Π ο ρ ε ί α
7 νέα ποιήματα του Ζήση Αϊναλή
I
Πίνω τον καφέ μου στο οχυρό μου.
Κοιτώ το παιδί, εκεί,
μια ώρα, μιάμιση, δυο ώρες.
Το χέρι ακίνητο, απλωμένο,
ξεροψημένο.
Σκέφτομαι –
δεν ξέρω τι σκέφτομαι.
Κοιτώ το παιδί μια ώρα,
μιάμιση, δυο ώρες,
με το χέρι του απλωμένο,
ακίνητο
το βλέμμα χαμηλωμένο
κάπου ανάμεσα στα σκέλια
την πλάτη
σε κάποιον τοίχο του δρόμου
έξω απ’ τα Public στην προκυμαία.
Σηκώνομαι.
Με το μικρό σουγιαδάκι που ‘χω στην τσέπη μου
για να καθαρίζω τα νύχια μου
ανοίγω μια μικρή οπή στο στερέωμα.
Ξανακρύβω το σουγιαδάκι και βάζω
τα χέρια μου στα χείλη της οπής.
Τραβάω, τραβάω, τραβάω μέχρι να μεγαλώσει το άνοιγμα.
Έχει ζέστη κι ιδρώνω.
Το παιδί σηκώνει παραξενεμένο το βλέμμα του.
Του νεύω «έλα» με το κεφάλι
χωρίς ν’ αφήνω τα χέρια απ’ τα χείλη του ανοίγματος.
Σηκώνεται.
Περπατά διστακτικά προς το μέρος μου.
Όταν πλησιάζει, «πέρνα», του λέω.
Με κοιτά και περνά.
Εξαφανίζεται.
Αφήνω να πέσουν τα χέρια μου. Τα τινάζω.
Κλείνει το άνοιγμα,
σαλιώνω τον αντίχειρά μου,
τρίβω την οπή απαλά, κολλάει,
κυλάει ο ιδρώτας στα μάτια μου.
Έχτισα πάλι μόνος μου πύργους τις άμυνές σας.
II
Ο Ανδρόνικος, ο Δημήτρης, ο Παναγιώτης,
η Φρύνη, ο Βαγγέλης, η Χριστίνα, ο Γιάννης, η Δέσποινα, ο Γρηγόρης,
κοιτάζουμε έναν πολύ μικρό γκριζοπράσινο βάτραχο.
Χοροπηδά στο πλακόστρωτο.
Τα μάτια του είναι κίτρινα.
Είναι κίτρινα σαν μάτια νυκτόβιου, αρπακτικού πουλιού,
σαν κουκουβάγιας, ας πούμε,
σαν μικρού αιλουροειδούς ή σαν ερπετού,
σαν Cryptelytrops cardamomensis, παραδείγματος χάριν.
Ο βάτραχος κάποτε στέκεται και μας κοιτά.
Ένας ένας μπαίνουμε στην κάθετη, μαύρη ρωγμή
μέσα στα κίτρινα μάτια του.
Στην άλλη πλευρά είμαστε γέροι.
Με άσπρα μαλλιά οι περισσότεροι, εγώ από χρόνια καραφλός.
Μέσα σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι με λουλούδια με κίτρινα ανθάκια.
Ο Ανδρόνικος κι ο Δημήτρης ετοιμάζουνε φρυγαδέλια,
ο Γρηγόρης ψήνει μοσχαρίσιες μπριζόλες,
η Δέσποινα, ο Παναγιώτης κι εγώ πίνουμε,
ο Βαγγέλης κυνηγάει μια πεταλούδα,
η Χριστίνα πάνω σε μια ιτιά
έχει κρεμάσει τα ποδαράκια της από ένα κλαρί και τα κουνά.
Η Φρύνη κι ο Γιάννης δεν ξέρω τι κάνουν.
Μια γυναικεία φωνή ακούγεται να τραγουδάει από κάπου,
χωρίς να τη βλέπουμε.
Όλοι γελάμε.
