Ι.

Ήταν Αύγουστος, οι άμυνες είχαν πέσει, οι διακοπές στοίχειωναν ή στοιχειώνονταν. Κι έτσι ζήτησα από τον εαυτό μου και το φανταστικό μου κοινό να μου επιτρέψουν να ενδώσω σε μια (λακωνική, νόμιζα) μουσική και προσωπική κατάθεση, αναγκαστικά αυτοαναφορική και αυτοεγκλωβιστική, την ώρα που το παράξενο καλοκαίρι του 2020 με έφερνε ξανά σε επαφή με την τοπική και οικογενειακή μου καταγωγή – απρόσμενα ανακουφιστικά συνέβη, κι είμαι βαθιά ευγνώμων γι’ αυτό. Δεν ξέρω προς ποιον ή προς το τι, αλλά είμαι. Από την βόρεια Ελλάδα, λοιπόν, τη γαμημένη Μακεδονία, την παραλιακή αντι-τουριστική Χαλκιδική, από εκεί αποφάσισα να γράψω για τους ήχους που με έφτιαξαν.

Για τις επόμενες δέκα μέρες, αυτές τις πρώην ήσυχες του Αυγούστου, αποφάσισα να μαζέψω και να σχολιάσω δέκα ελληνικά τραγούδια, κυρίως από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, κυρίως με βάση το έργο μειζόνων συνθετών, πρωτίστως με κριτήριο την γλυκιά νοσταλγία που νιώθω γι’ αυτά ως συμπύκνωση μιας αίσθησης καταγωγής κι εντοπιότητας, οικογενειακής κι εδαφικής, που θα μπορούσε υπό συνθήκες να γίνει προσωπικά και συλλογικά απελευθερωτική αν δεν στραγγαλιζόταν διαρκώς από την θηλιά που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε πατρίδα.

Τέλος πάντων, πρώτο τραγούδι, μεγάλωσα σε ένα σπίτι που το όνομα Δήμος Μούτσης σήμαινε πολλά. Αν δεν κάνω λάθος, είναι το πρώτο τραγούδι στη δισκογραφία του για το οποίο ο Μούτσης γράφει τους δικούς του στίχους. Κι οι στίχοι αυτοί λένε:

“και τα καλύτερά μας χρόνια

αχ, τα περάσαμε

κάτω απ’ τις λόγχες των φρουρών”

Με στοιχειώνει από πάντα αυτό.

.

ΙΙ.

Τη στιγμή που σκεφτόμουν αυτόν τον δίσκο ήμουν εκ των πραγμάτων αρκετά επηρεασμένος από τον θάνατο του Χριστιανόπουλου και την συζήτηση για εκείνον, όπως την είδα τουλάχιστον στα social media εκείνες τις μέρες που πέθανε.

Και σκέφτομαι ότι: μια πλευρά του σβησίματος της εμπειρίας είναι η μνημειοποίηση, η εξύψωσή της πέρα από το ίδιο το έδαφος στο οποίο γεννιέται – μπερδεμένη με αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα. Αυτό, φυσικά, το ήξερε πολύ καλά ο Χριστιανόπουλος. Μια άλλη πλευρά αυτού του σβησίματος της εμπειρίας, όμως, είναι η υποτίμηση (έως και αποσιώπηση) του subtext, του υπεδάφους που κοχλάζει κάτω απ’ το κείμενο, εκεί που κινούνται οι τεκτονικές πλάκες της επιθυμίας και του ασυνείδητου.

Ο Ρίτσος έγραψε το Καπνισμένο Τσουκάλι στην εξορία, λίγο πριν την ήττα του εμφυλίου. Κάπου ανάμεσα στην αισιοδοξία της στρατιωτικής νίκης και την μελαγχολία της ιστορικής δικαίωσης, ξέσπαγε το ομοερωτικό subtext της συντροφικότητας:

“Κι έρχομαι μοναχά να σ’ αγκαλιάσω και να κλάψω, αδελφέ μου,

όπως ο ερωτευμένος που γυρνάει από χρόνια στην καλή του.”

