Με τον Θόδωρο τον Αγγελόπουλο, όταν είμασταν έφηβοι, θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Όχι όπως όλοι οι έφηβοι. Στρατευθήκαμε, με συνέπεια. Την αυταπάρνηση του Θόδωρου την φυλάγω στη μνήμη από τις αφηγήσεις του για τη στέρηση που πεισματικά έζησε στο Παρίσι, σπουδάζοντας κινηματογράφο: Νυχτερινός πορτιέρης σε μικροξενοδοχεία, οδοκαθαριστής – είχε τσαγανό ο Θόδωρος. Είχε και το χάρισμα-μαρτύριο να ξέρει, χωρίς φτηνούς κομπασμούς, το ταλέντο του. Από το πρώτο δείγμα που έδωσε (“Εκπομπή”) έδειξε ότι με τη “γλώσσα” του κινηματογράφου ήταν ικανός να “πει” το άρρητο.
Σε αυτή την κόψη του ξυραφιού, ανάμεσα στο ρητό και στο άρρητο, ακροπαλεύει κάθε μεγάλο ταλέντο. Νομίζω, ο άσχετος, (με μεγάλη πιθανότητα πλάνης), ότι εκεί, οι περιστασιακές συνθήκες δεν βοήθησαν τον Θόδωρο. Μια κωμική, ηλίθια δικτατορία στην Ελλάδα, τον παγίδεψε να στοχεύσει το ουσιώδες “άρρητο” μόνο στις υποτυπώδεις κοινωνικές ευαισθησίες της τάχα και Αριστεράς. Το μεγάλο ταλέντο του λάμπει στον εξαίσιο τρόπο με τον οποίο ο φακός του “βλέπει” την Ελλάδα. “Είπε” ο Θόδωρος τον καϋμό και τον πόνο της βάναυσα ατιμασμένης πατρίδας. Με μια εκπληκτικού ταλέντου γλώσσα που όμως ασφυκτιά στη στενότητα του “ρητού”.
Μόνο με τον Ταρκόφσκυ μπορώ να παραλληλίσω τον δικό μου Θόδωρο τον Αγγελόπουλο. Εκεί, στην εκφραστική του Ρώσου, κάτω από ίδιους αργούς κινηματογραφικούς ρυθμούς, κυλάει καταιγιστικά “νόημα” του αρρήτου. Δεν έχουν όλοι το ίδιο χάρισμα.
Χρήστος Γιανναράς
_____________________