(στον γιο μου και στην Ελένη)

Εκεί πάνω αριστερά μου στον τοίχο, η εφεύρεση του ανθρώπου που τον πληγώνει από την πρώτη στιγμή της προσγείωσής του στον κόσμο, το ρολόι. Λευκό με μαύρο πλαίσιο, πιο μαύρους αριθμούς και ακόμη πιο μαύρους δείκτες. Είμαι σίγουρος ότι μετράει ανάποδα. Το κοιτώ, κλείνω τα μάτια, τα ανοίγω πάλι και είναι τρία λεπτά πίσω. Πόσες μέρες είμαι εδώ; τρεις; δύο; δέκα ώρες; δέκα αιώνες; Δεξιά μου, αριστερά μου, εμπρός μου και μέσα μου άνθρωποι που αγκομαχούν, που πονάνε, που δεν έχουν επαφή με το περιβάλλον, που θα ήθελαν να έχουν επαφή με το περιβάλλον, που θα ήθελαν, έστω, να μπορούν να αγκομαχούν. Εδώ δεν υπάρχει νύχτα, δεν υπάρχει μέρα. Ένα ελάχιστο, μικρό παράθυρο βλέπει σε κάποιο ακάλυπτο σημείο του Ευαγγελισμού. Δεν καταλαβαίνω όμως το φως. Δεν μοιάζει αληθινό. Δεν ξέρω αν είναι λάμπα ή ήλιος. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω την λάμπα από τον ήλιο. Στο ταβάνι μεγάλα τετράγωνα φώτα με λάμπες φθορίου. Φαντασιώνομαι ότι δεν είναι λάμπες, είναι τετράγωνα παράθυρα που αφήνουν τον ήλιο να μπει. Τόσο μεγάλο το μπλέξιμο, που αρχίζω και το πιστεύω. Είμαι γυμνός κάτω από τα σκεπάσματα. Πιο γυμνός από τότε που με γέννησε η μάνα μου. Το σώμα μου είναι σοκαρισμένο και σχεδόν αυτόνομο. Σοκαρίστηκε την στιγμή που μπήκε εδώ μέσα. Που το έγδυσαν. Που έβαλαν τα ρούχα του σε μαύρες σακούλες. Το κινητό και το πορτοφόλι σε μικρά σακουλάκια. Ένιωσε τελειωμένο, νεκρό. Χέρια νοσηλευτών, που προσπαθώντας να σου δώσουν ζωή βάζουν σε σακούλες τις αποδείξεις της ίδιας σου της ζωής. Σαν μισός θάνατος το γδύσιμο αυτό. Το κορμί θέλει να φύγει τρέχοντας μα δεν μπορεί. Κάμποσα καλώδια κολλημένα πάνω του. Άλλο ένα στο δάκτυλο και ένα μόνιμο πιεσόμετρο στο δεξί μπράτσο. Μια και το έφερε η κουβέντα, ήθελα να σου πω πως αφού το ρολόι του τοίχου με ειρωνεύεται, η αληθινή μονάδα μέτρησης του χρόνου έχει γίνει αυτό το πιεσόμετρο. Καταλαβαίνω την εξέλιξη του χρόνου από την αυτόματη μέτρηση. Κάθε δεκαπέντε λεπτά φουσκώνει. Κάπου αποθηκεύεται η πίεσή μου. Η πορεία μου μέσα σε αυτόν τον κόσμο εξαρτάται από τις τιμές αυτής της πίεσης. Όμως εγώ, κάθε λίγο και λιγάκι νοιώθω μια λύπη να ξεκινάει από κάθε εσωτερική μου γωνία και να διασχίζει με ταχύτητα τις φλέβες μέχρι που να φτάσει μετουσιωμένη σε δάκρυα και να θολώσει τα μάτια μου. Η πίεση χτυπάει κόκκινο. Οπότε ανέπτυξα μια τεχνική αποθήκευσης και χαλιναγωγώ την λύπη. Την αφήνω να εκφραστεί ενδιάμεσα, στα επτάμιση λεπτά. Έμαθα να λυπάμαι με πρόγραμμα. Κάθε επτάμιση λεπτά απελευθερώνω τα κλάματα. Μετά ηρεμώ. Κλείνω τα μάτια. Κοροϊδεύω την καρδιά μου ότι κοιμάμαι. Αλήθεια, νομίζω ότι δεν έχω κοιμηθεί πραγματικά καθόλου. Η αγωνία έχει βάλει τη νύστα