Αυτούς τους στίχους τραγουδάει στην αρχή η Τάνια Τσανακλίδου, με την ευαισθησία και την αισθαντικότητα να τρυπώνει εδώ κι εκεί ανοίγοντας μικρές ρωγμές στην μιλιτάντικη ερμηνεία του φουσκωμένου στήθους. Η τεκτονική πλάκα έρχεται λίγο παραπάνω προς τα εδώ.

Μετά, σχεδόν για να επαναφέρει τα πράγματα στην τάξη τους, ο Ρίτσος απαγγέλλει ψυχρά, μηχανικά, σα να μην ήταν εκείνος ο ίδιος που πριν από λίγο ερχόταν μοναχά για να αγκαλιάσει τον αδελφό του και να κλάψει. Η τεκτονική πλάκα πήγε λίγο παραπάνω προς τα εκεί, αλλά το σημάδι που άφησε πίσω η κίνησή της δεν σβήνει.

.

III.

Αν συνεχίζω να εστιάζω στην σχέση ανάμεσα στη μουσική και την ποίηση, είναι γιατί η αισθητική της μοντέρνας ελληνικότητας βασίστηκε εν πολλοίς πάνω σε αυτήν την συνάντηση: οι μεγάλοι συνθέτες κι οι μεγάλοι ποιητές, η γενιά του ’60 κι η γενιά του ’30, η μεγάλη αφήγηση και το μεγάλο ερείπιο.

Ξανά όμως, σαν αγκάθι ο θάνατος του Χριστιανόπουλου, μου θυμίζει να μην ξεχάσω ποτέ την ελάσσονα ποίηση και τους ποιητές της, κηλίδες ανώφελες και γύρω τους η ερημιά όπως έλεγε ο Καρούζος. Από τους σπουδαίους συνθέτες, λοιπόν, αυτός για μένα που αγκάλιασε περισσότερο την ελάσσονα ποίηση ήταν ο Γιάννης Σπανός, ο μέγας μελοδραματικός του ελληνικού τραγουδιού.

Στις τρεις Ανθολογίες του, από το 1967 μέχρι το 1975, ο Σπανός μελοποίησε τον Λαπαθιώτη, τον Σκαρίμπα, την Δάφνη, τον Σκίπη, την Μυρτιώτισσα, τον Χατζόπουλο, την Πολυδούρη, τον Καρύδη, την Ιακωβίδου, τον Σαχτούρη και τον Σιμόπουλο – δίνοντάς τους τον πρώτο ρόλο, εξίσου πρωταγωνιστικό με αυτόν που η ιστορία εκ των πραγμάτων απέδωσε στους μείζονες ποιητές του ελληνικού 20ού αιώνα.

Ήθελα να διαλέξω ένα τραγούδι του Σπανού κι αρχικά σκέφτηκα την Βροχή, σε ποίηση Τάκη Χατζηαναγνώστου και ερμηνεία Πόπης Αστεριάδη, γιατί δεν το ξέρει σχεδόν κανένας κι αυτό με στεναχωρεί. Μετά όμως σκέφτηκα την Ομίχλη και την Αρλέτα, να τραγουδάει τους στίχους του Βύρωνα Λεοντάρη, γιατί με τσακίζει πάντα χωρίς να με στεναχωρεί.

Αν υπάρχει κάποιο είδος μεσογειακής γοτθικής μελαγχολίας, δεν μπορώ να την φανταστώ να ακούγεται σαν κάτι διαφορετικό από αυτό.

.

IV.

Για να κλείσει αυτός ο μικρός ποιητικός κύκλος, υπάρχει μια τελευταία πράξη που απομένει.

Ξεκίνησα σημειολογικά από τη μείζονα ελληνική ποίηση και την κομβική συνάντησή της με το μοντέρνο ελληνικό τραγούδι, πέρασα στην ελάσσονα ποίηση, τώρα ήρθε η ώρα της αντι-ποίησης, της ποίησης των μη-ποιητών, εκείνων που, για να παραφράσω την μαρξική ρήση, γράφουν ποιήματα χωρίς να γίνουν ποτέ ποιητές.

Όσο ξεμακραίνουμε από το μείζον και πηγαίνουμε στο ελάσσον για να φτάσουμε στο αντί, ουσιαστικά διανύουμε την απόσταση από την κοινότητα στην ταυτότητα κι από εκεί στην κριτική. Ε, ανάθεμα αν υπήρξε στην Ελλάδα κάποιος κινηματογραφικός δημιουργός που να συνέλαβε την τέχνη του ως εμμενή κριτική περισσότερο απ’ ό,τι η Τώνια Μαρκετάκη.

