Μπορεί το 2020 να αποδείχτηκε μια αμείλικτη χρονιά
όμως είχαμε κι εμείς τα αμυντικά μας όπλα.

17 άνθρωποι του Ασσόδυο αποκαλύπτουν βιβλία που τους στάθηκαν σαν ασπίδες στα δύσκολα.

 

[οργάνωση: Σαμσών Ρακάς – εικαστική επιμέλεια: γιώργος δομιανός – επιμέλεια κειμένων: Χαρίλαος Τρουβάς]


 

Νάνσυ Αγγελή

Σε τόπο ξερό [Ποιήματα 1970- 2012],
Μαρία Λαϊνά,
Εκδόσεις Πατάκη

Τα χρονικά του Άρη
Ray Bradbury,
Εκδόσεις Άγρα, 2011

 

Όχι σε κάποιο μακρινό σκοτεινό μέλλον, αλλά στο σήμερα, ο έξω κόσμος είναι εχθρικός και μεις στρεφόμαστε σαν άλλα ηλιοτρόπια στο μέσα φως. Πίσω από τοίχους‒ γιατί μας περιβάλλουν πάντα τείχη‒ μπροστά από οθόνες, ζούμε κι υπό το φως της λάμπας, διαβάζουμε όταν η νύχτα πέφτει.

Με ροζ ομπρέλα κάποτε
διέσχιζε τον ψίθυρο και τη σιωπή

Είναι οι στίχοι της Μαρίας Λαϊνά που διασχίζουν σε καιρούς δυστοπίας τον ψίθυρο και τη σιωπή και σε μεταφέρουν Σε τόπο ξερό. Μαζί τους ταξίδεψα σ’ έναν τόπο άνυδρο γιατί τη γη μαστίζουν περίοδοι ξηρασίας, οι βροχές ‒κατακλυσμιαίες‒ είναι όλο και πιο σπάνιες ενώ οι πάγοι λιώνουν και η μέση θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται προοδευτικά. Δεν υποφέρει μόνο ο άνθρωπος, αλλά κι η φύση, γι’ αυτό και η μοναξιά είναι βαθύτερη. Αν κάτι μας σώζει από την άβυσσο είναι οι φωνές που έρχονται από κάπου ή από μακριά και γράφουν βιβλία σαν ροζ ομπρέλες κάτω από τις σελίδες των οποίων προφυλαγόμαστε.

στην κάμαρά μου ο ουρανός είναι μουντός
αλλά γαλήνιες οι νύχτες
που κόβουν χρόνο
όπως οι κυνηγοί
και η γαζέλα το ξημέρωμα

Γι΄αυτό, επειδή ο έξω κόσμος είναι εχθρικός, ο μέσα κόσμος μας είναι ό,τι μας έχει απομείνει.

Και πέρα απ’ όλα αυτά‒
υπάρχουν πράγματα που δεν υποπτευόμαστε
και επιζούν μετά τον θάνατο
παράλογες καμπύλες κι επιφάνειες
και μια ελαφριά αμφιβολία
αν όλα αυτά συμβαίνουν πράγματι
ή είναι αποτέλεσμα μιας φαντασίας οργιαστικής
που αργότερα θα πάρει λογοτεχνική μορφή.

Η λογοτεχνική μορφή είναι αγαπημένη μορφή, η πιο φιλική σε καιρούς μη φιλικούς. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα συνενοχής που δημιουργεί η ανάγνωση, συχνά οι στίχοι, το βιβλίο, όπως το μυαλό, προτρέπουν σε αποδράσεις. Οι αποδράσεις μπορεί να διαρκούν λίγο, δεν γιατρεύουν την αποξένωση, αλλά απαλύνουν τη μοναξιά.

Η σιωπή αντίθετα
με δροσιά και ομίχλη τη νύχτα και νωρίς το πρωί
με ταχύτητα ανέμου τριάντα μίλια την ώρα
Τότε το αυτί ακούει την προτροπή
όπως την προτροπή του κύματος
όπως αλάτι το κορμί
εκεί που πίνεις ένα ποτήρι νερό
και γυρνάς και βλέπεις τη γυναίκα
με το μαύρο ρούχο που σου έχει στρώσει

Στις τέσσερις το πρωί πίνω ένα ποτήρι νερό

χωρίς τον καιρό της φιλίας

Η μοναξιά. Η μοναξιά που δεν είναι ίδιον μιας εποχής, αλλά του ανθρώπου. Η μοναξιά του σήμερα, αυτή την οποία ομορφαίνω με ποίηση, μου θύμισε άλλες παλιότερες μοναξιές, ίσως λιγότερο βαθιές, που είχαν όμως έναν τόπο κοινό, έναν τόπο ξερό. Οι άνθρωποι έφευγαν απ’ τον τόπο τους για μια πιο γόνιμη γη, για ένα καλύτερο μέλλον. Για ένα καλύτερο μέλλον έφταναν μέχρι τον Άρη. Το 1950 ο Ρέι Μπράντμπερι προέβλεψε στα Χρονικά του Άρη τη σταδιακή μαζική έξοδο από τη Γη. Διάβασα το βιβλίο αυτό πριν κάποια χρόνια, άρτι αφιχθείσα σε κάποια άγνωστη, σήμερα οικεία, πόλη που τότε έμοιαζε άλλος πλανήτης.

Οι άνθρωποι της Γης έφτασαν στον Άρη.
Έφτασαν από φόβο ή γιατί δεν ένιωθαν φόβο, γιατί ήταν ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι, γιατί θεωρούσαν τους εαυτούς τους Οδοιπόρους ή γιατί δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους Οδοιπόρους. Καθένας είχε το λόγο του. Εγκατέλειπαν μισητές συζύγους, μισητά επαγγέλματα ή μισητές πόλεις. Έρχονταν για να βρουν κάτι, για να αφήσουν πίσω κάτι ή για να κατακτήσουν κάτι, για να ξεθάψουν κάτι, για να θάψουν κάτι ή να φύγουν μακριά από κάτι. Έρχονταν γεμάτοι γελοία όνειρα, γεμάτοι ευγενή όνειρα ή δίχως όνειρα. Το δάχτυλο της κυβερνήσεως παρότρυνε μέσα από πολύχρωμες επιγραφές σε αμέτρητες πόλεις: ΝΕΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΡΗ. ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΑΡΗ! Κι οι άνθρωποι εκτοξεύονταν στο διάστημα. Στην αρχή ήταν λίγοι μόνο, μερικές δεκάδες, γιατί σχεδόν όλοι ένιωθαν άρρωστοι πριν ακόμα ο πύραυλος αφήσει τη Γη. Κι αυτή την αρρώστια την έλεγαν μοναξιά.

Δεν ξέχασα το χρονικό εκείνης της φυγής και σήμερα που έχω κατακτήσει πολλά νέα εδάφη, όμοια με την επιστήμη, διαβάζω πίσω από τοίχους, κάτω απ’ τη λάμπα, τους στίχους της Μαρίας Λαϊνά και σκέφτομαι τη ζωή σε άλλους τόπους. Πόσο μικρύναν ο κόσμος και τα ταξίδια, πόσο μεγάλωσαν οι αποστάσεις.

Ο χειμώνας είναι δροσερός
τα φαράγγια κατεβαίνουν από ψηλά
έως τον νότο και τη δύση.
Οι θίνες αλλάζουν
παρασύρονται
Δύο φορές τον χρόνο τις παίρνει ο άνεμος
τις πάει

κιόλας μακριά

γιατί περνάνε τα σύννεφα και ξέρεις
πηγαίνουν αλλού
δεν θα μείνουν εδώ

σαν κάποιος να κατοικεί αυτή την απέραντη χώρα
και να είναι τα πράγματα λίγα
ολοένα λιγότερα

Τι θα μπορούσε να μας σώσει από αυτήν την αναπότρεπτη ένδεια;

Είχαν ένα σπίτι με κρυστάλλινους πυλώνες στον πλανήτη Άρη, στην άκρη μιας άδειας θάλασσας και κάθε πρωί μπορούσες να δεις την κ. Κ να τρώει τα χρυσαφί φρούτα που μεγάλωναν στους κρυστάλλινους τοίχους ή να καθαρίζει το σπίτι με χούφτες μαγνητικής σκόνης η οποία, αφού τραβούσε όλη τη βρωμιά, διαλύονταν στο ζεστό αέρα. Τα απογεύματα, όταν η απολιθωμένη θάλασσα ήταν θερμή κι ακίνητη και τα πορφυρά δέντρα στέκονταν άκαμπτα στον περίβολο και η μικρή απομακρυσμένη οστέινη πόλη του Άρη ήταν όλη περίκλειστη και κανείς δεν περιπλανιόταν έξω απ’ τις πόρτες, μπορούσες να δεις τον κ. Κ στο δωμάτιο του να διαβάζει ένα μεταλλικό βιβλίο με ανάγλυφα ιερογλυφικά πάνω από τα οποία περνούσε το χέρι του, όπως παίζει κανείς μια άρπα. Κι απ’ το βιβλίο, καθώς το άγγιζαν τα δάχτυλά του, μια φωνή τραγουδούσε, μια απαλή αρχαία φωνή που έλεγε ιστορίες από τότε που η θάλασσα ήταν ένας κόκκινος ατμός επάνω στην ακτή κι οι άνθρωποι εκείνα τα αρχαία χρόνια εξαπέλυαν μάχες με κοπάδια από μεταλλικά έντομα και ηλεκτρικές αράχνες.
Ο κ. και η κ. Κ είχαν ζήσει δίπλα στη νεκρή θάλασσα για πάνω από είκοσι χρόνια κι οι πρόγονοί τους είχαν ζήσει στο ίδιο σπίτι το οποίο περιστρέφονταν κι έπαιρνε την κατεύθυνση του ήλιου, σαν λουλούδι, για δέκα αιώνες.
Εκείνο το πρωί η κ. Κ στάθηκε ανάμεσα στους πυλώνες ακούγοντας τη θερμότητα απ’ τους αμμόλοφους της ερήμου που έλιωναν σαν κίτρινο κερί και έμοιαζαν να ρέουν στον ορίζοντα.
Κάτι έμελλε να συμβεί.
Περίμενε μα τίποτα δε συνέβη.
Ξάπλωσε στην καρέκλα που άλλαζε σχήματα προκειμένου να πάρει τη μορφή της ακόμη κι όταν εκείνη κουνιόταν. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και νευρικά.
Το όνειρο άρχισε.
Μόλις μια στιγμή αργότερα, ανακάθησε ασθμαίνοντας αποσβολωμένη.
– Ονειρεύτηκα έναν άνθρωπο.

Ίσως η νόηση. Δεν θα το μάθουμε ποτέ, παρά μονάχα στο τέλος. Μονάχα ας έχουμε μια κάποια συντροφιά.

