Ο κόσμος του θεάτρου και το κοινό βρίσκονται μπροστά σε πρωτόγνωρα δεδομένα: στους καιρούς του κορονοϊού και της καραντίνας εγείρονται προβληματοθεσίες οντολογικές πέρα από τις σοβαρές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κλάδος. Να δούμε μια παράσταση ψηφιακά στην οθόνη; Είναι αυτό θέατρο; Μήπως χάνουμε ένα μεγάλο μέρος από την εμπειρία της παράστασης; Ίσως σ’ ένα δυστοπικό μέλλον θα αντιλαμβανόμαστε ως φυσικό χώρο τον ψηφιακό.
Μια αφετηρία προκειμένου να αναλογιστούμε τα παραπάνω θα ήταν η ιχνηλάτηση της σχέσης του θεάτρου με την ψηφιακή τεχνολογία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μέχρι και πριν από τη νέα συνθήκη της καραντίνας. Κατάλληλο οδηγό σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η διατριβή της Αγγελικής Πούλου «Η αρχαία ελληνική τραγωδία και το ψηφιακό θέατρο. Ερείπια, μεταμορφώσεις, δραματουργίες» (εκδ. Αιγόκερως, 2020). Όπως φανερώνει ο τίτλος του βιβλίου, μελετάται η σχέση της ελληνικής τραγωδίας και των ψηφιακών μέσων (new media) που διαμορφώνεται ως πεδίον δόξης λαμπρό για τη δημιουργική διασκευή κλασικών έργων σ’ ένα νέο πλαίσιο. Απειλεί η τεχνολογία το θέατρο; Γιατί ακόμα και οι πιο πειραματικοί καλλιτέχνες εξακολουθούν να εμπνέονται από την αρχαία τραγωδία; Με ποιο τρόπο συνομιλεί η ψηφιακή εποχή με την κλασική; Τι είναι το «τραγικό» σήμερα; Είναι μερικά από τα ενδιαφέροντα ερωτήματα που θέτει και διερευνά η Πούλου σε πέντε κεφάλαια που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Πριν επιχειρηθεί μια σύντομη παρουσίασή τους, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο όρος «ψηφιακό θέατρο» μέχρι πρότινος αφορούσε κυρίως τη συνύπαρξη ηθοποιών στη σκηνή με οθόνες, με νέα μέσα βίντεο και ήχου ενσωμάτωσης προβολών και εφέ στις παραστάσεις. Το κοινό δεν έπαυε να παρίσταται στον ίδιο χώρο.
Στο πρώτο κεφάλαιο, «Η τέχνη και η τεχνολογία», αναδεικνύεται το πώς η τέχνη εξελίσσεται μαζί με τα τεχνικά μέσα κατά το πέρασμα των αιώνων. Γίνεται μια ιστορική αναδρομή της σχέσης θεάτρου και τεχνολογίας με βαρύτητα στον 20ο και 21ο αιώνα, υπογραμμίζονται φιλοσοφικοί προβληματισμοί και τίθενται ζητήματα ανα-μεσοποίησης (παλαιότερα μέσα δίνουν τη θέση τους σε νέες τεχνολογίες/μέσα για την κάλυψη των ίδιων αναγκών). Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι στο αρχαίο θέατρο χρησιμοποιούνταν για τα «εφέ» της εποχής τεχνολογικός εξοπλισμός όπως το «εκκύκλημα», ένα τροχοφόρο βάθρο το οποίο καθώς εμφανιζόταν ωθούμενο, παρείχε τη δυνατότητα να παρουσιάζονται ή να αποσύρονται εικόνες, ένα είδος tableaux vivants, σχετικά με τα γεγονότα που συνέβαιναν στο εσωτερικό της σκηνής. Ένα σύγχρονο ισοδύναμο του εκκυκλήματος στο θέατρο μπορεί να είναι η προβολή βίντεο. Διαπιστώνουμε ότι το ψηφιακό θέατρο εξελίσσεται το ίδιο σε ένα «υπερμέσο» που εμπερικλείει όλα τα μέσα και τις τέχνες στη σκηνή. Όμως τον τελευταίο χρόνο –υπό συνθήκες καραντίνας λόγω πανδημίας- και η ίδια η σκηνή γίνεται αντικείμενο ψηφιακής αναμετάδοσης, γεγονός που θέτει επιπλέον ζητήματα. Αναζωπυρώνονται συζητήσεις για τη γνησιότητα ενός θεατρικού δρώμενου, τη μαγεία του ζωντανού θεάτρου και την «ενέργεια» ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους θεατές –όπως είχε θίξει παλαιότερα η Peggy Phelan- την «κοινότητα» που δημιουργείται. Προκύπτουν φωνές εναντίωσης στην ψηφιοποίηση αλλά και υπέρμαχοι για τους οποίους το «ζωντανό» σημαίνει ο θεατής να «είναι εκεί» σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ανεξάρτητα από τη μορφή της παράστασης, κάτι στο οποίο συνδράμει η αναμετάδοση live video.