Η Μαρκετάκη, η μη-ποιήτρια, έγραψε τους στίχους που τραγούδησε η Δήμητρα Γαλάνη σε μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, μια τρομερή συνάντηση της πολύπλευρης γυναικείας έκφρασης του ’70, για την Τιμή της Αγάπης, την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της (από τις μόλις τρεις που πρόλαβε να ολοκληρώσει πριν πεθάνει πολύ, πολύ πρόωρα).

Αν δεν πεθάνει η αξία, δεν θα ανθίσει η ζωή.

Αν δεν πεθάνει η τιμή, δεν θα ζήσει η αγάπη.

.

V.

Μέχρι τώρα, στα τέσσερα πρώτα μέρη αυτού του αυγουστιάτικου αφιερώματος, υπήρξαν μόνο γυναίκες ερμηνεύτριες: η Λαβίνα, η Τσανακλίδου, η Αρλέτα, η Γαλάνη. Γιατί;

Ήταν τυχαίο, αλήθεια, αλλά είναι πάντα το ασυνείδητο που προκαλεί το μεγαλύτερο ερμηνευτικό πάθος. Μεγάλωσα σε σπίτι με μεγάλες ανδρικές φωνές, με τον Μπιθικώτση, τον Μητσιά, τον Νταλάρα και τον Μητροπάνο, φωνές πατρικές αν μη τι άλλο: πληγωμένος πατέρας, ερωτευμένος πατέρας, αγωνιζόμενος πατέρας. Με τα χρόνια έχω αναρωτηθεί: πώς εμφανίζεται η δυνατότητα για ένα ελληνικό τραγούδι μετα-πατρικό;

Μ’ αυτό εννοώ, μάλλον, μια ανδρική φωνή που δεν εκφράζει ολοποιητικά τον πόνο του έθνους, του λαού, του φύλου – ένα ανδρικό τραγούδι της διαφοράς, όχι απαραίτητα επιθετικά αποκλίνον αλλά τουλάχιστον συνειδητά ανεπαρκές. Όχι τόσο του φουσκωμένου στήθους όσο της τρύπιας καρδιάς, όχι τόσο του βαρέως νταλκά όσο της ειλικρινούς μελαγχολίας. Όλα αυτά υπάρχουν και στους παραπάνω ερμηνευτές, μην λέω μαλακίες, αλλά υπάρχουν ως ιδιαίτερη εκφραστική ικανότητα που επιστρατεύεται για την τάδε ή δείνα ερμηνεία, όχι σαν φυσικός κι αυθόρμητος τρόπος να κατοικείς μουσικά στον κόσμο.

Η σύγχρονη αργκό του online πολιτικού διαλόγου έχει αναβαθμίσει σημαντικά την έννοια της εύθραυστης αρρενωπότητας, με τρόπο που να υπονοεί ορθώς ότι η ανδρική υποκειμενοποίηση θέτει στόχους άπιαστους, δημιουργώντας σχάση ανάμεσα στην επιτέλεση και το συναίσθημα, δείχνοντας ότι πίσω από την εμφάνιση της ισχύος καραδοκεί η υστερική κατάρρευση. Η έννοια αυτή, για μένα, είναι όμως επίσης και μια έννοια προς οικειοποίηση: ένας τρόπος να υπάρχεις αγκαλιάζοντας την ευθραυστότητα, μετατρέποντάς την σε στοιχείο συνοχής.

Ένας διαισθητικός τρόπος να συλλάβω αυτήν την αρχιτεκτονική ήταν ο εντοπισμός των διαφορετικών υφών ερμηνείας μέσα στο ελληνικό τραγούδι με το οποίο μεγάλωσα. Το Νέο Κύμα, αυτή η μαρκετίστικη ταμπέλα, περιέκλειε μια σειρά από μουσικές αρρενωπότητες που στα αυτιά μου ακούγονταν απελευθερωτικά εύθραυστες. Ακόμα δεν είχα ανακαλύψει την πρωτοπόρα έκφραση του Πάνου Σαββόπουλου και του Νίκου Χουλιαρά, αλλά οι mainstream ερμηνευτές του Νέου Κύματος φώτισαν τον δρόμο για την μετέπειτα αγάπη μου προς τον Γιάννη Κούτρα, τον Γιάννη Παλαμίδα, τον Ντίνο Σαδίκη και τον Κωνσταντίνο Βήτα (και τον Scott Walker, σημειωτέον, λοξοδρομώντας).

