Θυμήσου – ο ελάχιστος εαυτός

της Αγγελική Αγαλιανού

 

Ξυπνητήρι: Θυμήσου – οι μέρες συνεχίζουν να ξημερώνουν

Έλικας εξ ουρανού: Θυμήσου – οι μέρες συνεχίζουν να ξημερώνουν σκληρές και βρέφη. Εσύ θα τα αναθρέψεις, εσύ θα τις ανατρέψεις

Θόρυβος (άδειου) ψυγείου: Θυμήσου – Σουπερμάρκετ! Εσύ μπορείς

Τηλέφωνο: Θυμήσου – δεν είσαι μόνη. Δεν είσαι η μόνη

Πιάνο: Θυμήσου – ο ελάχιστος εαυτός.

Σε άλλα νέα τώρα – και άλλες αισθήσεις. Δίπλα λέει στη μνήμη η μυρωδιά. Η μυρωδιά από οινόπνευμα, λάτεξ και ταλκ, και πεύκο. Κι όταν αλλάξει η μυρωδιά, η μνήμη θα’χει μείνει; Κι η μέχρι τώρα μνήμη – η μνήμη από τη ζωή «εκτός»; Έφυγε παρέα με τις μυρωδιές της ή θα ξανάρθει όταν ξανάρθουν κι αυτές;

Επιστροφή στην ησυχία και το μέσα. Εκείνο ήταν το πρόσταγμα των πρώτων ημερών. Γιορτή της (άφραγκης) ελευθερίας (άρα ελευθερίας;)! Οι ώμοι χαμήλωσαν, οι τσάντες έμειναν στην καρέκλα επ’ αόριστον, κι η μέρα έγινε ξάφνου μια μεγάλη αλάνα περισυλλογής και ησυχίας. Τόσο μεγάλη που, μιας που είχες ξεχάσει πόσο στ’ αλήθεια μεγάλο είναι το 24ωρο, δεν ήξερες σε ποια μεριά της να πρωτοπαίξεις – άλλωστε, ποτέ δε σ’ έμαθαν πως υπάρχει παιχνίδι στην αλάνα χωρίς παρέα. Μα άρχισες να μαθαίνεις και να απολαμβάνεις. Να απολαμβάνεις την αλάνα που απλωνόταν για σένα μόνο – για σένα μόνη – να θυμάσαι τα παιχνίδια που έπαιζες (γιατί κάποτε έπαιζες μόνη) και να εφευρίσκεις καινούρια. Το σπίτι ξανάγινε το σπίτι σου, άρχισες να προσέχεις την υγρασία στο ταβάνι, τη σκόνη στο φωτιστικό, τα σημάδια από τα κεριά στο τραπέζι, κι η μισή αρχοντιά έγινε κολλητή με τη μοναξιά, κι εσύ φίλη και με τις δυο.

Κι ύστερα ήρθε το νέο: η μοναξιά σου δε σου ανήκει. Η μοναξιά σου είναι εντολή! Κι η αλάνα στένεψε. Έγινε κελί που σε πνίγει, κι άρχισες να κάνεις λογαριασμούς, 24 δια του 6, κι ύστερα να τους σβήνεις. Καλύτερα στο κελί σου παρά έξω με ραβασάκι στο φύλακα. Μα σου είχαν κλέψει και τη μοναξιά. Δεν ήταν πια δική σου, ήταν συμμόρφωση προς τας υποδείξεις. Κάθε βιβλίο που διάβαζες, κάθε ταινία που έβλεπες, καθένα από τα παιχνίδια που είχες βρει να παίζεις μόνη τώρα γίνονταν άλλοθι αδράνειας. Ο κόσμος έπαιρνε άλλη μορφή κι εσύ πολέμαγες να πείσεις τον εαυτό σου ότι το κελί σου ήταν αλάνα. Το δίκιο μέσα σου ζητούσε να βγει έξω από πείσμα, να σμίξει με άλλες φωνές, να φωνάξετε μαζί πως η μοναξιά κι η ευθύνη είναι κτήμα σου, πως δε χρειάζεται βαρύ χέρι η αλληλεγγύη, μόνο χέρι απλωμένο, πως έναν ψεύτη βοσκό με γκλοπ και μπλοκάκι κλήσεων και καμπόσα σχέδια για επενδύσεις σε επιχειρήσεις δημιουργικής απασχόλησης λύκων θα ‘πρεπε οι χωριανοί να τον πάρουν στο κατόπι και να γυρίσουν σελίδα στην ιστορία. Μα έπειτα, τα πρόβατα που κυνηγούσε ο λύκος τι θ’ απογίνονταν; Κι ένα χωριό μ’ έναν λύκο αμολητό πώς θα μπορούσε να ζήσει σε ησυχία; Όπως είπε η φίλη, «καλά τα λες κοριτσάκι μου, αλλά να πεθάνουμε από γινάτι, κρίμα θα’ ναι».

