Ντριν ντριν ντριν…
-Δε δώσαμε δε δώσαμε φλουρί κωσταντινάαααατο
και πήραμε και πήραμε βαρέλι δίχως πάαααατο.
-Τι λες, μωρέ, εκεί;
-Σόρρυ, μπερδεύτηκα. Κουάξ! Οι ουρανοί αλλάαγοονται…
-«Αγάλλονται», ρε κακομοίρη, «αγάλλονται» λέει –ανάθεμα την ώρα που σε μάζεψα να τα πούμε μαζί.
-Οι ουρανοί αγάαλλοονται χέεεεερι χερί η φύσις όλη.
-«Χαίρει», γαμώ το στανιό μου, «χαίρει».
-«Χέρι» λέω κι εγώ.
-Ναι, αλλά πώς το λες;
-Πώς το λέω;
-Α-ΝΟΡ-ΘΟ-ΓΡΑ-ΦΑ!
-Τι ανορθόγραφα; Πού κολλάει αυτό; Χαρτί είμαι; Να με μουρλάνεις θες;
-Εγώ εσένα ή εσύ εμένα; Έχεις απλωμένο το χέρι σου μ’ έναν τρόπο σαν να είναι ένα χέρι η φύσις όλη και ζητιανεύει. Χέρι η φύσις, απλωμένο χέρι, και ζητάει κι άλλη φύση. Κι άλλα νερά πάνω από τα νερά της. Κι άλλα χώματα μέσα στα χώματά της. Δεν της φτάνουν όσα έχει, θέλει κι άλλα κι άλλα κι άλλα. Θέλει νεκροί χιλιάδες. Θέλει ζωντανούς μιλιούνια. Θέλει αρρώστους, θέλει γερούς, θέλει γέρους, θέλει νιους. Ότι έχει «χέρι η φύσις» και ζητάει, αυτό γράφεις με το σώμα σου, αν θες να ξέρεις.
-Θ’ακουστώ υπερβολικός αν σου πω ότι σε βρίσκω λιγάκι υπερβολικό;
-Αξιοπρεπή θέλω να με βρίσκεις. Και αξιοπρεπή θέλησα να κάνω κι εσένα, αλλά πού; Απλώνεις το κουλό σου σαν τον τελευταίο ζήτουλα. Τι σου ’μαθα, ρε; Εδώ, εμένα θα κοιτάς. Τι σου ’μαθα; Δεν σου ’πα πως όταν φτάσουμε στο «χαίρει –Χ Α Ι Ρ Ε Ι– η φύσις όλη», θα χαμογελάσουμε και θα απλώσουμε τα χέρια μας, το δεξί προς τα δεξιά, το αριστερό προς τα αριστερά, ελαφρώς, ελαφροτάτως λυγισμένα στον αγκώνα, με τις παλάμες να κοιτούν προς τον ουρανό, έτσι όπως ανοίγουμε τα χέρια μας σε ένα δάσος, για να εκταθεί το στέρνο και να πάρει όλο το οξυγόνο που θα του στείλουμεμε τη βαθιά μας ανάσα. Τι με κοιτάς έτσι;
-Πώς γίνεται αυτό;
-Ποιο;
-Πώς αναπνέει κανείς βαθιά; Έχω ξεχάσει ν’ αναπνέω βαθιά. Ούτε θυμάμαι από πότε έχω να πάρω βαθιά ανάσα. Θύμισέ μου, ρε.
-Καλά, άσ’ το τώρα…
-Θύμισέ μου.