Εν είδη γέφυρας ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο στυλ ανδρικού τραγουδιού που προσπάθησα να περιγράψω, διαλέγω τον Γιώργο Ζωγράφο, λαϊκό μέσα στη νεοκυματικότητα, εκλεκτό των συνθετών Νότη Μαυρουδή και Λίνου Κόκοτου, να ρωτάει ποιος είδε την αγάπη του.

.

VI.

Στην επέτειο της μέρας που σκεφτόμουν αυτό το τραγούδι, στις 17 Αυγούστου του 1944, οι ναζί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους εκτέλεσαν 350 αγωνιζόμενους ανθρώπους με την κατηγορία του κομμουνιστή στο Μπλόκο της Κοκκινιάς.

Ήδη σχεδίαζα να συμπεριλάβω στο αφιέρωμα το Νυν και Αεί των Ξαρχάκου-Γκάτσου, τραγούδι που αναφέρεται στην εκτέλεση και το οποίο ερμηνεύει η Βίκυ Μοσχολιού (η καλύτερη φωνή που γεννήθηκε ποτέ σ’ αυτήν την χώρα), αλλά η σύμπτωση είναι σύμπτωση, δεν μπορώ ποτέ να της αντισταθώ.

Κι επειδή η ισχύς της σύμπτωσης είναι αξεδιάλυτη από την ορμή του συνειρμού, δε μπορώ να μην επισημάνω το εξής: το τραγούδι χρησιμοποιεί μια βασική χριστιανορθόδοξη λειτουργική φράση, νυν και αεί, για να υμνήσει τους μάρτυρες του αντιστασιακού αγώνα. Ειρωνικό, δεν ήταν άραγε, την ώρα που οι φίλοι μας στο φέισμπουκ λογομαχούσαν για την δεκαπεναυγουστιάτικη θρησκευτική πίστη και την πολιτική κριτική;

Σκέφτομαι πώς αυτό το τραγούδι, το πιο ανατριχιαστικό απ’ όλα όσα έχω ακούσει να αναφέρονται στους λαϊκούς μάρτυρες της αριστεράς, φτιάχτηκε από τρεις ανθρώπους που ανήκουν σ’ αυτό που σχηματικά θα ονομάζαμε δεξιά. Χρησιμοποιείς μια γλώσσα για να φτιάξεις μια άλλη γλώσσα, ελπίζοντας στο μεταξύ να έχεις καταφέρει να αποτυπώσεις κάτι έξω από την γλώσσα. Νυν και αεί.

.

VII.

Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, ανασύροντας μνήμες από τα ακούσματα του περιβάλλοντός μου, ο θάνατος είχε γερές μυθικές βάσεις στο ελληνικό τραγούδι, ερχόμενος με την δύναμη εικόνων από λαϊκές παραδόσεις και τελετουργίες, ακόμα κι όταν αφορούσε την πιο κοσμική του προέλευση (όπως η πολιτική ή ο έρωτας, για παράδειγμα).

Γι’ αυτό, νομίζω, αποτυπώθηκαν τόσο έντονα μέσα μου οι απογυμνωμένες αναπαραστάσεις του θανάτου, εκείνες που δεν αναζητούν σ’ αυτόν νόημα, που δεν ωθούν σε υπέρβαση ή δικαίωση, που δεν συνδέουν αυτούς που έφυγαν κι αυτούς που έμειναν μέσω του θρηνητικού τελετουργικού ή του καλέσματος σε πράξη, αλλά σ’ αφήνουν μάλλον παγωμένο, να μην μπορείς να επιθυμείς τίποτα άλλο πέρα από το να ξεχάσεις.

