Φ
ανταστείτε το πρόσφατο σκηνικό στην Ερμού – όλοι είδαμε τις φωτογραφίες με τις ουρές και τη κοσμοσυρροή – σαν ένα Αγγελοπουλικό μονοπλάνο. Οι άνθρωποι, πολλοί αλλά και τόσο μόνοι, μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά αμίλητοι, και η κάμερα τους παρακολουθεί κατά μήκος του δρόμου με ένα αρχοντικά αργό travelling. Μπορείτε να υποκύψετε στον πειρασμό του να προσθέσετε και βροχή, αν θέλετε. Δυστυχώς ο ίδιος ο Αγγελόπουλος δεν είναι ανάμεσα μας για να μας πει πώς θα το γύριζε.

Είναι από εκείνα τα παιχνίδια του μυαλού που ενοχλούν, όπως «μια πέτρα στο παπούτσι» που έλεγε ο Λαρς φον Τρίερ όταν τον ρωτούσαν με τι μοιάζει μια καλή ταινία. Αν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήταν ακόμα ανάμεσά μας. Αν εκείνη η κακιά ώρα είχε, με κάποιον τρόπο, αποφευχθεί. Αν «Η άλλη θάλασσα», η ταινία που γύριζε με τον Τόνι Σερβίλο, είχε ολοκληρωθεί.

Η ιστορία είναι γνωστή: Ο Θόδωρος δε συνήθιζε να προσέχει στα γυρίσματα, και κατά τη διάρκεια τους, είχε γυρισμένη την πλάτη του στην κίνηση. Η μηχανή που τον παρέσυρε, η εξωφρενική καθυστέρηση του ασθενοφόρου (τελικά τον παρέλαβε ένα που απλά έτυχε να περνά από την περιοχή), όλα συντέλεσαν στην εσωτερική αιμορραγία που τον πήρε τόσο άδοξα.

Τι χάσαμε όμως μαζί με τον Αγγελόπουλο;

Να μείνουμε λίγο στον τίτλο; «Η άλλη θάλασσα».

«Άλλη» σε σχέση με ποια;

Ίσως την ελληνική θάλασσα, που κόσμησε τόσες ταινίες, ελληνικές και μη. Γιατί όλες οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου μίλησαν για μια άλλη Ελλάδα – που δεν είναι ούτε ηλιόλουστη, ούτε φιλόξενη. Αν και μεταξύ μας, ποτέ δεν κατάλαβα όλες αυτές τις αναφορές για την «εξαφάνιση του ήλιου» στο σινεμά του Αγγελόπουλου μιας και ποτέ δεν έπαψα να βλέπω αυτή την άλλη Ελλάδα σ’ ολόκληρο το Ελληνικό σινεμά, μονίμως καταχωνιασμένη πίσω από μια «πνιχτή» απόγνωση.

Ένας ανομολόγητος καημός μιας ιδιοσυστασίας που μοιάζει ίδια και απαράλλαχτη όσο περνούν τα χρόνια, που πηγαινοερχόταν από τις κωμωδίες στα μελοδράματα – ιδίως σε αυτά που παρήχθησαν εκτός των Φίνου και Καραγιάννη, έξω από το «προπύργιο» δηλαδή που εκείνη η γενιά αποφάσισε να χτυπήσει. Γι’ αυτό και στις ταινίες του Αγγελόπουλου είδαμε τον «άλλο» Κατράκη, τον «άλλο» Παπαγιαννόπουλο, τον «άλλο» Βέγγο, την άλλη Χρονοπούλου. Και ποτέ σε κοντινά πλάνα, ε; Πάντα από απόσταση. Όπως κοιτούσε τους ανθρώπους ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, όπως κοιτά ο οποιοσδήποτε από εμάς τη ζωή: Σπανίως δίπλα στους πρωταγωνιστές της.

Ταξίδι στα Κύθηρα

Τελικά μήπως το αίτημα ήταν ένας ακόμα πιο λαϊκός κινηματογράφος; Ή περισσότερο, ένας «Ελληνικός»; Και τι είναι αυτό εντέλει που συνιστά την «ελληνικότητα»; Στο σινεμά του Αγγελόπουλου, η απάντηση είναι απλή, και πάντοτε η ίδια: Τίποτε άλλο πέρα από την αντανάκλαση της Ιστορίας.

Γεγονός: Εννέα στους δέκα Ευρωπαίους σκηνοθέτες σήμερα, δοκιμάζουν μια καριέρα έξω από τα σύνορα της χώρας τους. Ο Αγγελόπουλος δεν θέλησε να φύγει ποτέ. Ήθελε να μείνει εδώ, απευθυνόμενος, όπως έλεγε ο ίδιος, «σ’ έναν θεατή που βλέπει και ταυτόχρονα κρίνει αυτά που βλέπει».

Η αλήθεια είναι πως δύσκολα βρίσκει κανείς στην Ελλάδα σήμερα ένα μεγάλο κοινό, έτοιμο να ανταποκριθεί απέναντι σε μια τέτοια πρόκληση. Ίσως το πρόβλημα να είναι παγκόσμιο. Το 1975 πάντως κανείς δεν πίστευε πως κάποιος θα είχε το «θράσος» να γυρίσει μια ταινία για τον Εμφύλιο κοιτάζοντας από την πλευρά των ηττημένων – και μάλιστα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Σήμερα, που ανάμεσα μας κυκλοφορεί ο ίδιος σιωπηλός καημός, ο καημός που σέρνεται και ποδοπατείται κάτω από το βάρος των αιτημάτων της εποχής μας, συνοδευόμενος πάντα από κείνο το χαρακτηριστικό κύρτωμα της ήττας, η απώλεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου είναι ακόμα πιο αισθητή.

Τι χάσαμε; Μαζί του, κάτι και από εμάς. Και δεν είναι πολλοί εκείνοι που δείχνουν πρόθυμοι σήμερα να μεταμορφώσουν, αυτό το πολύτιμο «κάτι», σε Μεγάλη Τέχνη.

Άκης Καπράνος

 

.
_____________________________

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.