-Γι’ άλλη δουλειά ήρθαμε εδώ. Ήρθαμε να τα πούμε. Πάρε μια ανάσα, οποιαδήποτε, αν κουράστηκες. Κάνε ένα τσιγάρο. Θα συνεχίσω μόνος μου, και μπες κι εσύ όταν μπορέσεις: Χέεερι, χερί η φύσις όλη…
Φίιιου φιτ…
Καληνημέρα. Όχι, ρε, τι «να τα πω»; Κάνα παιδάκι είμαι; Έτσι πέρασα. Εν τω μεταξύ, έχω να δω παιδάκι ούτε κι εγώ δεν ξέρω από πότε. Πού πήγανε αυτά; Όπου πήγαμε κι εμείς, θα μου πεις. Παπάργια… Δε μου λες, κάνα τσιγάρο σού βρίσκεται; Θενξ. Έτσι που λες… Εν τω μεταξύ, περονιάζει, ε; Τίποτα σε… σπίρτο έχεις; Όχι, όχι, νερό, νερό εννοώ, νερό που καίει. Α γεια σου! Θενξ. Πόσιμο οινόπνευμα: η σόμπα των φτωχών –χα! Κάνει δουλίτσα. Εγώ τον χειμώνα πίνω μόνο –για να ζεσταθώ. Ντάξει, και το καλοκαίρι πίνω, αλλά για να δροσιστώ, οπότε δεν πιάνεται. Εμένα η ζέστη μού λείπει, ρε. Έτσι που λες… Γίνονται και θαύματα όμως. Όχι, γενικά μιλάω. Ντάξει, «θαύματα»… Περίεργα πράγματα, ρε παιδί μου, κάπως ασυνήθιστα. Τι κάπως; Πο-λύ ασυνήθιστα. Τι να σου λέω τώρα; Δεν είναι αυτά για να λέγονται. Αλλά δεν πάει στο διάολο, όλα για όλα: Μια δόση, όλως τυχαίως, είμαι κόκαλο. Πάω, όμως, στον δρόμο μου κανονικά. Άδειος δρόμος. Καλός δρόμος. Ασφαλής. Ξαφνικά, από το πουθενά, βλέπω κάτι να ’ρχεται. Από μακριά, δέντρο ψηλό εθύμιζε. Από κοντά, πεύκου ρετσίνι μύριζε. «Μαλάκα μου, τι έχεις πιει;» λέω στον εαυτό μου, και φλαπ τού αστράφτω ένα χαστούκι –όχι του εαυτού μου. Του άλλου. Δεν το ’θελα. Δηλαδή το ’θελα. Πάντα αυτό κάνω άμα βλέπω τίποτα παράξενο. Φλαπ, το αρχινάω στις γρήγορες και βρίσκω μόνο αέρα. Έχω βγάλει το χέρι μου εγώ έτσι –να, εδώ, από τον ώμο. Ναι! Είδα κάποτε άνθρωπο δικόνε μου, δεκατρία χρόνια πεθαμένο, και πολύ, πολύ, πολύ αγαπημένο –αλλά όσο ζούσε. Μετά, φίου, ούτε να τόνε βλέπω ούτε να τον ακούω, κι άμα ήρθε μετά να με βρει, φλαπ τού χώνω μια στα μούτρα, κρακ το χέρι μου απ’ τον ώμο, τημπαναγία σου, είπα, αλλά εντάξει, κάπου ηρέμησα, ας πούμε, χαλάλι και το χέρι. Αφού βρήκε αέρα, όλα καλά. Και φάντασμα, που λέει ο λόγος, να είναι ο άλλος, στα παπάργια μου εμένανε. Εγώ τα σώματα φοβάμαι. Το δέρμα το καημένο. Τα απαλά μαλλάκια. (Άσχετο: θα σ’ το στερήσω άμα ζητήσω άλλο ένα; Θενξ.) Και φλαπ, που λες, του τη χώνω τού άλλου, αέρα, λέω, θα βρω, το χέρι μου θα βγάλω. Και τσά-κι-σα τα δά-χτυ-λά μου! Σε ξύλο έπεσα. Ξύλο σκληρό. Πεύκο ήταν ο άλλος, ρε! Πέφτει το πεύκο με μπουνιές; Εμ, δεν πέφτει. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά τα χρειάστηκα. Ρε θες, λέω, να ’χει δίκιο η άλλη που τσαμπουνάει δεξιά αριστερά ότι τάχα μου είχε επίσκεψη από δέντρο; Όσο εμείς βγάνουμε ρίζα, λες τα δέντρα να βγάνουνε πόδια; Μνήστητί μου! Κάνω να φύγω, στρεκλάω, ο μαλάκας, δεν μπορώ, δεν ορίζω τίποτα, κόκαλο είμαι ακόμα, κόκαλο να με ρίξεις στα σκυλιά. Καθόλου δεν δυσκολεύτηκε να με προλάβει. Λέω, θα με πνίξουν τα κλαδιά του, θα με στραγγαλίσει η ρίζα του, θα με συνθλίψει ο κορμός του. Και ξέρεις τι; Αυτό μ’ αγκάλιασε. Και ξέρεις τι; Ήτανε μαλακό. Κορμό εχτύπησα, κορμί μ’ αγκάλιασε. Εγώ τον χαβά μου. Τη βλαστήμια στα δόντια την είχα. Αλλά πρώτη, σου ορκίζομαι, πρώτη φορά όχι από θυμό. Ούτε από φόβο. Από συνήθεια. Μόνο να βλαστημάω έχω μάθει. Και να παραπατάω. Αλλά δεν πειράζει. Τέλος καλό, όλα καλά. Ξέρεις τι μου ψιθύρισε στ’ αφτί; «Τρεκλίζοντας γυρεύεις μιαν ευθεία, που όποιος την παίρνει αγιάζεται κι ας βλαστημάει τα θεία». Αγιάζεται, ρε φίλε! Λες ν’ αγιάσω; Τι να πω; Όλα να τα περιμένεις σήμερα. Όλα! Άιντε, σ’ αφήνω τώρα. Να ελπίζεις στο φως. Και στο αραιό αεράκι. Α, και θενξ!
Τοκ τοκ τοκ…
Καλήν ημέρα. Κι ααααν ει, κι αν είναι ορισμόοος σας… Μπααα, δεν τραβάει. Δεν είμαι για τραγουδάκια εγώ τώρα. Εδώ δυσκολεύομαι ακόμα και να μιλάω –αλλά μιλάω! Γλώσσα δεν βάζω μέσα. Θα μου πεις «και τι λες;» Ε, όλο κάτι βρίσκω και λέω. Άμα υπάρχει διάθεση… Θα μου πεις «και πού τη βρίσκεις τη διάθεση;» Ε άει στο διάολο, θα σου πω. Πού το βρίσκω το ένα, πού το βρίσκω το άλλο! Ψάχνω και το βρίσκω. Κάνω την ανάγκη φιλ- (ευχαριστώ, το ’χω κόψει) φιλότιμο και το βρίσκω. Νομίζεις ότι το ’χω εύκολο; Να μιλάω. Το να μιλάω. Δύσκολο είναι και για μένα. Δύσκολο πολύ. Αλλά προσπαθώ. Έχω τη δικιά μου –μούγκα! Ρε καλή μου, ρε χρυσή μου, πες κι εσύ τίποτα. Οτιδήποτε. Και, δεν μπορώ να πω, προσπαθεί,άμα με βλέπει να φρικάρω απ’ όλο αυτό, προσπαθεί κάτι να αρθρώσει, αλλά το κάνει με έναν τρόπο τόσο ξέπνοο, τόσο διεκπεραιωτικό, τόσο ξένο από τον τρόπο που τριάντα χρόνια τώρα επικοινωνούσαμε, ώστε μία η άλλη έρχεται τελικά. Είναι σαν να έχει βρει τρόπο να σωπαίνει ακόμα κι όταν μιλάει, από κει που εμείς μιλούσαμε μεταξύ μας ακόμα κι όταν σωπαίναμε. (Δε γαμιέται, φέρε ένα.) Λοιπόν, τι λέγαμε;
Γκαπ γκαπ γκαπ…
Ο μικρός με ρώτησε πότε θα βγούμε έξω. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Τις μέτραγα μία-μία. Όταν έχασα πια τον λογαριασμό, του λέω: «Έι, άκου, αν με ξαναρωτήσεις, θα σου σπάσω το κεφάλι. Μα την Παναγία, θα σου σπάσω το κεφάλι, ρε μαλακισμένο, μ’ ό,τι βρω μπροστά μου». Έφυγε. Κι επέστρεψε. Μ’ ένα σφυρί στο χέρι. Εφτά χρονώ παιδάκι. Άνοιξε την εργαλειοθήκη. Πήρε το σφυρί. Και μου το έδωσε. Δεν μου το έδωσε ακριβώς. Μου