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, «Η σκηνοθεσία της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας τον 20ο και τον 21ο αιώνα», ξεδιπλώνονται σταδιακά οι μελέτες περίπτωσης που βρίσκονται στην καρδιά και του υπόλοιπου βιβλίου, παραστάσεις που πειραματίζονται με τη χρήση ψηφιακών μέσων από τους σκηνοθέτες Krzysztof Warlikowski, Romeo Castelluci, Guy Cassiers, Ivo van Hove και Katie Mitchell, όπως και από τις καλλιτεχνικές ομάδες Crew, Urland, Motus και Medea Electronique. Διαβάζουμε για τις πρώτες απόπειρες συνάντησης του αρχαίου τραγικού λόγου με την ψηφιακή τεχνολογία, όπως αυτή του Robert Wilson με την Άλκηστη το 1986, ή του Peter Sellars με τον Αίαντα το 1987. Γενικά, στις σελίδες τούτες, θίγονται ερωτήματα γύρω από το πώς ν’ ανεβάσουμε αρχαία τραγωδία, με ποιους τρόπους σχετίζεται με τα σημερινά μας προβλήματα, τι επιθυμούμε να δείξουμε; Ο μύθος, μορφολογικά ανανεωμένος και επανατροφοδοτημένος, έρχεται στο προσκήνιο ως ένα μέσο για την αναζήτηση της ταυτότητας του σύγχρονου ατόμου. Η «μυθική μέθοδος» δοκιμάζει παραλληλισμούς ανάμεσα στο σύγχρονο και στο αρχαίο. Πώς απαντούν σε αυτό διαφορετικές «σχολές» όπως λόγου χάρη η μετα-αποικιοκρατική ή η ψυχαναλυτική;
Στο κεφάλαιο τρία, «Ψηφιακές Μεταμορφώσεις», η ακαδημαϊκή πραγμάτευση θεματικών γύρω από την πόλη, τον αστικό χώρο, τη θεαματοποίηση του βίου, τη μόνιμη συνδεσιμότητα στο δίκτυο και τη μανία για το αρχείο, έρχεται να συναντήσει εμπειρικά τα παραδείγματα των υπό μελέτη new media παραστάσεων από τους σκηνοθέτες και τις ομάδες που προαναφέρθηκαν. Φερειπείν εάν ο χορός της αρχαίας τραγωδίας συμβάλλει στη δημιουργία του ιστορικού και ιδεολογικού πλαισίου εντός του οποίου τοποθετείται η τραγική δράση, πλέον μεταμορφώνεται σε βίντεο: στην παράσταση Alexis, Una Tragedia Greca των Motus (2010), οι προβολές ικανοποιούν ακριβώς την αναφερόμενη λειτουργία. Βλέπουμε βίντεο και εικόνες των Εξαρχείων, σπίτια, κοινωνικούς χώρους, δρόμους, αφίσες, συνθήματα. Πέραν τούτου, άλλοι πειραματισμοί αφορούν το χώρο και το κοινό∙ τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα δίνουν ευκαιρίες να δημιουργηθούν περιβάλλοντα που μεγαλώνουν ή μικραίνουν την απόσταση του θεατή από τη σκηνή είτε μέσω εικόνας είτε μέσω ήχου. Τα ζητήματα σχέσης με το κοινό επανέρχονται επί Covid-19 εάν οι παραστάσεις διαμεσολαβούνται από μια οθόνη κι έτσι το «ψηφιακό θέατρο» αποκτά νέα χροιά. Άραγε το κοινό συγκροτεί μια «κοινότητα» στο φυσικό χώρο του θεάτρου ή προηγείται η συγκρότηση αυτή; Μπορεί να σχηματιστεί ψηφιακά; Η όποια κοινότητα ούτως ή άλλως δεν εκλαμβάνεται ως ενιαία ή ομοιογενής. Αρμόζει καλύτερα να γίνει λόγος για ενεργοποίηση Κοινών. Στη μετα-ψηφιακή εποχή συντελείται δειλά μια μετάβαση από τη συζήτηση περί ψηφιακών κοινοτήτων στην αναζήτηση των Κοινών, που συγκροτούνται με βάση επιμέρους ενδιαφέροντα τα οποία οδηγούν σε νέες συλλογικότητες, διεκδικήσεις πολιτικοκοινωνικές. Ξεπηδούν καλλιτεχνικές κολεκτίβες, συνεργατικά έργα, μια οικονομία κοινωνικών ανταλλαγών.