προχωράνε με κόπο
χώνουν το ένα πόδι στην άμμο
ύστερα το άλλο·
μακρινά μάτια.
Κρατάνε το στόμα κλειστό
μέσα στον ήλιο
χωρίς σκέψεις
τα βλέφαρά τους τρέμουν

και

θάλλοντα δέντρα
στο έσχατο μέρος του μυαλού
μ’ ωραίο σώμα
κι άγριους οφθαλμούς

 


 

Χαρά Αηδόνη

Φρουρός
Κατερίνα Αγυιώτη
Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2016

 

 

 

Όλοι οι άνθρωποι που γνωρίσαμε, όλοι οι εαυτοί που ενσωματώσαμε, όλες οι στιγμές και οι στιγμούλες και οι σχέσεις που ζήσαμε, συσσωρεύονται στο δέρμα σχηματίζοντας μια πανοπλία γεμάτη μνήμη, που όμως δεν μας σκληραίνει, αλλά ίσως μας βοηθάει στην προσπάθεια να ζήσουμε καλύτερα. Θέλω να πω πως καμιά φορά μπορεί να τύχει να είσαι αποφασισμένος πως θα τα καταφέρεις.
Τον Ιανουάριο του 2020 διάβασα το Φρουρό της Κατερίνας Αγυιώτη. Τότε δεν θα μπορούσα ούτε να έχω φανταστεί τι θα συνέβαινε σε λίγους μήνες στις ζωές μας, όπως ποτέ δεν θα είχα μπορέσει να φανταστώ οποιοδήποτε μέλλον έτσι κι αλλιώς. Όμως όσο απροετοίμαστη κι αν ήμουν, είχα αυτό το βιβλίο να θυμίζει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, πως είναι απλό κι ας μην είναι, να υπάρχεις μόνος, να ζεις με άλλους, να νιώθεις, να αγαπάς. Να αγαπάς παρά το οτιδήποτε. Χωρίς χάδια στα αυτιά για τη σημαντικότητά μου, με αναγνώρισε ως μυρμηγκάκι κι έτσι εγώ κατάφερα και σήκωσα τριάντα φορές το βάρος της αγάπης μου.

«Υπάρχουν μόνο μικροί έρωτες / σα μυρμήγκια που σηκώνουν / τριάντα φορές το βάρος τους.»

Και έτσι ήμουν ήδη αποφασισμένη πως

«Θα υπομένω το χάος.
Θα υπομένω το χάος.
Θα υπομένω το χάος.
Θα υπομένω το χάος.
Θα υπομένω το χάος.»

 

Μαζί.

 


 

Βικτώρια Άλεξ

Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα
Ευθύμης Φιλίππου
MNP Εκδόσεις, 2009

 

 

 

Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα. Ή τζιντόνικ. Ή ουίσκι. Ή κρασί. Ή κάτι που κάποιος θα κρατούσε στο σπίτι μόνος του εν μέσω πανδημίας ή εν μέσω καραντίνας ή εν μέσω και των δύο. Κάτι που κάποιος θα μπορούσε να κρατά -όχι μια μάσκα- στο σπίτι ή στο τρόλεϊ ή στο μετρό ή περιμένοντας έξω από μια τράπεζα ή σε ένα παγκάκι στέλνοντας στον αριθμό 13033 για σωματική άσκηση. Κι αν εγώ θέλω ψυχική άσκηση; Μήνες διαβάζω το ίδιο βιβλίο. Κάθε φορά το ανοίγω σε μια τυχαία σελίδα, νιώθω σα να είμαι σε ένα μπαρ, μόνη, ή έστω σε ένα καφέ κι ακούω τους διπλανούς. Λίγες φορές αισθάνθηκα μοναξιά μέσα στην καραντίνα κι όσες φορές το πάθαινα απλώς άνοιγα το βιβλίο του Ε. Φιλίππου και τότε έμπαινα σε μια άλλη διάσταση, όλα γύρω μου σκοτείνιαζαν, από ένα κρυφό ηχείο ακουγόταν daft punk, μπροστά μου εμφανιζόταν η μπάρα του αγαπημένου μου μπαρ, εγώ καθόμουν στην γωνία πίσω από το πορτατίφ και δίπλα έπαιρνε μορφή ένα ζευγάρι ανθρώπων, δύο φίλων, δύο αγνώστων, δύο γνωστών, ενός ζευγαριού στρέιτ ή γκέι ή και ενός τρελού που μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι κι ίσως ένα βιομηχανικό τσιγάρο -όπα, λάθος έχουμε τον αντικαπνιστικό- έστω χωρίς τσιγάρο, κι άρχιζε να μιλάει. Να μιλάει συνεχώς για τυχαία ζητήματα. Σημαντικά ή ασήμαντα. Φιλοσοφικά ή ρηχά. Ποιο τραγούδι θα ήθελες να ακουγόταν στην κηδεία σου; Θες να παίξουμε ψεύτικο διάλογο από τους απέναντι; Πόσες ίντσες τηλεόραση έχεις;

Απόσπασμα:
– Θες να παίξουμε «Κάνω ψεύτικο διάλογο μεταξύ αγνώστων που βλέπω»;
– Για αυτό το ζευγάρι των γέρων;
– Για όποιους θες.
– Αυτούς θέλω.
– «Την επόμενη φορά που θα τραβήξεις πάνω από τέσσερις μπαλαντέρ στην μπιρίμπα, θα σε γαμήσω, παλιοκαργιόλα».
– «Άμα μπορούσες να με γαμήσεις, δεν θα παίζαμε μπιρίμπα, παλιομουνόπανο».
– «Σ’ ευχαριστώ. Αλλά σε λίγο θα πεθάνεις. Ας μην δεθούμε κι άλλο».
– «Έχεις δίκιο».
– «Αρκεί τόσο. Θέλω από εδώ κι εμπρός να μιλάμε, μόνο όταν υπάρχει πραγματικά λόγος. Όσο αγαπιόμαστε περισσότερο, τόσο πιο δύσκολο θα είναι. Τελείωσε τον καφέ σου. Είναι κρίμα να πεθάνεις μπροστά σ’ ένα μισογεμάτο φλυτζάνι».
– «Τον ήπια».
– «Ωραία. Πέθανε τώρα. Θα είναι καλύτερο και για τους δύο».
– «Και εσύ τι θα κάνεις»;
– «Θα πιω άλλον ένα χυμό και μετά θα πεθάνω κι εγώ».
– «Μακάρι να είχα αλλάξει πέρυσι τα φώτα του κήπου. Ή ζωή μας θα ήταν πολύ καλύτερη».
– «Το ίδιο θα ήταν. Κατάλαβέ το».
– Θέλει η κόρη μου να πάει Ιταλικά.
– «Σκάσε και πέθανε, μαλάκα».
– Η κόρη μου. Η δική μου κόρη. Σταμάτησα να παίζω το «Κάνω ψεύτικο διάλογο μεταξύ αγνώστων που βλέπω».
– Και;
– Δεν είναι το πιο ηλίθιο πράγμα που μπορεί να ζητήσει ένα παιδί από τον πατέρα του; Θέλω να πω (…)

 


 

Ειρήνη Γιαννάκη

Αλεξανδρινό Κουαρτέτο
Λόρενς Ντάρελ
μτφ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου
εκδ. Μεταίχμιο, 2009

 

 

Αν υπήρξε ένα  βιβλίο που στάθηκε σωτήριο για μένα μέσα στο ζοφερό 2020, χαρίζοντάς μου στιγμές μεγάλης αναγνωστικής ευφορίας, ήταν το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», το κλασικό αριστούργημα και magnum opus του Λόρενς Ντάρελ (1912-1990), στην επίτομη έκδοση που κυκλοφόρησε το 2009 στα ελληνικά από το Μεταίχμιο, σε άψογη μετάφραση της Μαριάννας Παπουτσοπούλου.

Ξεκίνησα να διαβάζω την Αλεξανδρινή τετραλογία (Τζαστίν, Μπαλτάζαρ, Μαουντόλιβ και Κλέα) τον περασμένο Μάρτιο κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν, εξαιτίας της πανδημίας. Σίγουρα δεν πρόκειται για ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο· και όχι μόνο επειδή εκτείνεται σε σχεδόν χίλιες σελίδες. Πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο, με πολλές αφηγηματικές φωνές και αλλεπάλληλα στρώματα στην πλοκή, με εναλλαγές στο ύφος και αρκετές παρεκβάσεις, με έντονη διακειμενικότητα, με ιστορίες που άλλοτε διαπλέκονται μεταξύ τους σε διαφορετικές εκδοχές και άλλοτε βρίσκονται σε γραμμική ακολουθία, συνιστά ένα χαοτικό μυθιστορηματικό σύμπαν.

Μια χορεία αξέχαστων χαρακτήρων, θύτες και θύματα, αθύρματα αλλά και κινητήριοι μοχλοί της Ιστορίας, παρελαύνουν από τις σελίδες του: ο Ντάρλι, η Μελίσα, η Τζαστίν, ο Νεσίμ, ο Μπαλτάζαρ, ο Μαουντόλιβ, η Λάιλα, η Κλέα, ο Πομπάλ, ο Περσγουόρντεν, ο Σκόμπι, ένα χωνευτήρι ανθρώπων και πολιτισμών, εθνικοτήτων και φυλών, θρησκειών και φιλοσοφιών, μια σαγηνευτική μείξη Δύσης και Ανατολής.

Η κοσμοπολίτικη προπολεμική Αλεξάνδρεια αναδυόταν σελίδα τη σελίδα ολοζώντανη μπροστά μου. Περπατούσα στα πολύβουα στενά της, ατένιζα τα νερά της λίμνης Μαρεώτιδας, μύριζα τα αρώματά της, άκουγα το αργόσυρτο τραγούδι της, αναγνώριζα τις πολλές μορφές της ηδονής στην πόλη που είναι το «μεγάλο πατητήρι για το κρασί του έρωτα», έβλεπα την αιωνιότητα να συνυπάρχει με τις διακριτές ιστορικές εποχές και κυρίως διέκρινα την Καβαφική Αλεξάνδρεια, αυτό το παλίμψηστο πολιτισμών και την ιδιαίτερη τοπογεωγραφία που ενέπνευσαν τον ποιητή: «Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική, ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό».

Ενόσω η ζωή γινόταν όλο και πιο περίκλειστη και η ανθρώπινη διάσταση έμοιαζε να εκπίπτει μέρα με τη μέρα, το ογκώδες αυτό βιβλίο στάθηκε παραμυθία, όχι μόνο σαν διαφυγή από την πραγματικότητα, ούτε απλώς σαν το καταφύγιο που είναι σε σκοτεινές εποχές ο βαθύς ανθρωπισμός που διαπνέει τα σπουδαία λογοτεχνικά έργα, αλλά και με τη διάχυτη παρουσία των αισθήσεων, που η κοινωνική αποστασιοποίηση είχε εξοβελίσει στην παρούσα περίοδο, και που ξεπηδούσαν τώρα επιτακτικά μέσα από τις σελίδες· ήταν μια ανακουφιστική υπενθύμιση πως η ανθρώπινη εγγύτητα δεν θα εκλείψει: «Έτσι ώστε στο κείμενο να κερδίσει στη γεύση του κάτι από τα ζωντανά του πρόσωπα – την ανάσα, το δέρμα, τις φωνές– και να τ’ ανεμίσει στ’ απλωμένα σεντόνια της ανθρώπινης μνήμης».