το εμπιστεύτηκε. Εφτά χρονώ παιδάκι. Το καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Μου το εμπιστεύτηκε. Αλλά τι ακριβώς μού εμπιστεύτηκε; Ένα σφυρί. Και τι ακριβώς ήθελε να μου πει; «Ελπίζω να το χρησιμοποιήσεις» ή «Είμαι σίγουρος πως δεν θα το χρησιμοποιήσεις»; Σε παρακαλώ, σε εκλιπαρώ, πες μου ότι είναι το δεύτερο. Το δεύτερο είναι. Ναι, ναι, ναι, το δεύτερο είναι. Ξέρεις, είναι πανέξυπνος. Όχι ότι είναι παιδί μου, αλλά είναι τετραπέρατος. Διαολάκι κανονικό. (Ευχαρίστως. Το ’χω ανάγκη.) Χα… Ναι. Κοίτα τώρα τι διάνοια είναι: βρήκε αυτόν τον τρόπο, ο μπαγασάκος, για να μου πει «Α ρε φαφλατά, ούτε καν εσύ δεν ξέρεις πόσο σιχαίνεσαι αυτά που λες. Πόσο ΔΕΝ τα εννοείς. Πόσο δεν φταις εσύ σε τίποτα. Δεν φταις. Δεν φταις. Απλώς, είσαι λιγάκι φοβισμένος. Κι απελπισμένος. Και χαμένος. Και κουρασμένος είσαι. Πολύ κουρασμένος είσαι. Κι εγώ δεν θέλω να σε βλέπω κουρασμένο. Ούτε να σ’ ακούω να λες βλακείες θέλω. Γι’ αυτό σου έφερα το σφυρί, επειδή σε νοιάζομαι και με νοιάζεσαι. Επειδή μ’ αγαπάς και σ’ αγαπάω. Επειδή σε εμπιστεύομαι. Σε εμπιστεύομαι». Φοβερός δεν είναι; Ναι, είναι. Γι’ αυτό ήρθα εδώ. Να σ’ τα πω. Να μοιραστώ μαζί σου τη χαρά μου για το παιδί που έχω. Γι’ αυτό ήρθα. Άσε που δεν θέλω κιόλας να με βλέπει ο μικρός να κλαίω.
Τοκ τοκ…
Όλα ξεκίνησαν απλά, μ’ ένα «τοκ-τοκ», κάποιος μεσάνυχτα μού χτύπαγε την πόρτα, ποιος να ’ναι, αναρωτήθηκα, και τι λογής ραπόρτα μού φέρνει μες στη νύχτα. Ανοίγοντας κλονίστηκε το πιο ασφαλές μου κέντρο, μπροστά μου είδα να στέκεται ένα πελώριο ΔΕΝΤΡΟ. Στα δυο διπλώθηκε πιο μέσα για να μπει, τις ρίζες σέρνοντας έφτασε στο σαλόνι, το σπίτι μου αιωρήθηκε σα μαγεμένο αλώνι πλάι στην ψυχρή σελήνη. Τα φύλλα του ανάσαναν κι ανθρώπινα μιλήσαν: Συγγνώμη. Για τα χώματα. Που οι ρίζες μου. Σκορπίσαν. Κλαίγοντας άγγιξα το ξύλινο κορμί. Τρέμοντας έμοιασα των φύλλων που ριγούσαν. Οι σκέψεις μου κι αν βιάζονταν, οι λέξεις μου αργούσαν, σφηνώνανε στα δόντια. Τα έπιπλα που τρίζανε, οι τοίχοι που ιδρώναν, του δέντρου το παράδοξο καλά το στερεώναν. Κάποτε μπόρεσα τραυλίζοντας να πω: «Είναι τα μάτια μου που τώρα με γελάνε. Τα δέντρα εδώ δεν περπατούν.Τα δέντρα δεν μιλάνε. Είναι καρφιά στο χώμα. Βοριάδες τα λικνίζουνε, νοτιάδες τα πυρώνουν, τον Κάτω Κόσμο οι ρίζες τους σιγά-σιγά διαβρώνουν». Είδα πώς είναι ένα δέντρο να γελά. Είδα πώς είναι μες στα μάτια να κοιτάει. Με τα κλαδιά του για φτερά στο τέλος να πετάει μες στην εξαίσια νύχτα. Όταν συνήλθα, μάζεψα τα σκόρπια χώματά του. Τριμμένο δέρμα θύμιζαν κορμού αρχαιοτάτου.
