Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε από τα αξημέρωτα γατί έτσι είθιστο‒ η αποστολή μας μας έμοιαζε έτσι σοβαρότερη. Η ώρα της επιστροφής ήτανε άγνωστη, όπως και η έκβαση, και είχαμε μαζί μας λίγο φαΐ, παγούρια με νερό, καπέλα, απόχες, αντικουνουπικά, αλοιφές εντριβής, τσίχλες, δεύτερες κάλτσες. Στο δρόμο, αντί για όπλα, θα γεμίζαμε τις τσέπες μας με πέτρες και ξύλα. Φορούσαμε αδιάβροχα παντελόνια και σακάκια με πάρα πολλές θήκες. Μας άρεσε η ιδέα πως πληρούσαμε τα πρότυπα‒ χοντρές αρβύλες, ολόκληροι ντυμένοι στο χακί.
Στο πεζοδρόμιο έξω απ’ το σπίτι μοιάζαμε κάπως γελοίοι. Μας περιέβαλλαν σκούροι όγκοι διαμερισμάτων, παρκαρισμένα αυτοκίνητα, διασταυρώσεις που δεν διέσχιζε κανείς, άδεια φανάρια‒ πουλί ούτε για δείγμα. Μέσα στο γκρίζο του τσιμέντου, κατάλαβα σαν επιφοίτηση γιατί οι κυνηγοί φοράνε πάντοτε χακί.
Θα ήταν ωραία αν είχαμε τίποτα άλογα. Το να είσαι καβάλα σ’ άλογο είναι βγαλμένο από το παρελθόν και τότε οι άνθρωποι ήξεραν καλά από κυνήγια. Δεν είχαμε άλογα, όμως, ούτε τετράτροχα τζιπ, ούτε καν αυτοκίνητο, κι έτσι περπατήσαμε μέχρι την κοντινότερη στάση του λεωφορείου. Θα παίρναμε το νούμερο 33, αυτό που σ’ έβγαζε έξω απ’ την πόλη κι από εκεί θα περπατούσαμε.
Κοίταζα τον οδηγό που κοίταζε έξω. Προσπαθούσα να σκεφτώ τι έβλεπε σ’ όσα κοιτούσε. Ύστερα κοίταζα ό,τι κοιτούσε και σιγά σιγά αφέθηκα στις δικές μου σκέψεις. Το λεωφορείο έτριζε ελαφρά, βογγούσε χαμηλόφωνα και, απρόσμενα, μες στο γουργουρητό της θέρμανσης και την άδεια πόλη που περνούσε από μπροστά μας σαν ταινία, ένιωσα πως ήταν σημαντικό αυτό που είχαμε βγει να κάνουμε. Δεν ένιωθα πια σαν να είμασταν τρελοί, αταίριαστοι ή αστείοι, μα μισθοφόροι κάποιου ιερού σκοπού. Όχι μόνο η δική μας τύχη, αλλά και του οδηγού ακόμα, και όλων όσων κοιμούνταν στα κρεβάτια τους, κρίνονταν από εμάς. Το αστικό λεωφορείο ήταν το όχημά μας και παρότι η διαδρομή έφτανε στο τέλος της, εμείς είμασταν διατεθειμμένοι να φτάσουμε πιο μακριά.
Θα πω μόνο, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, πως δεν είμασταν ποτέ αθλητικοί τύποι. Αν ξεσηκωθήκαμε τώρα κι αποφασίσαμε να πάρουμε τα βουνά, ήταν γιατί η κατάσταση δεν πήγαινε άλλο. Η ζωή περνάει γρηγόρα κι όταν το συνειδητοποιεί κανείς αυτό, βρίσκεται συνήθως κοντά στο τέλος ή τουλάχιστον μετά τη μέση. Έτσι είπαμε να αναλάβουμε δράση. Εγώ είχα μέσα μου τον κρυφό φόβο πως δεν θα άντεχα την ανάβαση. Οι ανηφόρες με φοβίζουν πιο πολύ κι από τις κακουχίες. Δεν με ένοιαζε αν μας έλειπε η τροφή ή το νερό, μόνο να μην ήταν μονάχα άνοδος.
Και να που φτάσαμε μπροστά στην είσοδο του δάσους. Προχωρήσαμε μέχρι τον ξύλινο γκισέ και βγάλαμε τα εισιτήριά μας. Ο σκίουρος που εκτελούσε χρέη εισπράκτορα, μας ένευσε καταφατικά. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ, μα σίγουρα έβλεπε πολλούς σαν κι εμάς. Ιδίως τις Κυριακές. Η Κυριακή είναι η κατεξοχήν μέρα για κάτι τέτοιο. Η Κυριακή είναι η κατεξοχήν μέρα για τα πάντα. Έρχεται κανείς αντιμέτωπος με το κενό της ύπαρξης την Κυριακή και ‒αναπόφευκτα‒ επιδίδεται σε δραστηριότητες. Σήμερα, όμως, δεν ήταν Κυριακή, και όλο το δάσος ήταν δικό μας.
