρίσει σπίτι. Έβαλε το χέρι στην τσέπη, αλλά έπιασε το κενό. Ο τύπος, σε ανύποπτη φάση, θα της πήρε το πορτοφόλι. Δεν είχε νόημα να γυρίσει να τον ψάξει, προτίμησε να κατευθυνθεί προς την εξώπορτα. Θα τους πλήρωνε την επόμενη φορά. Άκουσε τον μπάρμαν πίσω της να φωνάζει “μην ξαναπατήσεις εδώ κωλόγρια”. Άφησε την πόρτα να χτυπήσει πίσω της με κρότο.

………

“Άσχημη νύχτα, ε;”

Σήκωσε το κεφάλι από τη λίμνη με τα ξερατά της. Ο άντρας που στεκόταν μπροστά της ήταν γκριζομάλλης, φορούσε τζην παντελόνι, πουκάμισο καφέ και τιράντες. Τα μάτια του ήταν κοφτερά, αλλά ζεστά, ήταν αδύνατο να λαθέψει. Ήταν ο Κληντ Ιστγουντ.

“Είμαι φωτογράφος, βγάζω φωτογραφίες τη νυχτερινή Αθήνα…απλά έχω χαθεί και δε βρίσκω το δρόμο για το ξενοδοχείο”.

Έριξε τη φράντζα της πίσω, σηκώθηκε. Χαμογέλασε.  

 

.

Εικόνα

.

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Αγγελική Μαρίνου γεννήθηκε το 1976 και μεγάλωσε στον Πειραιά. Έχει δημοσιεύσει νουβέλες και μια συλλογή διηγημάτων. Αγαπά τους ήρωές της και θα ήθελε να μπορεί να τους μοιάσει.