 


 

Γιώργος Ευθυμίου

Μια Φυσιολογική ζωή
Βασίλης Παλαιοκώστας
Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2019

 

 

 

Ο αναγνώστης ζητάει συνήθως από τον συγγραφέα ένα έργο ηρωικό. Του ζητάει να γράψει για αυτά που βρίσκονται επέκεινα από εκείνα που εκείνος βλέπει. Του ζητάει μια διαύγεια και μια ενσυναίσθηση που θα φωτίσει με τρόπο αποκαλυπτικό τη ρουτίνα των καθημερινών πράξεων. Του ζητάει μια αφήγηση αδρεναλίνης που θα ξεκλειδώσει συναισθήματα. Του ζητάει πάθη υπεράνθρωπα και τραγωδίες αιώνιες, του ζητάει να γίνει μαριονετίστας της λιμνάζουσας φαντασίας του.
Οι συγγραφείς που αναλαμβάνουν τέτοιες ηρωικές αποστολές αναγκαστικά –λίγο πολύ- καταφεύγουν στην προσποίηση και την επιτήδευση.
Τι συμβαίνει όμως όταν ο συγγραφέας είναι στ’ αλήθεια ήρωας;;;

«Σ’ αυτό το σχολείο των δώδεκα περίπου αγριμιών ξεκίνησα και τελείωσα το δημοτικό με έναν μόνο δάσκαλο. Αλλά τι δάσκαλο! Η ενσάρκωση του αληθινού, έμπρακτου περάσματος από μια χούντα σε μια δημοκρατία (ο θεός να την κάνει). Τι δεν τράβηξε ο ιώβειας υπομονής καλόκαρδος εκείνος άνθρωπος! Κάθε που έβρεχε και τα ρέματα φούσκωναν, γκρεμίζαμε το ξύλινο γεφύρι για να μη μπορέσει να περάσει ώστε να μην κάνουμε μάθημα! Προμηθευτήκαμε ρολόι και μόλις που πήγαινε οχτώ ακριβώς σηκωνόμασταν και φεύγαμε γιατί δεν ήταν συνεπής, παρόλο που το ρολόι μας ήταν επίτηδες δέκα λεπτά μπροστά! Σαν να βγάζαμε όλη την οργή των παιδιών απέναντι στην εξουσία, σε κάποιο απ’ τα πολλά σκασιαρχεία μας σπρώξαμε και ρίξαμε κάτω στην πλαγιά το μικρό πράσινο Φιατάκι του! Εκείνος στωικά απλά μας επέπληξε! Ήξερε πως για να δεχτεί τη γνώση σου ένα παιδί πρέπει πρώτα να σ’ εμπιστευτεί. Δεν έχουν καμία αξία μερικές συναρμολογημένες πράσινες λαμαρίνες μπροστά στην εμπιστοσύνη των παιδιών που ‘χουν έμφυτο το ακατανίκητο χρέος να δοκιμάζουν τις αντοχές του κόσμου. Η ίδια η ζωή βάζει στα μικρά τους χέρια το μυστικό σφυρί της και τα προστάζει να χτυπάνε μ’ αυτό δυνατά μέχρι να θρυμματίσουν το κέλυφος της ανθρώπινης υποκρισίας. Έτσι, για να δουν τη γύμνια της. Να γελάσουν δυνατά μέσα απ’ την καρδιά τους, όπως μόνο τα παιδιά ξέρουν να γελούν…»

 


 

Μαριαλένα Καζαντζή

Η γραμμή του ορίζοντος
Χρήστος Βακαλόπουλος
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 1991

 

 

 

Μήνας χιονιού. Κάποιο έτος μετά Χάκκα. Ημέρα ανυπολόγιστη. Δέκα παρά τέταρτο ακριβώς ή τουλάχιστον έτσι δείχνει το ρολόι στον τοίχο του φαρμακείου. Παίρνει άρον άρον τρία κουτιά ντεπόν, ένα αντισηπτικό σε μικρό μπουκαλάκι και χάπια περιόδου, ανοίγει την πόρτα σχεδόν πανικόβλητη και χάνεται στον επόμενο δρόμο, όπως χάνεται κάποιος που δεν θέλει να ξαναβρεθεί.
Δεν προλαβαίνω να της μιλήσω, να της πω πως τα ντεπόν δεν κάνουν τίποτα, είναι ανώφελο να χαλάει τα λεφτά της σε placebo συστημικά υποκατάστατα, στους βάναυσους εράνους των φαρμακοβιομηχανιών, δεν θα την γλιτώσουν από την ημικρανία της ύπαρξης, πως το αντισηπτικό που έχει στη σακούλα είναι απλώς το πειστήριο της βιβλικότητας του καιρού, ένα αποθετήριο αποστειρωμένων δακρύων, που οι άνθρωποι γελιούνται πως καθαγιάζουν την οντολογική τους αφυδάτωση, την καταγωγική θλίψη της αμετάκλητης αδυναμίας τους.
Θέλω να της μιλήσω για το μυστικό μου κήπο, το ξέφωτο της ιερής μου νύχτας, σταθερής μεταβλητής του χρόνου, του χρόνου μου. Όλες μου οι νύχτες από τότε που σκοτείνιασε, τρεμοπαίζουν πάνω από τις ίδιες σελίδες, διαβάζω και ξαναδιαβάζω τις ίδιες γραμμές, με την κρυφή ελπίδα πως αν επιμείνω, θα με κάνουν κομμάτι τους. Θέλω να της πω πως φέτος με έσωσε η Ρέα Φραντζή, και πως αν δεν ήταν εκείνη, το παρόν θα με κατασπάραζε, όπως τόσους και τόσους στο πέρασμα των αιώνων.
Ο Αρανίτσης λέει κάπου στο βιβλίο του για τον Ελύτη πως ονειρεύεσαι τη ζωή σου την ίδια στιγμή που τη ζεις. Πώς μπορεί ο χρόνος να υφίσταται ως ονειρικό συμβάν όταν είναι αμετακίνητος; Ίσως έτσι˙ μέσα απ’ την αφήγηση.

«ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ αναπνοής από έναν σχεδόν κουφό συνομίληκό της που επιμένει να βάζει μουσική, όση περισσότερη μουσική μπορεί πριν από τις δώδεκα. Τώρα έβαλε το τελευταίο κομμάτι, βγάζει τα ακουστικά και της χαμογελάει αμήχανα, την κερνάει ένα ποτό, πώς της φάνηκε το τελευταίο κομμάτι, δεν ήταν καλό; Αν ήταν 1977, θα έλεγε ότι ήταν φανταστικό, αλλά τώρα σηκώνει τους ώμους, το έχει ξεχάσει ήδη, έχει κουραστεί ν’ ακούει κομμάτια που τριγυρνάνε γύρω από το πτώμα της μουσικής. Αν ήταν 1977, και οι δύο θα ήξεραν ότι στο τέλος της βραδιάς έπρεπε υποχρεωτικά να πάνε σπίτι του ή σπίτι της, να πιούνε κάτι, να συζητήσουν από πέντε μέχρι είκοσι λεπτά, να πάει στο μπάνιο για να αλλάξει το ρυθμό, αυτός να καπνίζει, να γυρίσει και να καθίσει κάπως πιο κοντά του, ν’ αρχίσει να του λέει μια ιστορία με κάποιον παλιό, να της χαϊδέψει τα μαλλιά, να γυρίσει προς το μέρος του, να τον κοιτάξει στα μάτια, να σκύψει και να την φιλήσει. Αν ήταν 1969, όλα αυτά θα γινόντουσαν μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Αν ήταν 1979, λίγο πιο σύντομα, αν ήταν 1983, θα πήγαιναν κατευθείαν στο κρεβάτι χωρίς ποτό, συζήτηση, τσιγάρο, επίσκεψη στο μπάνιο, επιστροφή δίπλα του στον καναπέ, μικρή συζήτηση, χάιδεμα μαλλιών, στροφή προς το μέρος του, βύθισμα στα μάτια του, φιλί. Θα πήγαιναν κατευθείαν στο κρεβάτι, θα φιλιόντουσαν λίγο, θα γδύνονταν ξεχωριστά κι ύστερα θα προσπαθούσαν να συντονισθούν, θα δοκίμαζαν δύο ή τρεις στάσεις, το πολύ τέσσερις. Θα τελείωναν μαζί ή χωριστά, θα έμεναν τρία λεπτά αγκαλιασμένοι, αμίλητοι. Θα την ρώταγε αν θέλει νερό, θα έλεγε ναι, θα πήγαινε να της φέρει, θα άναβε τσιγάρο περιμένοντάς τον, θα επέστρεφε, θα έπιναν ο καθένας τρεις, το πολύ τέσσερις γουλιές νερό, θα την χάιδευε λίγο, λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε, θα το έκαναν δεύτερη φορά, θα άναβαν τσιγάρο, θα έπιναν το υπόλοιπο νερό, αυτός θα έσβηνε κάποια στιγμή το φως. Θα κοιμόντουσαν λίγο άβολα παρακολουθώντας ο ένας τον ύπνο του άλλου, θα ξύπναγαν κι εκείνος θα έλεγε ότι δεν προλαβαίνει να πιεί καφέ γιατί έχει μια δουλειά στις δέκα και μισή. Κι εκείνη θα έλεγε ότι έχει μια δουλειά, θα ντύνονταν βιαστικά, θα κατέβαιναν στο δρόμο, θα περπατούσαν λίγο μαζί κι ύστερα θα χώριζαν.
Αν ήταν 1965, δεν θα είχαν κάνει τίποτα και θα επιθυμούσαν ακόμα ο ένας τον άλλο, αν ήταν 1985, δεν θα είχαν κάνει τίποτα για να μην αναγκασθούν να πουν το πρωί ότι έχουν μια δουλειά, θα είχαν χωρίσει με την πρώτη ματιά ή θα είχαν πέσει αναίσθητοι από το ποτό ώστε να μπορέσουν να κοιμηθούν μαζί, θα είχαν βαρεθεί ο ένας τον άλλο από το πρώτο άγγιγμα. Αν ήταν 1956, θα είχαν παντρευτεί, αν ήταν 1965, θα είχαν πάει σινεμά, θα πέρναγε το χέρι του στον ώμο της, θα την έσφιγγε λίγο, θα της χάιδευε το λαιμό, θα της έδινε ένα φιλί, θα τον απωθούσε χωρίς να τον απωθεί στ’ αλήθεια, θα δεχόταν να την φιλήσει προς το τέλος της ταινίας, το 1969 θα τον φίλαγε κι αυτή κι απ’ το 1975 και μετά δεν θα πήγαιναν καθόλου σινεμά, θα έκαναν μια σοβαρή συζήτηση. Θα συζητούσαν πολύ σοβαρά για το μέλλον του κόσμου, για το παρελθόν που ήταν έτσι όπως σου λέω, το διάβασα. Μέχρι το 1979 θα συζητούσαν πολύ σοβαρά για την πορεία της ανθρωπότητας, στο βαθμό που, στο μέτρο που, σε τελευταία ανάλυση, ποια είναι η βασική αντίθεση, τι πρέπει να κάνουμε. Το πρωί θα είχαν μια δουλειά. Αν ήταν 1965, κάποια στιγμή θα του έλεγε ότι πρέπει να πάει σπίτι της, θα τον έβλεπε αύριο, μήπως είχε δουλειά; Τι δουλειά να έχει, τρελάθηκες που έχω δουλειά, θα τη συνόδευε μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας, θα της έδινε ένα τελευταίο φιλί, θα την έβλεπε αύριο στο ίδιο μέρος. Θα έμπαινε στο διαμέρισμα βγάζοντας τα παπούτσια της, θα ξάπλωνε με το τρανζιστοράκι κάτω από το μαξιλάρι, θα κάπνιζε μέσα στο σκοτάδι ακούγοντας τη φωνή ενός ηθοποιού του Εθνικού Θεάτρου να διαβάζει κάτω από το μαξιλάρι την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, θα έψαχνε στη φωνή κάτι που ν’ απευθύνεται ειδικά σ’ αυτήν και θα το έβρισκε, θα κοιμόταν με την πεποίθηση ότι η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ γράφτηκε επειδή κάποια στιγμή βγήκε με έναν άντρα που θα τον έβλεπε πάλι αύριο. Στη μέση της νύχτας θα ξύπναγε από κάποιο κορνάρισμα, θα άνοιγε τα μάτια και εκείνη ακριβώς τη στιγμή τα φώτα του αυτοκινήτου από το δρόμο θα ταξίδευαν φευγαλέα στο ταβάνι. Θα είχε ξεχάσει ανοιχτό το τρανζιστοράκι και κάτω από το μαξιλάρι μια φωνή θα παρουσίαζε αρχαίες μουσικές, φυλαγμένες στις κατακόμβες της κρατικής ραδιοφωνίας. Θα σηκωνόταν χωρίς να κάνει θόρυβο και θα έβγαινε στο μπαλκόνι, θα έπαιρνε βαθιά ανάσα, θα μύριζε την Αθήνα, θα σκεφτόταν διάφορα σαχλά πράγματα, θα έλεγε μέσα της έναν ανόητο μονόλογο, θα γύριζε να κοιμηθεί χωρίς να διακόψει την ελαφρά ξελιγωμένη φωνή κάτω από το μαξιλάρι. Αν ήταν 1983, θα είχε ανέβει μαζί της χωρίς να την ρωτήσει κι όταν τελείωναν όπως όπως θα γύριζε από την άλλη μεριά, θα προλάβαινε και θα γύριζε από την άλλη μεριά. Όλη τη νύχτα θα είχαν γυρισμένες τις πλάτες και μόνο το πρωί θα γύριζαν πέντε λεπτά πριν σηκωθούν, θα την αγκάλιαζε και μετά θα της έλεγε πως έχει μια δουλειά. Μέσα σε είκοσι χρόνια κατάφεραν να γυρίζουν πολύ άνετα από την άλλη μεριά, αυτό ήταν το πιο μεγάλο κατόρθωμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι ελεύθερες σχέσεις, ο σεβασμός της προσωπικότητας, η ισότητα των δυο φύλων, το έλεγαν όλα τα περιοδικά, το βροντοφώναζαν οι πανεπιστημιακές αναλύσεις, το υποστήριζαν οι διαδηλωτές στους δρόμους, το πρότειναν τα τραγούδια, το έβλεπαν στις ταινίες, το έγραφαν στα βιβλία, να του γυρίζεις την πλάτη, να της γυρίζεις την πλάτη, το πρωί να έχετε μια δουλειά. Μέσα σε είκοσι χρόνια όλοι βρέθηκαν ξαφνικά να έχουν μια δουλειά, στις δέκα και μισή έπρεπε να βρίσκονται κάπου. Μέσα σε είκοσι χρόνια είσαι ελεύθερος να δεχτείς όλες τις δοκιμασίες νομίζοντας ότι είναι ξαφνικές ευλογίες που έρχονται από το πουθενά, σταλμένες από την τυχαία πλοκή, κληροδοτημένες από το τίποτα.
Μελαχρινή, συμπαθητική, ξέρει να κοιμάται με κάποιον χωρίς να τον γουστάρει, το έχει μάθει πολύ καλά και το έχει βαρεθεί, ας επιμένουν τα διαφημιστικά. Σηκώνει τους ώμους, πίνει μια γουλιά, αν ήταν 1977, θα έλεγε ότι είναι φανταστικό αυτό το κομμάτι και τώρα μένει στη σιωπή, πίνει μια γουλιά, αισθάνεται μια κάποια συμπάθεια για αυτόν τον σχεδόν κουφό άνθρωπο που παλεύει ν’ ανακαλύψει λίγη μουσική μέσα στο χάος, είκοσι χρόνια μετά. Δε θα του γυρίσει την πλάτη, δε θα κοιμηθεί μαζί του, θα του χαμογελάει από μακριά.»

 


 

Υρώ Καζάρα

Η Ανατομία της Μελαγχολίας
Ρόμπερτ Μπέρτον
Εκδ. Ηριδανός

 

 

 

Τα διαβάσματα ήταν λειψά, τεμαχισμένα ακολουθώντας το τέμπο του καιρού που σύρθηκε από το μεγάλο στερητικό Άλφα. Το στερητικό των ανθρώπων. Η απώλεια. Η ανελευθερία. Η αποστέρηση της αγκαλιάς, η απομάγευση μέσω της στατιστικής που λιώνει ονόματα για να ξερνά αριθμούς. Η βελόνα κινδύνεψε να απομαγνητιστεί μυριάδες φορές, κι αν ο Βορράς δεν χάθηκε είναι γιατί πιάστηκε η ακίδα από σκόρπιες σελίδες και λέξεις σωσμένες σε ποίηση.

Μαζί και ένα παιχνίδι, κάθε φορά που ο εαυτός προσπαθούσε να μη ναυαγήσει, κατέφευγε με τυχαιότητα στο διάβασμα σελίδων Ανατομίας:

Στον κατάλογο των παθών που δοκιμάζουν την ψυχή του ανθρώπου, την πρώτη θέση στη θυμική κατηγορία δίκαια διεκδικεί η λύπη: αχώριστος σύντροφος, μάνα και κόρη της μελαγχολίας, συγκεφαλαίωσή της, σύμπτωμα και πρωτεύουσα αιτία. […] Για τον Χρυσόστομο, είναι σκληρή δοκιμασία της ψυχής και βάρος αδιάλυτο, φαρμακερό σκουλήκι, που τρώει το κορμί και την ψυχή και ροκανίζει ως το βάθος την καρδιά, αιώνιος δήμιος, μόνιμη νύχτα, βαθύ σκοτάδι, τυφώνας, καταιγίδα, άδηλος πυρετός, που απ’ τη φωτιά καίει πιο δυνατά, και μάχη που δεν έχει τέλος, χειρότερη από κάθε τύραννο∙ μαζί της δε συγκρίνεται κανείς βασανισμός, ούτε και μαστιγώσεις ούτε και κολασμοί του σώματος. Είναι το δίχως άλλο ο αετός που οι ποιητές έβαζαν να σπαράζει την καρδιά του Προμηθέα∙ κανένα βάρος δεν είναι σαν το βάρος της καρδιάς. Κάθε πάθος είναι οδυνηρό, αλλά η λύπη είναι ωμό βασανιστήριο, εξουσιαστική αδυναμία. […]  Πάμπολλες περιπτώσεις αποδεικνύουν πως η λύπη φέρνει μελαγχολία, απελπισία και κάποτε το θάνατο: η λύπη γεννά το θάνατο∙ η λύπη για τα εφήμερα φέρνει το θάνατο∙ η ζωή μου τρίφτηκε στη λύπη, τα χρόνια μου στους στεναγμούς. Γιατί η Εκάβη έγινε σκύλα; H Νιόβη πέτρα; Μόνο απ’ τη λύπη, γι’ αυτό βουβάθηκε και πέτρωσε. Ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος πέθανε λυπημένος, όπως αμέτρητοι άλλοι!

Είναι άγριο το πένθος και παράφορο.

 


 

Μαρία Κενανίδου

Ο θάνατος της νυχτοπεταλούδας
Virginia Woolf
Εκδόσεις Άγρα, 2020

 

 

 