Πήραμε το κεντρικό μονοπάτι. Όλες οι κατευθύνσεις ήταν χαραγμένες επάνω σε κομμένους κορμούς δέντρων. Η σηματοδότηση ήταν σαφής και ρούστικη, απόλυτως μέσα στο πνεύμα, σχολίασα στον Χ. κι αυτός συμφώνησε. Η πρόνοια ήταν πάντα το δυνατό σημείο του πολιτισμού. Εκτίμησαμε κι οι δυο αυτήν την προσπάθεια όχι ακριβώς διάνοιξης, μα έστω υποτυπώδους μέριμνας του δρόμου που είχαμε μπροστά μας.
Το δάσος ήταν πυκνό, με εξέπληξε γιατί δεν περίμενα μια τέτοια παρθένο γη τόσο κοντά στο κέντρο της πόλης. Φυλλώματα, μακρινές ακτίνες ήλιου, θροΐσματα, όλα όσα μας περιέβαλαν μας μετέφεραν σε μια άλλη, μακρινή διάσταση, σε μια μακρινή εποχή ονειρεμένη, σβησμένη επιδέξια απ’ το υποσυνείδητο, τότε, όταν είμασταν πραγματικά κυνηγοί. Κάθε βήμα μας πήγαινε όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο κοντά σ’ αυτό που νιώθαμε πως ήταν η καρδιά του δάσους. Είπα στον Χ. πως δεν είχα καμιά όρεξη να κυνηγήσω κανέναν και τίποτα, παρά μονάχα να ξαπλώσω κάτω από ένα ξέφωτο, αυτό θα ήταν για μένα η ευτυχία, είπα. Ο Χ. με κοίταξε σιωπηλός για λίγα λεπτά και είπε πως αυτό θα ήταν τελείως χαζό. Είχαμε έρθει ως εδώ απ’ τα αξημέρωτα κι ο στόχος μας ήταν το κυνήγι της ευτυχίας. Είχαμε πληρώσει ένα αντίτιμο, είχαμε εξοπλιστεί καταλλήλως κι είχαμε έρθει‒ μου θύμισε‒ αποφασισμένοι να πιάσουμε με τα ίδια μας τα χέρια την ευτυχία. Είχα κι εγώ βαρεθεί να ζω κρυμμένη στο καβούκι μου, ν’ αφήνω τη ζωή να με πηγαίνει όπου εκείνη θέλει, να επουλώνω μόνο πληγές, να αποφεύγω νέα τραύματα, να ξέρω πως δεν έχω καταφέρει τίποτα απ’ όσα ονειρεύτηκα. Ο Χ. είχε δίκο και το ήξερα. Ξεφύσηξα κι ανασκουμπώθηκα. Δεν θ’ άφηνα τη μαλθακότητα να με νικήσει, δεν είχα καν ιδρώσει κι ήμουνα έτοιμη να τα παρατήσω. Εντάξει, λέω στον εαυτό μου, let’s do it. Έσφιξα τη ζώνη μου κι έβαλα μια φρέσκια τσίχλα μέντας στο στόμα μου.
Ανακεφαλαίωση: Ψάχναμε το ξακουστό, εξωτικό πουλί που λέγεται «ευτυχία».
∿
Δεν ξέρω πόσες ώρες έχουν περάσει από τότε που μπήκαμε στο δάσος (το εισιτήριο είναι 78 ωρών). Ξέρω μόνο πως τα μάτια μου έχουν πια συνηθίσει στο βαθύ σκοτάδι, τα πόδια μου δεν τα νιώθω. Για πρώτη φορά βλέπω τον Χ. σχεδόν δίχως ανάσα. Το νερό και το φαϊ που είχαμε μαζί μας έχουν τελειώσει προ πολλού. Μπορώ να πω με σιγουριά πως κυλίστηκα μες σ’ ότι φοβόμουν πιο πολύ. Η ευτυχία, αν είναι στ’ αλήθεια αυτή, κείτεται νεκρή στα πόδια μας. Φτερά και πούπουλα‒ τα φτερά της‒ αιωρούνται ακόμα στον αέρα, πέφτουν πάνω μας απαλά και μας τυλίγουν. Οι απόχες, τα αντικουνουπικά και γενικώς τα μισά απ’ όσα κουβαλούσαμε μαζί μας αποδείχθηκαν εντελώς άχρηστα. Τώρα ξέρω πως η ευτυχία αφοπλίζει‒ εμφανίζεται απρόσμενα κάποια στιγμή μπροστά σου. Δεν μπορείς παρά να σταθείς γυμνός και άοπλος μπροστά στην ευτυχία, γιατί η μάχη γίνεται σώμα με σώμα. Θα ήθελα να σηκωθώ και, ανεμίζοντας το τομάρι της στον αέρα, να βγάλω μερικές πολεμικές κραυγές, μα είμαι εξουθενωμένη. Ήταν μια γεμάτη μέρα ή όσο διήρκεσε πραγματικά το κυνήγι. Ήμουνα ευτυχισμένη, το μόνο που σκεφτόμουν ήτανε το ταξίδι του γυρισμού, η αναμονή στη στάση.
εξώφυλλο: γλυπτά του Spencer Byles μέσα στο δάσος