Κι έτσι, η αγανάκτηση βρήκε τη μέση λύση: το μπαλκόνι και την είδηση. Το μπαλκόνι ως φωνή και την είδηση ως γνώση και επίγνωση. Κι η είδηση γέμισε την οθόνη και τη σκέψη, η μοναξιά έγινε τώρα εξωστρεφής, η περισυλλογή έδωσε τη θέση της στη συλλογή πληροφορίας, η ησυχία των πρώτων ημερών έγινε αγωνία να γνωρίζεις, να μείνεις στον κόσμο, να μείνεις έξω κι ας μένεις σπίτι. Κι η ζωή άρχισε να μοιάζει με τη ζωή πριν, μόνο που τώρα οι φωνές χάνονταν σε μαύρα σημαδάκια ψηφιακού μελανιού, οι κουβέντες του καφενείου συνοδεύονταν από συγκεκριμένο αριθμό και τύπο μορφασμών, όπως «μου αρέσει», «χαχα!», «ουάου» και «έλεος», και το σημείο που η παρέα έδινε ραντεβού έγινε «σπίτι μου-σπίτι σου».

Στο μεταξύ, ο έξω κόσμος γέμισε μάσκες – αρχές Μάρτη βάζαμε στοιχήματα για τις μάσκες στο βαγόνι του μετρό για παιχνίδι – , στολές, μαραθωνοδρόμους και σκυλιά. Στο μεταξύ, στον έξω κόσμο το φιλί στον αγαπημένο βγήκε εκτός νόμου κι η αγκαλιά γίνεται στα κρυφά – κάπως έτσι βίαια η εφηβική ανάμνηση από το αδιάκριτο βλέμμα της γριάς γειτόνισσας στο παράθυρο άρχισε να γλυκαίνει. Στο μεταξύ, στον έξω κόσμο, κάποιοι από τους χωριανούς ρίχτηκαν άοπλοι στη μάχη με το λύκο, ενώ άλλοι παλεύουν με το λύκο που τους περιμένει εντός της «ασφάλειας» του σπιτιού τους, με σηκωμένο χέρι και ανάσα που βρωμάει αλκοόλ κι άλλοι πάλι παλεύουν όχι μόνο με το λύκο αλλά και με το μαύρο σκύλο κι άλλα αγρίμια που μες στους τοίχους του σπιτιού τους θρέφονται και μεγαλώνουν.

Μα μέσα στο χάος ενός κόσμου που αποσυντίθεται, σε πολλούς χαρίζεται ένα δώρο: ο χρόνος. Ο συντονισμένος χρόνος. Ο χρόνος να προσέξεις την υγρασία στον τοίχο και τη σκόνη στο φωτιστικό, να κάνεις το σπίτι, σπίτι σου, να περπατήσεις το πευκόδασος πάνω απ’ το σπίτι που τόσα χρόνια τώρα σε περίμενε μα ποτέ ο χρόνος δεν έφτανε, να δοθείς με ησυχία και ολόκληρος, χωρίς βιασύνη, σε όσα και όσους αγαπάς, να στοχαστείς στις μνήμες του κόσμου που θέλεις να κρατήσεις ζωντανές για να τις κάνεις ζωή όταν βγεις από τη μοναξιά, να κάνεις τη μοναξιά ξανά δική σου κόντρα στις εντολές και τις υποδείξεις, να φοβηθείς και να οργιστείς για το μετά, να αφήσεις το φόβο και την οργή να γουρμάσει, να γίνει πόδια γειωμένα σε ελπίδα και υπενθύμιση για το μετά που ποθείς για να ‘ναι η ζωή σου Ζωή. Ν’ ακούσεις τον ελάχιστο εαυτό. Κι ίσως ο ελάχιστος εαυτός να μην είναι ούτε φωνή οργισμένη ούτε φοβισμένος ψίθυρος.

Ίσως να ‘ναι κείνο που ‘πε ο ανύπαρκτος διασκεδαστής.

«Ίδιος με θόρυβο ψυγείου σ’ άδειο σπίτι,

που δένει αρμονικά με τον άλλον του σύμπαντος,

και υφαίνουν τον τρόμο και μετά την πίστη.»

 

Αγγελική Αγαλιανού

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.