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο λαϊκός συνθέτης της Θεσσαλονίκης (και στενός φίλος του Χριστιανόπουλου, μιας και στοιχειώνει υπόγεια όλες αυτές τις λέξεις), έφτιαξε πολύ πιο διάσημα τραγούδια σ’ αυτόν τον δίσκο με τον Γιώργο Νταλάρα. Το Φορτηγό όμως είναι το πρώτο τραγούδι που θυμάμαι να μιλάει έτσι για τον θάνατο. Η σημειολογία είναι ξανά σε ένα μέρος της μυθική, αλλά το τροχαίο ατύχημα (η τεχνολογική μεσολάβηση κι η κοινοτοπία του θανάτου στον δρόμο) δίνει μια αμεσότητα. Η εργασία στοιχειώνει τον θάνατο, το φορτηγό δεν είναι ένα αμάξι αναψυχής. Το τραγούδι ζητάει να μη βγει απ’ τα χείλη, να σβήσει η μουσική όπως ο νεκρός, θέλει μόνο να ταξιδέψει στη λησμονιά, διεκδικεί το δικαίωμα στην λήθη. Ακόμα μου είναι δύσκολο να ταξιδέψω οδικώς χωρίς να σκεφτώ έστω και λίγο το Φορτηγό.

Βρίσκω όλο και πιο σημαντική την έννοια του ατυχήματος και την σκέψη γύρω από αυτό. Η εξουσία του ατυχήματος είναι μεγάλη, αλλά αδυνατούμε να συσσωρεύσουμε γνώση πάνω του. Εκτιθόμαστε συνέχεια σ’ αυτό, αλλά ποτέ αυτό σ’ εμάς. Δεν είναι τρομακτικό; Ο Βιρίλιο, τον οποίο διαβάζω αρκετά τελευταία, καλεί στην δημιουργία ενός Μουσείου του Ατυχήματος. Σ’ αυτό το μουσείο, χρειάζεται χώρος για μουσική. Θανατερό ελληνικό τραγούδι.

.

VIII.

Αντιστάθηκα στον πειρασμό να συμπεριλάβω τον προσφάτως εκλιπόντα Πουλόπουλο στο αφιέρωμα και συνέχισα όπως σχεδίαζα, με την προσθήκη ενός ακόμα θανάτου στο αόρατο φορτίο που ούτως ή άλλως το βάραινε.

Ξεκινάω λοιπόν με μια ομολογία, απ’ αυτές που κατά τον Φουκώ αποτελούν αποκάλυψη της αλήθειας του εαυτού και ταυτόχρονα μια μορφή αυτο-αστυνόμευσής του. Ποτέ δεν ήμουν χατζιδακικός. Προφανώς έχω λατρέψει τραγούδια και δίσκους του Χατζιδάκι, αλλά δεν κατάφερα να μυηθώ εντελώς στην εκφραστικότητά του. Υπήρχε ένα κομμάτι της που το ένιωθα εξωτερικό, σε τελική ανάλυση, ίσως επειδή δεν πήγαζε από την παιδική μου ηλικία και τις φωνές των αγαπημένων μου προσώπων όσο το θεοδωρακικό τραγούδι.

Η Μικρή Ραλλού με τρόμαζε πάντα πολύ, με τον τρόπο που σε τρομάζει η αδυναμία κατανόησης της σκληρότητας. Ως παιδί κι η ίδια μέσα στην αναπαράστασή της, η μικρή Ραλλού με τράβαγε προς την ανεμελιά. Τα 40 παλικάρια, όμως, αποτελούσαν μια απειλή ακόμα άγνωστη σε μένα. Και τώρα, δηλαδή, μου είναι δύσκολο να διακρίνω με πλήρη ευκρίνεια ποιον τιμωρεί και ποιον λυτρώνει ο μαύρος καβαλάρης.

Το τραγούδι το έμαθα και το αγάπησα στην πρώτη εκτέλεσή του από τον Μητσιά, ως υποδόρια ένεση σκοταδιού μέσα στην ηλιόλουστη λαϊκότητα που κατά τ’ άλλα ανάβλυζε από το Της Γης Το Χρυσάφι. Εδώ και πολλά χρόνια, η νοσταλγία της ερμηνείας του Μητσιά έρχεται σε αντίθεση με την αμηχανία που μου προκαλεί το να ακούω από μια ανδρική φωνή για τα παλικάρια που παίξανε στα ζάρια ένα κορίτσι.