Οι γραμμές αυτές αποτελούν μέρος μιας αλλόκοτης εμπειρίας, στον απόηχο του «Ο θάνατος της νυχτοπεταλούδας» της Γουλφ, ένα παιχνίδισμα-πετάρισμα στην ψυχή μου, όπως αυτό της νυχτοπεταλούδας της, όπως των κύβων ζάχαρης στο τσάι της, όπως αυτό από τις πέτρες στην τσέπη του παλτού της στον πυθμένα του ποταμού Ouse.
Tο διάβασα, μετά από μία ψυχαναλυτική συνεδρία ορόσημο για μένα, με μία ανάσα που ενοποιούσε σπαράγματα αναπνοών μου του τότε, με αναπνοές του σήμερα. Η πεταλούδα, στον Όμηρο αναφέρεται ως «ψυχή», που σημαίνει «πνοή» από το ρήμα «ψύχω» δηλαδή «αναπνέω», αλλά όταν είναι ακόμη χρυσαλλίδα ονομάζεται «νεκύδαλλο», δηλαδή «περίβλημα νεκρού». Νυχτοπεταλούδα: ζωή και θάνατος μαζί.
Μια νυχτοπεταλούδα ψυχορραγεί, η αφηγήτρια την παρατηρεί, σχολιάζει. Η μετάλλαξή μου ήδη είχε ξεκινήσει από τη συνεδρία και τώρα συνεχιζόταν με τις λέξεις του βιβλίου. Προερχόμουν από το ίδιο σκοτεινό κουκούλι τής νυχτοπεταλούδας και βίωνα την ίδια μετουσιωτική, μεταμορφωτική διαδικασία.
Το μικρό αυτό πόνημα, γραμμένο λίγες μέρες πριν από την αυτοκτονία της, αποτελούσε μια φωτεινή λεπταίσθητη μήτρα ψυχικής κατάστασης για μένα, ενδυναμώνοντας μέσα μου, ένα απαραγνώριστο σκίρτημα-πρόσκληση να περάσω το κατώφλι της καφκικής πύλης που ήταν «προορισμένη μόνο για μένα».
Η αέναη «ροή της συνείδησης» ως αφηγηματική τεχνική του «εσωτερικού μονολόγου» της Γουλφ, ήταν γεμάτη εσωτερικούς κραδασμούς, όπως αυτούς που βίωνα. Η δύναμη της επιβολής του βιβλίου, όπως και τα ίχνη των λέξεων του ψυχαναλυτή μου, έκρουαν και διαπερνούσαν τις επιφάνειες των σκέψεων και των πραγμάτων, αναλγητικά, επουλωτικά. Οι λέξεις του ενός αντικαθιστούσαν τις λέξεις του άλλου, τις δικές μου λέξεις. Λέξεις που σιγομουρμούριζαν αλλιώς το νόημά τους, καταφέρνοντας να ανασαλέψουν και τελικά να μεταβάλουν τον κόσμο μου.
Όταν το τελείωσα, κατοικούσα στο εδώ και τώρα εύθραυστη και λιλιπούτεια, συμφιλιωμένη όπως ποτέ άλλοτε με τον όγκο των λόφων και την απεραντοσύνη του ουρανού. Μια κλωστή λεπτότατη αλλά ατόφια, της απροσμέτρητης ενέργειας του σύμπαντος, είχε εισχωρήσει στον κορμό μου, είχε σταλάξει στην ψυχή μου μια μικροσκοπική σταγόνα από την καθαρή ουσία της ζωής, ολότελα ανοιχτή σε χορούς, πετάγματα και ελιγμούς.
«…Ήταν αδύνατον να μην την κοιτάζεις… Εκείνο το πρωί, οι δυνατότητες για να χαρεί κανείς τη μέρα του φάνταζαν πολλές και ποικίλες και το να είσαι απλώς μια νυχτοπεταλούδα σε τούτη τη ζωή και μάλιστα το είδος που ζει τη μέρα, έμοιαζε μοίρα πολύ σκληρή κι ο ζήλος με τον οποίο προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις γλίσχρες ευκαιρίες της φάνταζε θλιβερός. Πετούσε ζωηρά στη μία γωνία της κορνίζας του παραθύρου και, αφού περίμενε ένα δευτερόλεπτο, πετούσε στην αντικρινή. Τί άλλο της έμενε πέρα από το να πετάξει σε μία ακόμη και κατόπιν σε μία άλλη γωνία; Μονάχα αυτό ήταν σε θέση να κάνει, παρά τον όγκο των λόφων, παρά την απεραντοσύνη του ουρανού, παρά τον μακρινό καπνό των σπιτιών και, αραιά και που, τη ρομαντική φωνή ενός ατμόπλοιου στ ανοιχτά. Έκανε αυτό που μπορούσε να κάνει. Παρατηρώντας την, είχες την εντύπωση ότι μια κλωστή λεπτότατη αλλά ατόφια, της απροσμέτρητης ενέργειας του σύμπαντος, είχε εισχωρήσει στον εύθραυστο λιλιπούτειο κορμό της. Κάθε φορά που διέσχιζε το τζάμι, νόμιζα ότι αντίκριζα ένα λεπτό νήμα ζωτικού φωτός. Η νυχτοπεταλούδα ήταν σχεδόν ένα τίποτα, αλλά ήταν η ζωή.
Επειδή, εντούτοις, ήταν μια τόσο μικρή και τόσο μηδαμινή έκφανση της ενέργειας η οποία έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο και εισχωρούσε στους στενούς και δαιδαλώδεις διαδρόμους του δικού μου εγκεφάλου αλλά και των άλλων ανθρώπων, είχε κάτι το αξιοθαύμαστο και συγχρόνως το αξιολύπητο. Ήταν σαν να είχε πάρει κάποιος μια μικροσκοπική σταγόνα από την καθαρή ουσία της ζωής κι αφού τη στόλισε, όσο το δυνατόν πιο ανάλαφρα, με φτερά και πούπουλα, την έβαλε να χορεύει και να πετάει με γωνιώδεις ελιγμούς, θέλοντας να μας δείξει την αληθινή της φύση.»

 


 

Σάββας Κοκκινίδης

Μόρα
Δημήτρης Πέτρου
Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2018

 

 

 

Το ‘20 το δούλεψα πολύ, μέσα κι έξω από γραμμές. Κυκλοφόρησα τούμπαλιν σε σπιτικά και κρύα, αχνιστά δρομάκια, τα μπλοκάκια γραφής που μου χαρίζουν ανά χείρας.

Θα ‘χει τελειώσει ο εσπερινός.
Θ’ αγριοκοιτάζει πάλι ο παππάς.

Στο καφενείο πια τη θέση μου
άλλος την έχει πάρει.

Εδώ και κάποια τετραποχικά ωστόσο το κάνω πιο πολύ σαν περιπέτεια, πιο σαν ιστορία. Το ‘18 βγήκανε σωρό καλά βιβλία των μιλιταριστών της αποστρόφου που με ξυπνούν από το πάλαι, την αρχή και τέλος της σιδηράς μου παρθενίας. Ο Δ.Π. καταλόγισε άσμα τρίτο στο έβγα της χρονιάς, τσάκωσα το βιβλιαράκι λίγο έπειτα. Με νίκησε.

Ακόμ’ ακούω να βογκούν από μεγάλα βάθη
δεκαεννιά και δυο νεκροί χωρίς τα σώματά τους
και πίσω τους ακολουθούν χιλιάδες πληγωμένοι.
Εγώ τι γύρευα εδώ, ποιο κόστος χρεωμένο
από αγάπης όνειρο τρελό να γίνω πεπρωμένο.

Νικήθηκα πολλές φορές, και μέσα του ‘20 ανακατευόμουν στα μεταχειρισμένα και αμεταχείριστα βιβλία του πατώματος και των ντουλαπιών μου (τα κρύβω σαν κουτάλια, μου κρύβονται σαν πιρούνια). Η Μόρα μου ‘χε φανεί σαν τέλεια, και με ζορίζει σε κάθε ανάγνωση να ξαναμπώ στο απόκοσμο μεδούλι της. Μα γίνεται απόκοσμη ελληνική αλφάβητος των πολλών κι έτσι millennia, με φόδρες των Σαχτούρη, μ’ άφιλτρα των Εγγονόπουλου, με σκιώδες βλέμμα των Αρχίλοχου να χάνει ρέντα στο καζίνο;

Μονάχα δυο χτένες πλαστικές
κι ένα φανελάκι
στον τενεκεδένιο άνεμο.

Όχι πια οι κουμαριές.
Ο κρότος, η λάμψη, η αναμονή.

Όχι ο θάνατος.

Δεν γίνεται βέβαια. Η Μόρα είν’ ένα βιβλίο το λοιπόν όπου δεν γίνεται.

 


 

Έλσα Παντοπούλου

Κουτσό
Χούλιο Κορτάσαρ
μτφ: Αχιλλέας Κυριακίδης
εκδ. Opera, 2018

 

 

 

Ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται στο κουτσό. Κυρίως διαστέλλεται.Στοκουτσότο εννιά είναι ο χαμένος παράδεισος. Αδύνατον ναφτάσει κανείς εκεί, ειδικά αν σκέφτεται το εννιά. Το κουτσό παίζεταιμε μανία και χωρίς μεσολαβητές. Οντολογικά του ανήκουμε. Είναι το σπίτι.

Ο Τράβελερ, η Ταλίτα και η Γκεκρέπτεν είναι ανεστραμμένοι πόλοι μιας χρονικότητας, της χρονικότητας του Παρισιού, της Μάγα, της Πολά, του Μορελί, της τζαζ, της λογοτεχνίας ή και του όλου που είναι ο Ολιβέιρα. Ο Ολιβέιρα είναι άλλος σε κάθε χρονικότητα. Άλλος από την από κει μεριά, του Παρισιού. Άλλος από την από δω μεριά, του Μπουένος Άιρες. Άλλος από άλλεςφαινομενικά εξωκειμενικέςμεριές. Αυτή η αλλοσύνη του ΟράσιοΟλιβέιρα είναι ταυτόχρονα η ουσία του, σαν ποταμός που ποτέ δεν είναι ίδιος. Η κοίτη του είναι ο χρόνος. Η σωματοποιημένη αίσθηση του ποταμού σε κάποια χρονικότητα είναι η μόνη πατρίδα, και μπορεί να είναι ένα πρόσωπο, κάποιος σημαντικός Άλλος, έξω(;) από τον Ολιβέιρα, που θα στοιχειώσει και τις δύο μεριές.

Ο Κορτάσαρ, με το διαστημικό του όχημα, φέρνει τον Χαμένο Χρόνο στη νέα εποχή. Ενώ η ανθρωπότητα ετοιμάζεται να γίνει τέκνο, ο Κορτάσαραποτιμά τα τραύματά της και συλλαμβάνειτο ερχόμενο, ψιθυρίζει με μία φωνή και πολλές τροπικότητες το γιατροσόφι, εξερευνώντας τα όρια μιας αφηγηματικής που γλίτωσε από τον πόλεμο για να πάει πού;

Διάβασε τα κεφάλαια με όποια σειρά θες,ως αντίδοτο της έκτακτης ρευστής συνθήκης. Προτείνεταιέστωένα κεφάλαιο κάθε δώδεκα ώρες (εφ’ όρου ζωής αν χρειαστεί). Αυτό το ρεμέντιο συνταγογραφείται. Remedium doloris, tristitia e miseriae que.

[Απόσπασμα:Κεφάλαιο 75 σελ. 480]

75

ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΟΜΟΡΦΑ, ΠΑΛΙΑ, όταν ένιωθε πως ζούσε μ’ έναν τρόπο αυτοκρατορικό που επέτρεπε τα σονέτα, το διάλογο με τα άστρα, τους νυχτερινούς διαλογισμούς στο Μπουένος Άιρες, την γκετική ηρεμία στις μαζώξεις του Colόn ή στις διαλέξεις των ξένων ειδικών. Τον περιέβαλλε ακόμα ένας κόσμος που ζούσε έτσι, σκόπιμα ωραίος και σενιαρισμένος, αρχιτεκτονημένος. Για να νιώσει την απόσταση που τον χώριζε τώρα από εκείνο το κολουμβάριο, ο Ολιβέιρα δε χρειαζόταν παρά να μιμείται, μ’ ένα πικρό χαμόγελο, τα παχιά λόγια και τους πολυτελείς ρυθμούς του χθες, τους αυλικούς τρόπους να μιλάς και να σιωπάς. Στο Μπουένος Άιρες, πρωτεύουσα του φόβου, ξανάνιωθε να τον περιβάλλει αυτή η διακριτική άμβλυνση των αιχμών που αποκαλείται σύνεση, κι από πάνω, αυτή η επιτηδευμένη αυτάρκεια στη φωνή των νέων και των γέρων, ο τρόπος με τον οποίο αποδέχονταν το άμεσο σαν αληθινό, το αναπληρωματικό σαν, σαν, σαν (μπροστά στον καθρέφτη με το σωληνάριο της οδοντόπαστας σφιγμένο στη χούφτα του, ο Ολιβέιρα γι’άλλη μία φορά γελούσε κατάμουτρα στον εαυτό του, κι αντί να βάλει την οδοντόβουρτσα στο στόμα του, την έφερνε κοντά στο είδωλό του, του άλειφε προσεκτικά τα ψευδο-χείλη με ροζ οδοντόπαστα, του ζωγράφιζε γύρω απ’ το στόμα μια καρδιά, χέρια, πόδια, γράμματα, χυδαιότητες, άδειαζε το σωληνάριο στον καθρέφτη διπλωμένος στα γέλια, ώσπου έμπαινε η Γκεκρέπτεν, λυπημένη, μ’ ένα σφουγγάρι και τα λοιπά).