Όπα, λέω, και σηκώνομαι ξαφνικά.
Ξεχάσατε να κλειδώσετε το μαγαζί!
Κανείς μας δεν θέλει να φύγει.
III
Οι Παρασκευές του Ζήση,
έτσι τις ονόμασε ο Γιώργος, έτσι έμεινε να τις αποκαλούμε.
Είμαστε, λέει, στο σπίτι του Νίκου –
όχι το καινούργιο, το παλιό,
εκείνο που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει
επειδή έμεινε άνεργος και δεν είχε να πληρώσει το νοίκι –
αυτοδικαίως, άλλωστε, καθώς ήταν εκεί που βρεθήκαμε
για πρώτη φορά μια Παρασκευή τον περασμένο Απρίλη.
Είναι κι απόψε ένα από εκείνα τα βράδια.
Ο Γιώργος, ο Νίκος, ο Δημήτρης, ο Παναγιώτης, ο Ανδρόνικος, εγώ
έξι άντρες οπλισμένοι μέχρι τα δόντια.
Ένας ένας μπαίνουμε στο σπίτι του Νίκου
κι αφήνουμε κάτω τα όπλα μας σιωπηλοί,
ακουμπάμε στον τοίχο τις καραμπίνες μας,
περίστροφα και μαχαίρια, χειροβομβίδες,
ξεζωνόμαστε τα φυσεκλίκια μας
που αλυσοδένουν τον κάθε έναν από εμάς στο κορμί του
δεμένα σταυρωτά στις κουρασμένες μας πλάτες,
βγάζουμε τις αρματωσιές μας μία μία,
απομένουμε έξι άντρες χωρίς ρούχα, γυμνοί,
γινόμαστε και πάλι παιδιά
οχτώ-εννιά χρονών,
αγοράκια,
και μπαίνουμε όλοι μαζί στο μεγάλο ποτάμι ανέμελοι
τσαλαβουτώντας, παίζοντας, καταβρέχοντας ο ένας τον άλλο, σπρώχνοντας
πιτσιλώντας, γελώντας
δίχως μιαν έγνοια μέσα στο κίτρινο απόγευμα
κάποιου καλοκαιριού δίχως τέλος.
Τα παιδικά μας δόντια πάλλευκα λάμπουν τριγύρω μας σαν ήλιοι.
IV
Καθόμαστε με τον Στρατή και τον Άλεξ
στην άκρη της θάλασσας
και ψαρεύουμε.
Γιατί; Γιατί μπορούμε.
Μετά από δυο ώρες που καθόμαστε εκεί
δεν έχουμε πιάσει τίποτα. Προφανώς.
Πενιχρά η ψαριά ημών, αδελφοί μου, λέει ο Στρατής.
Τον κοιτάμε.
Τότε το καλάμι του Άλεξ κάνει πως τσιμπάει.
Το τραβάει και στην άκρη κρέμεται απ’ τ’ αγκίστρι
ένα τόσο δα, μικρούτσικο ψαράκι.
Σκύβουμε κι οι τρεις από πάνω του και το κοιτάμε
καθώς εκείνο σπαρταρά.
Είναι ένα πανέμορφο, με θαυμάσια χρώματα,
μικροσκοπικό ψαράκι ο Άλεξ
το ξαγκιστρώνει προσεκτικά και το ξαναρίχνει στη θάλασσα.
Εκείνη τη στιγμή ακριβώς καταφτάνουν τα γερμανικά βομβαρδιστικά
και ξεφορτώνουν ναζιστικές βόμβες ολούθε γύρω μας
επάνω στα κεφάλια μας.
Η σειρήνα ουρλιάζει.
Απ’ το γειτονικό χωριό ακούγονται οι καμπάνες που χτυπάνε τρελά.
Ω, που να σας γαμήσω καργιόλια, λέει ο Άλεξ.
Μας βουτά απ’ το σβέρκο και πηδάμε στη θάλασσα.