Όμως η Φλέρυ Νταντωνάκη είναι ακριβώς η αιθέρια κι απόκοσμη αφηγήτρια που χρειάζονται οι πραγματικές ελληνικές ιστορίες τρόμου σαν αυτήν.

.

IX.

Άκουσα ξανά αυτό το τραγούδι τη μέρα που γύρισα από την Χαλκιδική, οριστικά για φέτος, μετά από κάμποσο καιρό διακοπών και δουλειάς (μαζί και χωριστά). Έζησα κρίσιμα χρόνια εκεί, είχα να πάω πολύ περισσότερα, χάρηκα που ό,τι απέμεινε πίσω ήταν κυρίως η αγάπη.

Από παιδί θυμάμαι να παίρνουμε τον παλιό τον δρόμο, διασχίζοντας την ράχη του Χολομώντα, να κοιτάμε στον κάμπο αριστερά τα Δουμπιά, να ακούμε ξανά και ξανά: «Αυτό είναι το χωριό του Μητσιά». Έτσι μεγαλώσαμε. Μητσιάς με όλα. Μητσιάς με Μούτση, με Χατζιδάκι, με Πάνου, με Τόκα, με Θεοδωράκη, με Ξαρχάκο. Για τα χέρια που είναι μαχαίρια με ανθρώπινα ονόματα, για τον τρελό που πρέπει να αφήσεις στην τρέλα του, για τους ανθρώπους που δεν είχαν την πυγμή.

Ο Χατζηνάσιος, λυρικός και μαξιμαλιστικός, γεμάτος συναίσθημα και με απίστευτο ένστικτο για μουσική αφηγηματικότητα (αυτήν την αξέχαστη της Γλυκιάς Συμμορίας και της Πρωινής Περιπόλου) συνεργάστηκε το ’73 για έναν δίσκο με τον Λογοθέτη, πριν αυτός αφοσιωθεί στο σατιρικό τραγούδι. Στο πρώτο κομμάτι, στον πρώτο στίχο ακόμα, δυναμιτίζουν τα θεμέλιά τους τα ίδια. Ο Μητσιάς τραγουδάει: τι να πούμε, τι, τι να τραγουδήσουμε.

Αυτή είναι η πιο μπεκετική διερώτηση που έχω συναντήσει στο ελληνικό τραγούδι. Η αγωνιώδης αναζήτηση για το περιεχόμενο του τραγουδιού, πικρή μέσα στην αρχική εκφορά της, καταλήγει σε έκκληση για επικοινωνία: σε παρακαλώ, πες μου αν θέλεις κάτι. Και πριν καν ακόμα φτάσουμε τα τρία λεπτά, η ερημιά της αναπαράστασης συναντάει την απόγνωση της πράξης: με μισή καρδιά, τι να πρωτοφτιάξουμε;.

Οι ίδιοι οι μπεκετικοί ήρωες της απεγνωσμένης φλυαρίας, ο Μερσιέ κι ο Καμιέ του 1946, είχαν να πουν τα εξής: «Αν δεν έχουμε να πούμε τίποτα, είπε ο Καμιέ, ας μη μιλάμε. Έχουμε πολλά να πούμε, είπε ο Μερσιέ. Τότε γιατί δεν τα λέμε; είπε ο Καμιέ. Δεν μπορούμε, είπε ο Μερσιέ. Τότε ας σωπάσουμε, είπε ο Καμιέ. Προσπαθούμε, είπε ο Μερσιέ.»

Τι να πούμε, τι, πραγματικά.

.

X.

Βασικά, τελειώσαμε, αυτή ήταν η τελευταία σημείωση, η τελευταία προσθήκη στο αφιέρωμα. Ξεκίνησε τον Δεκαπενταύγουστο, σαν αποκούμπι από την παραδοσιακή ασφυξία των ημερών. Αρχικά ήταν ανάσα και διάλειμμα, μετά έγινε βάρος κι ευθύνη, έπειτα η τελετουργία της επανάληψης άρχισε να φέρνει στην επιφάνεια την ουσία (δηλαδή την διαφορά), τελικά μέσα από τη βαθύτερη γνωριμία με το αντικείμενο ξεκίνησε να μετασχηματίζεται το ίδιο το υποκείμενο – λίγο λίγο κι από χαραμάδες, όπως κάθε φορά που νιώθουμε ότι κάνουμε κάτι που έχει αληθινό νόημα για εμάς.