(→43)

 


 

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

Για την κυβέρνηση των ζωντανών – παραδόσεις στο κολέγιο της Γαλλίας 
Μισέλ Φουκώ
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2020

 

 

 

Τον τελευταίο καιρό, προς λύπη μου, έχω αναπτύξει μια δυσανεξία προς στην γραπτή μυθοπλασία. Δυσκολεύομαι να διαβάσω μυθιστόρημα, την κατεξοχήν καλλιτεχνική μορφή της νεωτερικότητας (και γι’ αυτό σε μόνιμη κρίση μαζί της), αλλά ελπίζω αυτή η αναγνωστική δυσκολία να είναι προσωρινή. Σε έναν βαθμό, θέλω να την αποδώσω στη δουλειά μου. Ή μάλλον, ακριβέστερα, στον ιδιαίτερο τύπο αλλοτρίωσης που σχετίζεται με αυτήν. Καθώς τα τελευταία χρόνια δουλεύω γράφοντας για κινηματογράφο και τηλεόραση, νιώθω ότι καταναλώνω ανθρώπινο δράμα με τρόπο ανθυγιεινό: με τρόπο που, ανεπαίσθητα και υποδόρεια, κοινοτοποιεί το ίδιο το δράμα και αναισθητοποιεί εμένα απέναντί του. Εκεί, το binge-watching αποκτάει μια αφόρητη κυριολεκτική υλικότητα. Όταν τρως δράμα βουλιμικά, ενδέχεται να το ξεράσεις.

Και, καθώς στα ποιητικά μου γούστα είμαι μάλλον ιδιότροπος, η μοναδική έξω-από-την-οθόνη αναγνωστική εμπειρία που μου προσφέρει πραγματική απόλαυση τελευταία είναι η θεωρία. Είχα πει ότι δεν θα ξανακυλήσω, αλλά εδώ είμαστε πάλι. Δεν προσπαθώ να κάνω αυτό εδώ το κείμενο παραπάνω πολιτικό απ’ ό,τι είναι έτσι κι αλλιώς κάθε είδους κείμενο, αλλά θέλω να πω ότι βρίσκω πως η φετινή έκδοση του “Για την κυβέρνηση των ζωντανών” του Μισέλ Φουκώ (σε μετάφραση Γιώργου Καράμπελα και Πάρη Μπουρλάκη για την Εστία), δηλαδή οι παραδόσεις του στο Κολλέγιο της Γαλλίας το 1979-1980 που ουσιαστικά εγκαινιάζουν την συστηματική του ενασχόληση με το πεδίο της υποκειμενικότητας και της ηθικής, ήταν σημαντική για μένα.

Αποφεύγοντας να σταθώ στον σχεδόν σατανικά ειρωνικό συγχρονισμό της έκδοσης με την τωρινή πραγματικότητα, την τόσο στιγματισμένη από τις τελετουργικές μορφές εκδήλωσης της αλήθειας εκ μέρους της εξουσίας, διάβασα το βιβλίο του Φουκώ μέσα στο καλοκαίρι – εκεί που ψάχνεις κάτι ακόμα για διάβασμα και τελικά αναλαμβάνεις ένα πρότζεκτ που ενδέχεται να ξεπερνάει τόσο τις υποκειμενικές αντοχές του αναγνώστη όσο και τις αντικειμενικές δυνατότητες του καλοκαιριού. Με έναν τρόπο, όμως, ο Φουκώ κατάφερε να μου φωτίσει με δημιουργικό, ελπίζω, τρόπο μια έξτρα πλευρά του προβλήματος της σχέσης μου με την μυθοπλασία. Ανατρέχοντας στην ιστορία του δυτικού υποκειμένου μέσα από τις πράξεις αληθουργίας του, ο Φουκώ αναδεικνύει την ομολογία ως αποκάλυψη της αλήθειας του εαυτού και ταυτόχρονα ως μια μορφή (αυτο-)αστυνόμευσής του.

Αυτό, για μένα, τόνισε με ακόμα πιο εμφατικό τρόπο μια υποψία και μια εμμονή που καλλιεργώ όλο και πιο μεθοδικά τα τελευταία χρόνια: ότι η εξομολόγηση, η διαρκής λεκτικοποίηση των πράξεων και των επιθυμιών, ως αφηγηματικότητα του εαυτού κι ως στοχασμός πάνω στον εαυτό, είναι το πιο όμορφο αλλά και το πιο επικίνδυνο σημείο συνάντησης ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα. Γι’ αυτό, ίσως, όλα τα σημαντικά μυθιστορήματα της εποχής μας, ως «πες-μου-ποιος-είσαι» μυθιστορήματα, είναι αυστηρώς εξομολογητικά. Και γι’ αυτό, ίσως, επιρρεπής καθώς είμαι στις σύγχρονες μορφές αλλοτρίωσης με αρχαϊκό-μυθικό περίβλημα, όταν μου ζητήθηκε να μιλήσω για το βιβλίο που αγάπησα περισσότερο φέτος, ξεκίνησα να εξομολογούμαι.


 

Ελένη Παπαδημητρίου

Cruel Optimism
Lauren Berlant
Duke University Press Books

 

 

 

Το βιβλίο που με διέσωσε φέτος είναι το “Cruel Optimism” της Lauren Berlant. Με βοήθησε να καταλάβω πως οι επιθυμίες που μας βάζουν σε κίνηση και μας κάνουν να θέλουμε να ζήσουμε (σ)τον κόσμο είναι πολλές φορές ο ίδιος λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε παγιδευμένοι στις ζωές μας. Κλασικό παράδειγμα το αντικείμενο του πόθου. Υποφέρουμε γιατί  δυσκολευόμαστε να φανταστούμε κάτι άλλο, να κάνουμε κάτι άλλο. Βέβαια η δυσκολία έχει να κάνει με το πολιτισμικό πλαίσιο και τις ιδεολογίες με τις οποίες ζούμε, είμαστε σε συνάρτηση. Η Berlant μιλάει για τον σκληρό οπτιμισμό περιγράφοντας την σχέση μας με τα κοινά και με την αστείρευτη δυνατότητά μας να φτιάχνουμε κόσμους, σχέση με υλικές συνέπειες.
Το κέντρο βάρους είναι στην αναγνώρισή μας ως υποκείμενα ενός πλαισίου που δεν λειτουργεί και ως συμμετέχοντες στον κοινό βίο. Όσο ξεχαρβαλωμένος και να είναι αυτός ο κόσμος έχει τον σπόρο της μεταμόρφωσης και εκεί ακριβώς είναι που μπορούμε να ανθίσουμε, όχι απλά να επιβιώσουμε γιατί αυτό δεν είναι αρκετό. Ναι, θα έπρεπε να είναι καλύτερος και πιο δίκαιος. Αυτό που δεν μας δίνεται μπορούμε να το φτιάξουμε αγκαλιάζοντας τον κόπο της φαντασίας.

 


 

Γιάννης Παπαδόπουλος

Οδοιπορία στον πάγο 
Werner Herzog
Εκδόσεις Alloglotta, 2019

 

 

 

«…Σήμερα η μοναξιά τράβηξε μόνη της προς τα δυτικά, αλλά τόσο μακριά που δεν μπορούσα να κοιτάξω με γυμνό μάτι. Σ’ένα έρημο χωράφι είδα πουλιά να σηκώνονται από το έδαφος, ολοένα και περισσότερα, ώσπου ο ουρανός σκεπάστηκε από τα αναρίθμητα σμήνη τους. Και τότε παρατήρησα ότι ξεχύνονταν από τα σκοτεινά και απύθμενα βάθη της γης, από το κέντρο της βαρύτητας. Κάπου εκεί βρίσκεται και το πατατωρυχείο. Ο δρόμος ήταν τόσο μακρύς, που άρχισε να με κυριεύει μια ανείπωτη ανησυχία. Από τη βροχή και τη συννεφιά, εδώ και μία εβδομάδα, είναι αδύνατον ακόμη και να μαντέψω τη θέση του ήλιου στον ουρανό. Όταν έφτασα στο Μπριέν, όλος ο κόσμος έτρεξε να κρυφτεί. Μονάχα ένα μικρό μπακάλικο είχε απομείνει ανοιχτό. Ύστερα, όμως έκλεισε κι αυτό, αφήνοντας τη μικρή πόλη έρημη και νεκρή. Ψηλά, πάνω από το Μπριέν, δεσπόζει πελώριο κι επιβλητικό ένα παλιό ανάκτορο περιφραγμένο με μαντεμένια κάγκελα. Εκεί στεγάζεται το ψυχιατρείο. Σήμερα έπιασα τον εαυτό μου να λέει αρκετές φορές τη λέξη «δάσος». Η ίδια η αλήθεια βαδίζει στα δάση…»

Στην Οδοιπορία στον πάγο ο Βέρνερ Χέρτσογκ πεζοπορεί από το Μόναχο στο Παρίσι για να ξορκίσει το τέλος της ετοιμοθάνατης Λόττε Άισνερ που είναι η μέντοράς του. Και το πετυχαίνει. Σε ένα 2020 όπου πλημμυρίσαμε από φόβο, θάνατο, ανασφάλεια, έλλειψη ελευθερίας, το βιβλίο αποτέλεσε το προσωπικό μου πεζοπορικό ξόρκι στο παράλογο της ζωής, μια περιδιάβαση με την πυξίδα να δείχνει την αλήθεια και την ομορφιά προς το ιερό, κατάδικό μου Παρίσι.
Η πίστη στην εσωτερικά παλλόμενη αλήθεια, στο ιδιώνυμο πάθος, ανοίγει διόδους διάχυσης του εαυτού μου από το κέντρο ως την περιφέρεια του κόσμου. Ο Χέρτσογκ βαδίζει τον κόσμο με τη μοναξιά του για να συναντήσει την προσωπική του βουνοκορφή. Κι εγώ βαδίζω την ύπαρξή μου υποκλινόμενος στο δέος της ρωγμής που προκαλούν στη συνείδησή μου η διαστολή του σύμπαντος και η συστολή της γάτας πριν την αρπαγή της ακρίδας. Χάνομαι στην ανάγκη του τυχαίου έχοντας φυλαχτό το πάθος για την ομορφιά του αυτούσιου. Τα τρία κυπαρίσσια στην κορυφογραμμή είναι οι δικοί μου σηματωροί κι εγώ ο αρλεκίνος τους.
Η προσήλωση στο θαύμα, που μας κατοικεί και το κατοικούμε, είναι ο κινητήρας της πορείας του Χέρτσογκ για τη σωτηρία της αγαπημένης του Λόττε και για την λοξή οδοιπορία μου προς τη διάσωση από την ψυχοσωματική ακινησία. Κάθε βήμα κι ένα εξαχνωμένο ερωτικό ίχνος. Μια μικρή φούσκα θαύματος σπάει πάνω στην κρούστα μου και μου δίνει φτερά. «Ανοίξτε το παράθυρο», είπα, «εδώ και μερικές μέρες μπορώ και πετάω» τελειώνει ο Χέρτσογκ. Μα αυτά τα φτερά θα είναι η διαρκής προπέτεια αναζήτησης. Τα ίχνη τους στον ουρανό θα καίγονται στην ομορφιά. Οι θάλασσες συνηχούν και τα σύννεφα το συνομολογούν. Κι ο Μίλτος Σαχτούρης; «…εγώ κληρονόμος πουλιών, πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω…».