Καθώς βυθιζόμαστε βλέπουμε τις μπουρμπουλήθρες
ν’ ανεβαίνουν επάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Το ψαράκι που είχαμε προ ολίγου πετάξει στη θάλασσα
μας κάνει σήμα με το πτερύγιό του να το ακολουθήσουμε.
Αρχίζουμε να κολυμπάμε από πίσω του αρκετή ώρα.
Φτάνουμε κάποτε σ’ έναν ανοιχτό χώρο
στη μέση της θάλασσας
γεμάτο γοργόνες και τρίτωνες.
Μια μπάντα από καρχαρίες με ροζ μοϊκάνες παίζει τραγούδια πανκς
από τα τέλη του εβδομήντα.
Στο μπαρ ένας κόκκινος αστακός μας σερβίρει τρεις Guinness αμίλητος.
Χαμογελώ και τους αγκαλιάζω απ’ τους ώμους.
Έμενα εδώ, λέω εγώ.
V
Όσα ξέρω, τα έμαθα μόνος μου.
Κανείς δεν με δίδαξε τη σοφία των πουλιών που χαράματα
κελαηδάνε στο δάσος,
το σιωπηλό πάτημα της νυφίτσας στα ξεραμένα φύλλα του φθινοπώρου,
το πέταγμα του θαλασσοβάτη που ξύνει εφαπτόμενος
την επιφάνεια των κυμάτων.
Κανείς δεν με δίδαξε τα απλά πράματα που γνώριζαν όλοι δυο γενιές πριν
πώς να ζυμώνω ψωμί, να φτιάχνω πίτες και μαρμελάδες,
να φτιάχνω τουρσί και τυρί,
όλη τη γνώση που χάθηκε.
Κανείς δεν με δίδαξε πώς να φυτεύω ντομάτες,
πώς στήνεται μια σκαλωσιά για τις αγγουριές,
αν θέλει πολύ νερό η μελιτζάνα,
πότε και αν κοπρίζουν τον άνηθο.
Κανείς δεν με δίδαξε πως να στήνω τα ξύλα για ν’ ανάψω φωτιά,
πώς να σουβλίζω ένα αρνί, να ψήνω, να πίνω,
να περνώ καλά με τους φίλους μου.
Κανείς δεν με δίδαξε τους τρόπους της τάβλας,
πώς ν’ ανοίγω την καρδιά μου, να διασκεδάζω.
Όσα ξέρω, τα έμαθα μόνος μου.
Κανείς δεν με δίδαξε τα μεγάλα ονόματα,
ιστορικούς και φιλόσοφους,
την ποίηση πίσω απ’ τους στίχους των ποιητών,
κανείς δεν με δίδαξε πως να διαβάζω ένα μυθιστόρημα.
Οι δάσκαλοί μου ήταν όλοι νεκροί
και δεν είχα ποτέ με ποιον να μιλήσω.
Κανείς δεν με δίδαξε τη ρέμβη της θάλασσας
και το θρυμμάτισμα των σύννεφων στον ουρανό –
το άσκοπο περπάτημα στην άκρη της προκυμαίας.
Το γουργουρητό της άγνωστης γάτας που κουλουριάζεται στα γόνατά μου
στις καρέκλες των καφενείων.
Κανείς δεν με δίδαξε το κομμάτιασμα του καυτού σίδηρου
στην επαφή με τον πάγο,
τη σπίθα στο αμόνι του σιδερά, τι χρειάζεται
για να πετάξει, ν’ ανάψει, να γίνει πυρκαγιά και να κάψει.
Κανείς δεν με δίδαξε πώς να κοιτώ πίσω απ’ τη βιτρίνα του κόσμου.
Τα μουμιοποιημένα χαμόγελα των ανδρείκελων
στην άλλη πλευρά.
Όσα ξέρω, τα έμαθα μόνος μου.
Χρωστώ στους γονείς μου ότι μ’ έμαθαν να μαθαίνω,
ότι μ’ έμαθαν την υπερηφάνεια και την εντιμότητα της τάξης μας,
την ιστορία μας και τους αγώνες της,
το ηθικό χρέος απέναντι στους άλλους.