στην γωνία του ριγκ και την βγάζει νοκάουτ κάθε λίγο και λιγάκι. Η νοσηλεύτρια με ρώτησε αν θέλω να μου δώσει κάτι να ηρεμήσω. Θα μπορούσα να απαριθμήσω πολλά πράγματα που θα με έκαναν να ηρεμήσω. Θέλω, ας πούμε, να σηκωθώ όρθιος, θέλω να μυρίσω τον λαιμό σου, θέλω να αγκαλιάσω τον γιο μου, να μαγειρέψω στην κόρη μου, θέλω να πω σε όλους τους ανθρώπους πως, ναι, το παράπονο στην φράση «εδώ και τώρα» είναι το πιο αληθινό παράπονο του κόσμου. Αλλά δεν της λέω τίποτα. Την ντρέπομαι. Όλες τις νοσηλεύτριες και όλους τους νοσηλευτές τούς ντρέπομαι. Είναι λογικό να ντρέπομαι το πιο κοντινό πράγμα σε αρχάγγελο που έχω δει. Εκεί που κάθονται ήσυχα μέσα στα σκοτάδια τις νύχτες (υποθέτω πως είναι νύχτες) ακούγονται διάφορα μπίπ-μπίπ πιο έντονα από τα συνηθισμένα και ορμάνε πάνω σε κορμιά που πάνε να απογειωθούν προς άγνωστη κατεύθυνση και με δυο τρεις κινήσεις τα προσγειώνουν πάλι στην ζωή. Και μετά κάθονται πάλι ήρεμα στις καρέκλες τους. Πηγαίνουν και παίρνουν καφέδες από τον Γρηγόρη και τα Έβερεστ και κοιτούν τα κινητά τους. Έτσι είναι οι αρχάγγελοι. Πίνουν καφέ, κοιτούν το κινητό τους και δίνουν ζωή σε ετοιμοθάνατους. Έπρεπε να δεις το βλέμμα μου όταν παρακάλεσα μία νοσηλεύτρια να μου δανείσει το κινητό της. Όλα τα κουταβάκια του ίνσταγκραμ δεν θα το έφταναν. Άκουσα την φωνή σου για τρία λεπτά. Είμαι σίγουρος πως το μόνιτορ πίσω μου για αυτά τα τρία λεπτά σταμάτησε να δείχνει τους παλμούς και τα λοιπά ζωτικά σημεία μου και έδειξε σε εκατόν ογδόντα δευτερόλεπτα όλους τους πίνακες του Μονέ. Το κινητό τηλέφωνο έγινε πύλη για τη ζωή που άφησα πίσω μου – για τη ζωή που θέλω να ξαναβρώ. Έπεσα αχόρταγος πάνω του. Πήρα και τον γιο μου, στην άλλη γραμμή βγήκε ένας άντρας. Έγινε άντρας μέσα σε λίγες μέρες. Ο πιο ψηλός, ο πιο όμορφος και ο πιο δυνατός. Πήρα και τη μάνα μου. Σαν να με ξαναγέννησε έκανε. Όλα αυτά από ένα τηλέφωνο. Μέσα σε λίγα λεπτά. Το επέστρεψα στην νοσηλεύτρια. Είπα ευχαριστώ και σκέφτηκα πόσο μικρές είναι οι λέξεις καμιά φορά, μπροστά σε αυτό που θέλουν να πουν. Πρέπει να σταματήσω να γράφω. Κουράστηκα. Θα κάνω πως κοιμάμαι πάλι. Θα κάνω πως σε λίγες ώρες θα ξημερώσει (αν είναι νύχτα τώρα, δεν είμαι σίγουρος) και πως θα φύγω από εδώ μέσα. Θα κάνω πως θα αντέξω. Θα κάνω πως χαμογελάω. Καληνύχτα.


Ευχαριστώ τον Γιώργο, την Κωνσταντίνα, την Αγγελική, τον Λουκά, την Ηλέκτρα και όλους τους νοσηλευτές και γιατρούς του Ευαγγελισμού που υπήρξαν δίπλα μου τις μέρες εκείνες. 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο γιώργος δομιανός γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Ποιήματα και κείμενα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και ιστοσελίδες. Έχει εκδώσει τρία βιβλία.