 

Σαμσών Ρακάς

Δ. Ι. Αντωνίου: Ποιήματα
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 1996

 

 

 

Έχω βάλει ένα δύσκολο στόχο τελευταία. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αγοράζει πάνω από ένα βιβλίο κάθε χρόνο. Θα ήταν άδικο η πράξη της ανάγνωσης από την πνευματικότητα να μεταπηδούσε στον καταναλωτισμό. Ένα βιβλίο κάθε χρόνο αρκεί για να με συντροφεύει στα δύσκολα, αρκεί να το μπορεί, αρκεί να το επιθυμεί και το ίδιο. Σκέφτομαι τώρα πως ίσως δεν υπάρχουν άσχημα βιβλία, απλώς κάποια αρνούνται να σου δοθούν. Όπως και να ‘χει, το βιβλίο που επέλεξα για φέτος, αν και φαινομενικά απρόσιτη η γραφή του, δεν μου αντιστάθηκε, επιθυμούσε το δόσιμο. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί ήταν δύσκολα τα φετινά, γεμάτα με εμπόδια πρωτόγνωρα.

Μιλώ για τον συγκεντρωτικό τόμο του εσωστρεφή ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου (Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 1996). Ένός εξ ολοκλήρου ποιητή της θάλασσας, της δικής του όμως θάλασσας, που διόλου δεν μοιάζει με την θάλασσα του εξωστρεφή φίλου του Νίκου Καββαδία. Στον Καββαδία η ηδονική θάλασσα ευνοεί την πλεύση, την περιπέτεια, έχει γύρω στα 3 μποφώρ και γι’ αυτό κατάφερε με σχετική ευκολία να αγγίξει τις απαιτήσεις του μαζικού κοινού. Στον άμοιρο τον Αντωνίου η θάλασσα έχει 8 μποφώρ, το ταξίδι βρίσκεται στα όρια του απαγορευτικού, είναι ένας τόπος λιγοστού εξωτισμού, αυτοεξορίας και ανηδονισμού.

Ίσως τώρα έπρεπε να έβαζα κάποιο ποίημά του, π.χ. τους αδιανόητους «κακούς εμπόρους», για να σας πείσω για το μέγεθος της στοχαστικότητάς του και το πώς η γραφή του προσφέρει το πολυπόθητο «εκ νέου» στην ανάγνωση. Αλλά αυτό είναι δική σας δουλειά. Εγώ θα προτιμήσω κάτι άλλο που με κατακεραύνωσε και δεν το συναντάς εύκολα σε άλλον ποιητή ή ποιήτρια. Εννοώ την συμβολικότητα που προσφέρει ο εναρκτήριος στίχος από το πρώτο ποίημα της παρθενικής του συλλογής (1939). Την κινητήρια αράδα μεγέθους τριών λέξεων που επιλέγει να θεμελιώσει όλο το μετέπειτα έργο του. Μια απόλυτη έναρξη και μάλιστα ερωτηματική:

«Εμπόδιο σε τι;»

Το ερώτημα αυτό το κουβαλούσα σαν τάμα το 2020 πήδώντας όλα τα εμπόδια, για την ακρίβεια περνώντας από μέσα τους.


 

Λίνα Ρόκου

Αφροδίτη
Παύλος Μάτεσις
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 1999

 

 

 

Τα καλοκαίρια διαβάζω πάντα βιβλία με «βροχές» και «φαντάσματα», όχι από αυτές με τις σταγόνες, όχι από αυτά που μοιάζουν με σεντόνια που πετούν. Αυτά τα βιβλία ταιριάζουν άψογα με τον ήλιο, τη θάλασσα, τα γατιά που τρώνε τα τζιτζίκια. Και ένα τέτοιο βιβλίο ταίριαξε ιδανικά και με το φετινό καλοκαίρι. Εκεί που άλλοι ίσως αναζητούσαν το φως, μετά από την πιο παράξενη άνοιξη των τελευταίων δεκαετιών, εμένα με άρπαξε, όχι από το χέρι αλλά από το λαιμό, ένα θαυμαστά σκοτεινό κείμενο. Ένα κείμενο βίαιο, που ένιωθα να μου τραντάζει το μυαλό καθώς το διάβαζα. Μου πήρε μια μέρα. Το ξεκίνησα το πρωί στο πλοίο προς Κεφαλονιά και το τελείωσα λίγες ώρες αργότερα σε μια από τις παραλίες του νησιού. Κι ενώ δίπλα μου παιδιά έπαιζαν με τα κουβαδάκια τους και πλατσούριζαν στα ρηχά, ο Παύλος Μάτεσις με την «Αφροδίτη» με έριχνε στα βαθιά της θηλυκής υπόστασης, εκεί που μόνη σωτηρία είναι η άβυσσος.
«Το σπίτι τους ήταν δίπατο, προικιό της μαμάς τους. Κάτω, είκοσι δύο μέτρα κάτω από το υπόγειο το σπίτι τους είχε έναν Τάρταρο αφώτιστο, πέτρινο. Στα βάθη του ένας σαν κρατήρας με ένα δυσκίνητο υγρό νερό, και μέσα κάτι σάλευε, μία ή δύο φορές τον χρόνο: ένα μεγάλο μάτι που δεν είχε σώμα. Τις στιγμές μάλιστα που σάλευε ακτινοβολούσε στιγμιαία, απολίθωμα έρμαιο που το μετακινούσαν τα νερά. Ή ίσως, και είδος ζωντανό, σαλάχι τυφλό που έπαιζε χαρωπά σα να τους περιέπαιζε μέσα στα νερά του, μη γνωρίζοντας πως υπάρχουν και είδη με μάτια. Πως υπάρχουν και άλλα είδη, ζωντανά. (….) Το σπίτι μετατοπιζόταν συχνά όταν εσπάραζε εκείνο το απολίθωμα κάτω στο πέτρινο χάσμα, όμως στον μεγάλο του αδερφό έλεγαν σεισμός, είναι σεισμός. Βιαστικά, σχεδόν μαζί και ο Μάριος και η μητέρα του. Σεισμός είναι, μονάχα, μη φοβάσαι».


 

Μαίρη Σταθοπούλου

Ο Πρίγκιπας της Παλίρροιας
Πατ Κόνροϊ
Εκδόσεις Bell, 2001

 

 

 

«Το βιβλίο που με διέσωσε το 2020». Πού τέτοια τύχη; Εδώ που τα λέμε, δεν νομίζω πως με έχει διασώσει και ποτέ κάποιο μεμονωμένο βιβλίο. Η ανάγνωση ναι, ασυζητητί, συγκεκριμένο ανάγνωσμα όμως όχι. Λοιπόν, ο χώρος είναι περιορισμένος κι εγώ ενθουσιώδης και, παρά το ένα βιβλίο που ζητήθηκε, θα αναφερθώ σε τέσσερα, γιατί θα ήταν άδικο να μην κάνω λόγο για το «Βιβλίο της Ανησυχίας» του Pessoa (Gutenberg, 2018), του οποίου το δύσθυμο αλλά συναρπαστικό μουρμουρητό με συνόδευσε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Θα ήταν αχάριστο να μη μιλήσω και για «Τα όρια του σώματος» (Νήσος, 2004), μια πολυφωνική και πανοραμική έκθεση των ιδεών γύρω από το σώμα –ιδέες αρκετά γνωστές, κάποιες, από παλιότερα διαβάσματα, των οποίων όμως η συγκεντρωτική συνύπαρξη σ’ ένα τόμο οργάνωσε με τον καλύτερο τρόπο τις σκέψεις μου γύρω από τη συγκεκριμένη θεματική. Θα ήταν ασυγχώρητο να λείπει από δω το «Νυχτοδάσος» της Djuna Barnes (Gutenberg, 2019), διότι, όχι, δεν είναι αντάξιο της φήμης του, είναι ακόμα καλύτερο απ’ αυτήν! Και φτάνουμε εδώ που εξαρχής ήθελα να φτάσω, στο βιβλίο που θα (έπρεπε να) ήταν ποινικά κολάσιμο να μην αναφέρω, διότι: α/ δεν θα το αγόραζα ποτέ –και δεν το έχω αγοράσει, χάρισμα είναι, β/ δυσανασχετώ ακόμα και τώρα με το εξώφυλλό του, όπως και με κάθε εξώφυλλο βιβλίου που ταυτίζεται με την αφίσα της ταινίας που έγινε, γ/ σκουπίδι το ανέβαζα, σκουπίδι το κατέβαζα, πριν να το διαβάσω, δ/ εντέλει το διάβασα πριν από χρόνια και φέτος το ξαναδιάβασα –για την ακρίβεια, τα πάμπολλα υπογραμμισμένα του αποσπάσματα. Θυμήθηκα γιατί τελικά το είχα πρωτοδιαβάσει, παρά τα ξινισμένα μου μούτρα όταν το φυλλομετρούσα. Για την ξυραφένια σαφήνεια της πρώτης κιόλας φράσης στην εισαγωγή που έχει: «Ο τόπος μου είναι η πληγή μου». Και θυμήθηκα γιατί συνέχισα να το διαβάζω. Διότι οι τελευταίες φράσεις αυτής της εισαγωγής είναι: «Θα σας πω την ιστορία μου. Χωρίς να παραλείψω τίποτα. Το υπόσχομαι», κάτι που αυτομάτως σε βάζει στη διόλου ευκαταφρόνητη θέση ενός θεού που ετοιμάζεται ν’ ακούσει μιαν εξομολόγηση ή μια προσευχή. «Ο Πρίγκιπας της Παλίρροιας» είναι το βιβλίο (Bell, 1988) του Pat Conroy και θα το ήθελα εδώ, σαν έναν ελάχιστο φόρο τιμής για τα βιβλία που σνομπάρουμε και που αυτά επιμένουν στην ανεξίκακη δωρεά τους με ύφος και περιεχόμενο σαν και τούτο εδώ:

«Στις ψυχιατρικές κλινικές, όσο ανθρώπινες και φωτισμένες κι αν είναι, τα κλειδιά αποτελούν το εμφανές διαπιστευτήριο της εξουσίας, τους ατσάλινους αστερίσκους της ελευθερίας και της κινητικότητας. Το βάδισμα των νοσοκόμων και των επιτηρητών συνοδεύεται από το κακόηχο χτύπημα των κλειδιών, δήλωση ότι περνούν οι ελεύθεροι. Όταν ακούς αυτά τα κλειδιά τη στιγμή που εσύ δεν έχεις κανένα, πλησιάζεις να καταλάβεις τον λευκό τρόμο της ψυχής που εξορίζεται από κάθε επαφή με την ανθρωπότητα. (…) Το δωμάτιο μύριζε περιττώματα και αμμωνία, δολερή και γνώριμη ανθοδέσμη που ταπεινώνει τις ατέλειωτες ώρες των τρελών, άρωμα καθοριστικό των αμερικανικών ψυχιατρείων. Όταν μπήκαμε, δεν σάλεψε ούτε μας κοίταξε. Κατάλαβα αμέσως ότι η φάση θα ήταν από τις χειρότερες. Η δόκτωρ Λόουενστιν την πλησίασε και της άγγιξε τον ώμο: “Σαβάνα, σου έχω μια έκπληξη. Σου έφερα τον αδερφό σου, τον Τομ. Ήρθε να σε δει!” Η αδερφή μου δεν σάλεψε. Το πνεύμα ήταν αποσπασμένο από τη σάρκα της. Η ακινησία της είχε κάτι από την ακινησία του ορυκτού, η μαύρη κατατονία της μια άσπιλη θεϊκότητα. Προσωπικά, ο κατατονικός μού φαινόταν πάντα ο πιο άγιος από τους ψυχωτικούς. Στον όρκο της σιωπής υπάρχει κάποια ακεραιότητα, κάτι το άγιο στην άρνηση της κίνησης. Είναι το πιο ήρεμο ανθρώπινο δράμα της αποσυντονισμένης σκηνής, η γεμάτη σοβαρότητα πρόβα τζενεράλε του θανάτου. Είχα δει κι άλλες φορές ακίνητη τη Σαβάνα και τώρα την αντιμετώπισα σαν βετεράνος του αγιάτρευτου πένθους της. Την πρώτη φορά είχα αισθανθεί ρημαγμένος, είχα χώσει το πρόσωπο στα χέρια μου. Τώρα θυμήθηκα κάτι που μου είχε πει: ότι βαθιά μέσα στην ακινησία και τη μοναξιά της το πνεύμα της αυτοθεραπευόταν, προσπαθούσε να εξορύξει το μετάλλευμα που κρυβόταν στις πιο απρόσιτες γωνιές του μυαλού της. Άλλωστε, είχε προσθέσει, δεν μπορούσε να βλάψει τον εαυτό της όταν έμενε ακίνητη, μονάχα να τον εξαγνίσει, μονάχα να τον ετοιμάσει για τη μέρα που θα ’βλεπε και πάλι το φως. Κι όταν έβγαινε στο φως εκείνο, σκόπευα να είμαι παρών.»


 

Χαρίλαος Τρουβάς

Μελέτες, Α΄ Τόμος,
Ζήσιμος Λορεντζάτος
Εκδόσεις Δόμος & Μουσείο Μπενάκη, 2007

 

 

 

Το 2020 δεν ήταν χρονιά. Ήταν ολόκληρη εποχή: το Προκαράντινο, η Α΄ Παγκόσμια Καραντίνα, το Μεσοκαράντινο και η Β΄ Παγκόσμια Καραντίνα. Ούτε που θυμάμαι τι διάβασα και τι με συγκλόνισε σε καθεμιά περίοδο. Εξάλλου νομίζω ότι αυτό που έζησα κι αυτό που δεν έζησα ήταν πιο συγκλονιστικά απ` αυτά που διάβασα.
Ας πω για τα διαβάσματά μου της τελευταίας περιόδου λοιπόν. Διαβάζω κυρίως Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο και Ζήσιμο Λορεντζάτο. Σ` αυτή τη συγκυρία μού κάνει καλό η τόσο συμπυκνωμένη κριτική τους σκέψη – δοκιμασμένο εμβόλιο.
Επειδή πρέπει να διαλέξω βιβλίο κι όχι συγγραφέα, πράγμα ασύνηθες για μένα, ας διαλέξω τον πρώτο τόμο από τις Μελέτες του Λορεντζάτου, για το μόνο λόγο ότι κάποιες σκέψεις του είναι απόλυτα δικές μου και χάρηκα που τις συνάντησα με τόση ακρίβεια και τόλμη γραμμένες. Αντιγράφω:
«Όσοι αξίζουν πραγματικά είναι σύγχρονοι μεταξύ τους, δεν είναι σύγχρονοι με τους συγχρόνους τους.»
«Αδιάφορο αν τον βλέπομε να ξέρει πολλές, νομίζω πως ο άνθρωπος μπορεί να μάθει στη ζωή του μια γλώσσα μοναχά – και αυτή αν τη μάθει – για να εκφράσει την ψυχή του.»
«Ο ποιητής είναι sui generis, αλλά δημόσιος, εργάζεται με άλλα λόγια για τον δήμον, καθώς δηλώνει η λέξη δημιουργός.»
«Η ποίηση ήταν η τελευταία τέχνη που έμενε έξω από το ναό της σοφίας. Η αναλυτική μανία του καιρού μας τής φόρεσε την καθηγητική τήβεννο και οι νέοι μπορούν σήμερα να τη διδάσκονται από το βήμα. Φαντάζομαι πως τελικά δεν μπορούμε να ξέρομε αν θα πρέπει να χαρούμε ή να λυπηθούμε για το γεγονός.»
«Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από τη φωνή του.»
«Σε κάθε εποχή φαίνεται πως είναι τόσο λίγοι εκείνοι – οι τυχεροί – που κατορθώνουν να αποσπάσουν από την κληρωτίδα έναν πραγματικά καινούριο συνδυασμό, ώστε χωρίς υπερβολή μπορούμε να πούμε ότι σχεδόν δεν υπάρχουν άνθρωποι που να σκέφτονται πραγματικά.»
«Το μυαλό μας εξάλλου δουλεύει διαμέσου του γνωστού προς το άγνωστο και ποτέ αντίστροφα. Διαπιστώνω μάλιστα πως όταν η λογική δε μας οδηγεί κάπου, πάλι η λογική είναι που μας δείχνει άλλους δρόμους. Το να καταλήξει κανένας συνειδητά στο λεγόμενο μυστικισμό ή να το ρίξει στα θεία, είναι αποτέλεσμα προσεχτικής λογικής. Διαφορετικά υποβιβάζομε ή παρανοούμε όσους ακολουθούν τέτοιους δρόμους.»


 

Χάρης Φραντζής

500 ποιήματα από την Παλατινή Ανθολογία 
μτφ: Ανδρέα Λεντάκη
Εκδόσεις Gutenberg, 2019

 

 

 

«Πώς το μικρό παιδί, στης θάλασσας την άμμο παίζοντας,/ χτίζει παιχνίδια, μετά μεμιάς, με χέρια και με πόδια,/ τα συντρίβει» (Ιλιάδα, Ο, 362-4, μτφρ. Μαρωνίτη), έτσι αισθάνομαι, σαν παιδικό παιχνίδι που καταποντίζεται, όχι από τα απαλά δάχτυλα κάποιου μπόμπιρα στην άμμο, αλλά από τις άμετρες δυνάμεις της περιρρέουσας ακαλαισθησίας. Τώρα λοιπόν που όλων των ειδών τα φαντάσματα και προσωπεία (πολιτικά, ψυχολογικά, αισθητικά κ.α.) σέρνουν τον άχαρο χορό τους, τώρα γεννιέται και η ανάγκη (σε μένα τουλάχιστον) για καταβύθιση σε μια γλώσσα πρωταρχική, τη γλώσσα της ποίησης.
H Παλατινή Ανθολογία είναι μία συλλογή ποιημάτων που δημιουργήθηκε τον 10ο μ.Χ. αιώνα από τον Κωνσταντινουπολίτη ιερωμένο λόγιο Κωνσταντίνο Κεφαλά, η οποία όμως δεν περιέχει μόνο βυζαντινά ποιήματα αλλά και αρχαία έως και τον 7ο π.Χ. αιώνα. Είναι μια λογοτεχνική κιβωτός που μας ταξιδεύει από την αρχαϊκή, την κλασσική, τη μακρά ελληνιστική έως και την βυζαντινή εποχή περιλαμβάνοντας μια τεράστια θεματική γκάμα: προτρεπτικά ταξιδιών, ναυάγια, φιλοσοφία, καθημερινές και ενίοτε σκωπτικές σκηνές του βίου, σάτιρες, ερωτικούς και επιθανάτιους στίχους. Η Παλατινή μάς μεταφέρει στην καρδιά του ζητήματος τι είναι ελληνική ποίηση και γλώσσα. Στα 1301 -όπως μας πληροφορεί ο Ιανός Λάσκαρις- ο πολιτικά και θρησκευτικά ορθός μοναχός Μάξιμος Πλανούδης ακρωτηρίασε και ευνούχισε την ανθολογία για λόγους ερωτικής αθυροστομίας και ανοιχτής αισχρολογίας, γεγονός που μας υπενθυμίζει για άλλη μια φορά τη μεσαιωνικότητα των πουριτανικών και ολοκληρωτικών πρακτικών λογοκρισίας.
Διαβάζοντας τα 500 καλοδιαλεγμένα επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία στη μετάφραση του Ανδρέα Λεντάκη (εκδ. Gutenberg), δεν επιστρέφουμε νοερά μόνο σε κάποιες ρίζες ή σε ωραίους και ηλιόλουστους καιρούς, αλλά διατρέχουμε ποιητικά 17 αιώνες με μία γλώσσα (του Λεντάκη) που έχει τη χάρη που κόμισαν όλοι οι μεγάλοι μας ποιητές του προηγούμενου αιώνα· να είναι σύγχρονη ενσωματώνοντας παράλληλα στοιχεία όλης της μακραίωνης ιστορίας της. Ακόμη παραπέρα: γινόμαστε μάρτυρες μιας ποιητικής ιδιοφυίας που μεταφράζοντας τολμάει να αναδημιουργήσει έναν δικό της κόσμο με σεμνότητα και σεβασμό προς το πρωτότυπο. Ο Λεντάκης κάνει το κείμενο δικό του και το φέρνει κοντά μας.


 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.