Θα προσπαθήσω να μην φλυαρήσω. Πιστεύω, και θέλω να ελπίζω ότι το λέω με απολυτότητα που προδίδει μια ελάχιστη κατασταλαγμένη εμπειρία πέρα από έναν κλασικά αγορίστικο ιεραρχικό αφορισμό, ότι ο Σαββόπουλος του ’60 και του ’70 είναι ο σπουδαιότερος μουσικός που δισκογράφησε σε αυτήν την χώρα. Αυτή η κρίση είναι, φυσικά, αισθητικής τάξεως σε ένα πρώτο επίπεδο. Έχω προσπαθήσει να ακούσω και να μελετήσω μουσική, να αναζητήσω σε αυτήν την προσωπική μου απόλαυση και το κοινωνικό της νόημα. Ξανά, θέλω να πιστεύω ότι έχω μάθει κάτι και δεν έχω συσσωρεύσει απλά αισθητηριακές εμπειρίες ή ιστορικές πληροφορίες.

Για μένα, όμως, η μουσική εμπειρία του Σαββόπουλου ήταν σημαντική και σε ένα αμεσότερο προσωπικό επίπεδο. Απ’ όλη την ελληνική μουσική που ήταν παρούσα στο σπίτι, ο Σαββόπουλος ήταν σε γενικές γραμμές απών. Τον ανακάλυψα μόνος μου αλλά με τα εργαλεία που μου δόθηκαν, τι απίστευτη χαρά και προνόμιο, να μπορείς να συμφιλιώσεις την δέσμευση και την ανεξαρτησία, την ασφάλεια και την ελευθερία, μέσα από μικρές κι ασήμαντες χειρονομίες σαν αυτήν. Το ίδιο έγινε και με τον Μικρούτσικο.

Δεν θέλω να κάτσω και να αναλύσω τους λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι είναι σπουδαίος δημιουργός ο Σαββόπουλος. Αυτά έχουν γραφτεί κι έχουν ειπωθεί πολλές φορές, δεν έχω να συνεισφέρω κάτι καινούριο. Κάθε τόσο, γίνεται κάπου κάποια προσπάθεια να αποκαθηλωθεί ως καλλιτέχνης μέσα από μομφές περί καλλιτεχνικής κλοπής. Για κάτι τέτοια ακριβώς είναι που επιφυλάσσω μια λέξη γελοία αλλά απόλυτα ταιριαστή: κουταμάρες. Φοβερή κουταμάρα να πάρεις την μεγαλύτερη καλλιτεχνική αρετή, την εμμενή διαλογικότητα, την ενεργοποίηση των γραμμών φυγής που προσφέρει όχι η ατομική ιδιοφυΐα αλλά η γενική διάνοια της ανθρώπινης έκφρασης, και να την μετατρέψεις σε κατηγορία για απομίμηση. Υπάρχει, βέβαια, κι η πολιτική αποκαθήλωση.

Και μόνο που νιώθω ότι χρειάζεται να ξεκαθαρίσω ότι πολιτικά σιχαίνομαι τον Σαββόπουλο με κάνω και βαριέμαι, παρόλο που αυτό δε μειώνει ούτε στο ελάχιστο το πόσο σιχαμερός είναι πολιτικά. Αν συνεχίζω να θαυμάζω αυτό που έκανε, προσπαθώ να μην το κάνω μέσα από έναν συμβατικό διαχωρισμό του καλλιτέχνη από το έργο, τουλάχιστον όπως εννοείται σήμερα. Αλίμονο, ο καλλιτέχνης πάντα διαχωρίζεται από το έργο, ποτέ δε μπορεί να ταυτιστεί πλήρως μαζί του. Για την ακρίβεια, το έργο δε μπορεί ποτέ να είναι κάτι παραπάνω από μια στιγμιαία συνάντηση με τον εν κινήσει εαυτό. Παρόλα αυτά, η πλειοψηφία απ’ όσους σήμερα προτάσσουν αυτόν τον διαχωρισμό το κάνουν ακριβώς επειδή θέλουν να λατρεύουν μεταφυσικά τόσο τον καλλιτέχνη όσο και το έργο χωρίς να χρειάζεται να θέσουν ποτέ υπό κριτική διερώτηση το γούστο τους – κι άρα να μην χρειαστεί να αναλάβουν ποτέ την ευθύνη γι’ αυτό.