Τους χρωστώ ότι μ’ έμαθαν να αγαπώ και να μαθαίνω στις κόρες μου την αγάπη.
Τα βασικά δηλαδή. Τ’ άλλα, τα έμαθα μόνος μου.
VI
Καθόμαστε αντικρυστά με τον Χρήστο στο μπαλκόνι του
τέταρτος όροφος, Κασσάνδρου 84,
στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Έχουμε βγάλει τα κεφάλια μας και τα κρατάμε υπό μάλης
καπνίζοντας.
Από παντού τριγύρω ακούγονται παράξενοι ήχοι. Σκουπιδιάρικα,
ένα ραδιόφωνο παίζει αραβική μουσική,
σειρήνες και περιπολικά.
Ένα μωρό κλαίει – δεν ξέρουμε αν είναι ένα από τα δικά μας.
Μου πετά το κεφάλι του, το πιάνω
και του πετώ το δικό μου. Του πέφτει
απ’ τα χέρια στο πάτωμα, το σηκώνει
και το σκουπίζει με το μανίκι του.
Φοράμε ο ένας το κεφάλι του άλλου.
Έρχονται μαύρες μέρες, λέει με το κεφάλι του, θα μας γαμήσουν,
δεν θα μας αφήσουνε τίποτα,
θα μας τα πάρουνε όλα.
Δεν έχουν τίποτα άλλο να μας πάρουν, λέω με το κεφάλι μου,
μας κλέψαν τον Χρόνο μας,
ήδη, μας τα ‘χουνε πάρει όλα.
Όχι ακόμα, μου λέει, όχι όλα
και κοιτάμε κι οι δυο μεσ’ απ’ το τζάμι της μπαλκονόπορτας.
Τα παιδιά μας παίζουνε μέσα ανακατωμένα σ’ ένα μεγάλο μπουλούκι γελώντας.
Κοιταζόμαστε και τα κοιτάμε.
Η Δάφνη, η Αλίκη, ο Άγγελος σταματάνε και μας κοιτάνε που τα κοιτάμε.
Ένα μεγάλο χαμόγελο ξημερώνει σ’ όλα τα προσωπάκια τους –
ένα μεγάλο χαμόγελο που γκρεμίζει ανελέητα με σίγουρες, σταθερές σφυριές
όλο το σκοτάδι του κόσμου.
VII
Παίζουμε με τα κορίτσια.
Είμαστε μέσα σ’ ένα μεγάλο δάσος, όπου πέφτει ο ήλιος
μέσα απ’ τα φύλλα των δέντρων το απομεσήμερο η Αλίκη
είναι μια μικρή καρδερίνα κι εγώ
ένας μεγάλος αρκούδος
την κρατώ μες στις χερούκλες μου
και τη γαργαλώ στις μασχάλες και στα πλευρά
γελάει κελαρυστά η Δάφνη
είναι μια πονηρή αλεπού έρχεται από πίσω και τυλίγει
τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του αρκούδου
και με τραβά
πέφτουμε κι οι τρεις απ’ τον καναπέ
σωριαζόμαστε στο χαλί γελώντας τρελά.
Η Μυρτώ μας κοιτά χαμογελαστή
με τα χέρια πλεγμένα στο στομάχι και την πλάτη της
ν’ ακουμπάει στον πάγκο.
Η Μυρτώ, κοιτώντας μας, μας συνέχει
και δίνει νόημα στο παιχνίδι μας.
Η Μυρτώ είναι ο Χρόνος
είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας.
Είναι η φωνή που ψιθυρίζει πίσω από τις φωνές μας.
Η Μυρτώ είναι η Μοίρα μας.
Αγαπάμε τη Μοίρα μας.
Είναι η πορεία που μας συνέχει και μας επιτρέπει να είμαστε
ο εαυτός μας,
ο ένας απέναντι στον άλλον – ο ένας μέσα στον άλλον.
Παίζουμε με τη Μοίρα μας.