Η «Ψηφιακή Δραματουργία», όπως είναι ο τίτλος του τέταρτου κεφαλαίου, καταπιάνεται με το τί μεταβάλλεται από το αρχαίο δράμα στο σύγχρονο ψηφιακό θέατρο. Στην πλοκή των έργων συμβάλλουν το βίντεο και ο ήχος, αλλά ο λόγος δεν τίθεται απαραίτητα σε μειονεκτική θέση. Το κείμενο του παλιού, κλασικού ποιητή συναντά τη δημιουργία του «νέου ποιητή» που δραματουργεί με ψηφιακά μέσα. Δυνητική πραγματικότητα, επαυξημένη πραγματικότητα, η περφόρμανς του ειδώλου του ηθοποιού σε μια οθόνη ταυτόχρονα με την παρουσία του στη σκηνή, φάσματα και φαντάσματα, απουσία και παρουσία, η εμπειρία της παράστασης ως ρίζωμα (Deleuze & Guattari). Και εδώ παρουσιάζονται θεωρητικές προσεγγίσεις μαζί με παραδείγματα παραστάσεων που συνομιλούν. Σε κάθε περίπτωση, παρότι η Πούλου δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της για όλες αυτές τις σκηνογραφικές δυνατότητες των νέων τεχνολογιών, αλλά και την τροφή για σκέψη που διανοίγουν, σημειώνει πως η προβολή βίντεο στη σκηνή μπορεί να δυναμώσει ή και να αποδυναμώσει μια παράσταση.
Στο καταληκτικό κεφάλαιο, «Η τραγωδία, το τραγικό, η τεχνολογία», με καθοδηγητικό μίτο την έννοια του τραγικού και τις προσπάθειες ερμηνείας του, συστήνονται πτυχές της σχετικής συζήτησης μεταξύ στοχαστών που φτάνουν να αναρωτηθούν αν μπορεί να υπάρξει το σύγχρονο τραγικό. Μήπως αυτό συνδέεται με το σύγχρονο ναρκισσισμό; Η μελέτη κλείνει με μια πραγμάτευση του μύθου του Νάρκισσου: σήμερα που η εικόνα σαγηνεύει και δένει το βλέμμα, προβληματίζει ακόμα περισσότερο. Οι σκηνοθέτες του ψηφιακού θεάτρου ναι μεν ανεβάζουν το δράμα του ναρκισσιστικού πολιτισμού, μιλούν τη γλώσσα του, αλλά την ίδια στιγμή δίνοντας τη ζωντανή παρουσία δίπλα στο ψηφιακό διπλούν της, αναγκάζουν τον θεατή να επιλέξει, υπενθυμίζοντας ότι πέρα από ψηφία υπάρχει το σώμα και η φωνή, η φυσική παρουσία. Άραγε αυτό εξακολουθεί να ισχύει τον τελευταίο χρόνο επί Covid-19 που η ίδια η μετάδοση της παράστασης γίνεται ψηφιακή;
Εντέλει, ανάμεσα στις φωνές ενάντια ή υπέρ των νέων τεχνολογιών, υπάρχουν φωνές που αναζητούν έναν τρίτο δρόμο στις οποίες φαίνεται να ανήκει και η Πούλου. Αναφερόμενη στο μύθο του Προμηθέα υπογραμμίζει τη διαχρονική αμφιθυμία απέναντι στην τεχνολογία. Παραλληλίζει την ανακάλυψη της φωτιάς με αυτήν της ψηφιακής τομής. Βλέπει ένα «φάρμακο» με την έννοια του δηλητηρίου και γιατρικού ταυτόχρονα. «Δεν παίρνω τη θέση απολογητή της ψηφιακής τεχνολογίας» γράφει, αλλά ούτε μπαίνει σε δίπολα που δημιουργούν αποκλεισμούς. Οι νέες μορφές έχουν ανάγκη πάντα τα περιεχόμενα και συνάμα υποφώσκουν κινήσεις όπως το ξεπέρασμα του «πολιτικά ύποπτου» μεταμοντέρνου με μια τάση «επιστροφής στην αφήγηση». Η «ψηφιακή» προσέγγιση δεν είναι καμιά πρωτοπορία από μόνη της ενώ αποτελεί μονάχα ένα από τα πολλά μέσα που οι καλλιτέχνες μεταχειρίζονται.