Τέλος πάντων, ήδη φλυαρώ. Έχω σκοτώσει τον Σαββόπουλο μέσα μου κι έτσι είναι ακόμα πιο δικός μου. Κι αφού είναι δικός μου, τότε μπορώ τόσο να τον αμφισβητήσω έμπρακτα όσο και να τον μοιραστώ πραγματικά. Όταν πρωτάκουσα την ομώνυμη σύνθεση του Μπάλλου, κατάφερα για πρώτη φορά να συλλάβω φευγαλέα την δύναμη που πηγάζει απ’ τη σύνδεση ανάμεσα στο να αγαπάς το εδώ και το να ανήκεις αλλού μέχρι το παντού να γίνει εδώ. Την πρώτη φορά που άκουσα το Ζεϊμπέκικο με ακουστικά στ’ αυτιά κι οι φωνές ενώθηκαν από δεξιά κι αριστερά για να θρηνήσουν που εσύ δε μας ακούς, μ’ έπιασαν τα δάκρυα γιατί, όντως, πώς γίνεται να μη μας ακούς; Αλλά η στιγμή που με άγγιξε περισσότερο ο Σαββόπουλος ήταν η ακόλουθη.

Υπάρχει κάτι σ’ αυτό το τραγούδι που με κάνει κάθε φορά νιώθω αμήχανα απέναντί του. Το έψαχνα πολύ καιρό, τελικά νομίζω ότι το εντόπισα. Φταίει που δυσκολεύομαι πάρα πολύ να το τραγουδήσω μαζί με τον Σαββόπουλο. Οι παύσεις κι οι εκκινήσεις, οι ανάσες κι οι εξάρσεις, όλα αυτά μου φαίνονται απρόβλεπτα κι απόκοσμα, δε με αφήνουν να ακολουθήσω. Με αναγκάζουν, όμως, να ακούσω κάθε φορά με μεγάλη προσοχή, σα να με παίρνει η ερμηνεία και να με καθίζει απέναντι. Μέχρι και σήμερα, ανάθεμα κι αν έχω ακούσει στίχους που να με έχουν παγώσει και να με έχουν ζεστάνει περισσότερο από αυτούς. Μέχρι και σήμερα, αμφιβάλλω αν έχω ακούσει στίχους που να με έχουν καρφώσει περισσότερο στη γη με την πλάτη στον τοίχο και να μ’ έχουν καλέσει περισσότερο σε πράξη μ’ ένα άλμα στον ουρανό. Οι στίχοι αυτοί, απ’ όταν τους πρωτάκουσα μέχρι τώρα, μου λένε να αναλάβω την ευθύνη. Ή, τουλάχιστον, αυτό ακούω εγώ.

Μη, μην το πεις

οι παλιοί μας φίλοι

μην το πεις

για πάντα φύγαν.

Μη, το ‘μαθα πια

τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια

για πάντα φύγαν.

Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν.

Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.

Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει

τη δική σου μελαγχολία

κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις

με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.

Πέρασαν για πάντα

οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες

οι κραυγές.

Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.

Όμορφη είναι αυτή η στιγμή, να το ξαναπώ

όμορφη να σας μιλήσω.

Βλέπω πυρκαγιές

πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς

κι είμαι μαζί σας.

Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται

όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται

εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω

τις μέρες τις παλιές.

.

* Ο τίτλος του αφιερώματος, δοσμένος κατόπιν εορτής ως προσπάθεια γενικής σύνοψης κι υπόγειας σύνδεσης, αναφέρεται μπασταρδεμένα στην ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή του Σαββόπουλου από τα 80s, η οποία με τη σειρά της οδήγησε στον ομότιτλο δίσκο: Ζήτω το ελληνικό τραγούδι. 

Εικόνα