(Συνήθως όχι. Όμως τώρα ναι. Ω, μα δεν έχει κανένα μέσα. Δεν πειράζει, δεν πειράζει, μη στενοχωριέσαι. Ίσως καλύτερα.)
Χρχρ… χρχρ…
Ήθελα να ’ξερα τι ψάχνεις με τόση μανία. Κι ήθελα κι εσύ να ξέρεις πόσο σε συμμερίζομαι. Σε νιώθω. Έχω γυρίσει τον κόσμο ανάποδα να γυρεύω κι εγώ –μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Τα βασικά. Ω, πόσες φορές δυσκολεύτηκα γι’ αυτά τα βασικά. Όμως, εσύ; Τι αναζητάς τώρα εσύ; Τι έχεις χάσει; Θα μπορούσα άραγε να σε βοηθήσω; Ή μάλλον: Θα μπορούσες άραγε να σε βοηθήσω; Αυτή είναι η σωστή ερώτηση. Γρατζουνάω με το νύχι μου το τζάμι αυτής της γυάλινης πόρτας που μας χωρίζει. Μπορείς να με ακούσεις; Αγκαλιάζω με το βλέμμα μου τις νευρικές σου χειρονομίες. Μπορείς να το νιώσεις; Πόσες φορές θ’ ανοίξεις το ίδιο ντουλάπι; Πόσες φορές θα σκαλίσεις το ίδιο συρτάρι; Ό,τι κι αν γυρεύεις, δεν είναι εκεί που το αναζητάς. Πάρ’ το απόφαση. Δεν είναι εύκολο, το ξέρω, ωστόσο μόνο έτσι θα ξεκολλήσεις απ’ τη λάσπη, όταν πάρεις απόφαση ότι θα κρατήσει για λογαριασμό της το ένα σου πόδι. Πάρ’ το απόφαση: κουτσός που περπατάει ή αρτιμελής που ακινητεί; Εγώ το αποφάσισα: κουτσός που περπατάει. Αν με κάποιο τρόπο με ακούς, μην ξαφνιαστείς όταν με κάποιο τρόπο με δεις. Παρά τα τέσσερα ποδάρια μου, ψέματα δεν σου είπα. Η δική μου η λάσπη κράτησε για λογαριασμό της την ταυτότητά μου. Ξεκόλλησα απ’ αυτήν όταν αποφάσισα ότι δεν θα είμαι ούτε σκύλος, όπως γεννήθηκα, ούτε άνθρωπος, όπως έγινα ζώντας τόσο πολύ ανάμεσά σας. Ίσως κάτι διπλό; Ίσως κάτι μισό; Ίσως κάτι ενδιάμεσο; Ούτε αυτό το ξέρω. Περιφέρομαι σε ζώνες και δίκτυα, αποφεύγοντας τις παγίδες των συνόρων. Απροσδιόριστος, βυθίζω μες στην πλημμυρίδα των σημείων κάτι που πότε το νιώθω για υγρό μουσούδι και πότε για στεγνό πρόσωπο. Μόνο μία πληροφορία, κι αυτή ακόμα αμφίσημη, υποστηρίζει την καταγωγή μου: οι σκύλοι δεν με διώχνουν όταν με περνούν για άνθρωπο, οι άνθρωποι με διώχνουν όταν με περνούν για σκύλο. Όμως, εσύ; Τι θα κάνεις εσύ; Και τι αναζητάς τώρα; Κάτι μικρό, αν κρίνω απ’ τα σημεία που ερευνάς. Πάνω σου έψαξες; Ψάξε. Έτσι μπράβο. Μη σταματάς, υπάρχει κι άλλη τσέπη. Ίσως είναι εκεί αυτό που ψάχνεις. Σ’ αυτή τη μικρή ξεχασμένη τσέπη. Εκεί ήταν, ε; Επιτέλους, χαμογέλασες! Όμως, για στάσου, αυτό ήταν που γύρευες τελικά; Ένα απλό τσιγάρο; Τόσος κόπος, τόση αγωνία για ένα τσιγάρο; Ωχ, μην αρχίζεις πάλι! Εκεί, εκεί, πάνω στο τραπέζι είναι ο αναπτήρας. Ουφ, δόξα τω θεό σας, τον είδες. Τώρα που ηρέμησες, είναι πολύ πιθανό να δεις κι εμένα. Θα τρομάξεις άραγε; Ο προφητικός μου εαυτός πάντα κάνει μισές δουλειές. Ξέρει ότι θα με δεις όταν, τσαφ, ανάψεις τον αναπτήρα, αλλά δεν έχει ιδέα τι θα κάνεις μετά απ’ αυτό. Θα φοβηθείς; Θα με διώξεις; Άνθρωπος είσαι κι εσύ, σκύλο θα με νομίσεις. Εμένα με τιμάει αυτό. Ο τρόπος που συνήθως αντιδράτε με προσβάλλει. Μην αντιδράσεις άσχημα μετά από το τσαφ. Πώς να σε πείσω ότι δεν κινδυνεύεις από μένα; Ήρθα απλώς για να σου πω τα δικά μας κάλαντα. Μια φορά τον χρόνο, εμείς οι σκύλοι γιορτάζουμε και τραγουδάμε. Γιορτάζουμε τη μέρα που φέρνει την άλλη μέρα. Γιορτάζουμε το βλέμμα που φέρνει τη φίλια αναγνώριση. Γιορτάζουμε κάθε λογής εγκάρδια υποδοχή. Γιορτάζουμε το θαύμα της αναπνοής. Γιορτάζουμε τα αγαπημένα μας κόκαλα. Ω φίλη, πόσος συγκλονισμός σε όλα αυτά. Πόσο υπέροχο, απροσμέτρητο μυστήριο. Μη με διώξεις. Αν φοβηθείς, απλώς θα φύγω. Αν με δεχτείς, απλώς θα σου τραγουδήσω πριν να φύγω. Τούτη τη μια φορά τον χρόνο, η μνήμη του ζώου που ήμουν αποζητά να καθρεφτιστεί στο βλέμμα του ζώου που έγινα. Αυτό είναι όλο. Τι θα κάνεις; Βλέπω το χέρι σου να υψώνεται και τρέμω. Πλησιάζει στο τσιγάρο και τρέμω. Ο αντίχειρας στη ροδέλα τού αναπτήρα –τρέμω, τρέμω, τρέμω… ΤΣΑΦ!
Καλήν ημέρα Αναπνοή, καλήν ημέρα Σκύλοι
Καλήν ημέρα για τα μας που κόκαλα αγαπάμε
Κόκαλα άσπρα κι απαλά όπως αφράτο χιόνι
Καταλιακού τα γλείφουμε, τις νύχτες τα μασάμε
Και σαν χαράζει φρέσκο φως τα θάβουμε κι ανθίζουν
Λουλούδια στις απόκρημνες πλαγιές της άγριας μνήμης
Πόχουν για μίσχο στεναγμό, για πέταλα τα δάκρυα
Και στήμονα καταμεσής τής ύπαρξης το τραύμα
Της ύπαρξης π’ ανθοφορεί, μαραίνεται και σβήνει
Και μόνο σκύλοι σαν κι εμάς αυτό το λένε Θαύμα.
.
.