Προσπαθούσα να σκεφτώ μια ιστορία για να γράψω όταν ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι η καλύτερη ιστορία ήταν αυτή που ζούσαμε. Αυτήν έπρεπε να γράψω, το γεγονός δηλαδή πως δεν γερνούσαμε. Ήταν κάτι που περνούσε απαρατήρητο γιατί γινόταν τόσο φυσικά και ανεπαίσθητα στο πέρασμα του χρόνου –το μη γήρας‒ που κατέληγε, όχι μόνο κοινός τόπος, αλλά και συνήθεια. Τον πρώτο καιρό όπως είπα, δεν ήταν κάτι το αφύσικο. Ήμασταν απλώς νέοι, πραγματικοί νέοι, κι αυτό το καταλάβαμε βέβαια αργότερα όταν βλέπαμε τον εαυτό μας σε ανύποπτο χρόνο στις φωτογραφίες του καλοκαιριού, γιατί τη στιγμή που ζούσαμε τη νεότητα δεν είχαμε καμιά συναίσθηση γι’ αυτήν.
Αναλογιζόμενη εκ των υστέρων την κατάσταση, δεν είναι εύκολο να πει κανείς πότε ακριβώς τελείωσε εκείνη η πραγματική πρώτη νεότητα, πότε περάσαμε το κατώφλι της ενηλικίωσης και της ωριμότητας, πότε φτάσαμε να έχουμε την ηλικία και τις συνήθειες‒ παρά τα φαινόμενα‒ μεσήλικων. Θα πω μόνο πως ήρθε κάποια στιγμή που άρχισα να καταλαβαίνω πως διασχίζαμε ένα ατέρμονο παρόν, κι ήταν σαν να’ χαμε πάντα όλο το μέλλον μπροστά μας. Δεν ήταν μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μας που συνείσφεραν στη δημιουργία της πλάνης. Aκούσιοι κληρονόμοι μιας καλής γενετικής, έμοιαζε σαν να είχαμε γι’ αυτόν το λόγο περισσότερα πλεονεκτήματα σ’ αυτήν την άνιση μάχη με το χρόνο, λαμπεροί και φρέσκοι μοιάζαμε άτρωτοι, ευτυχισμένοι για πάντα. Το ίδιο μας το είναι, ό,τι περιέκλειε τη ζωή μας και, κυρίως, η αγάπη μας, συνομοτούσαν υπέρ μας, η αγάπη μας ήταν χωρίς υπερβολές ο αθόρυβος μοχλός που κινούσε τα πάντα. Καμιά φορά ήταν αξεδιάλυτο το έξω από το μέσα, ο τρόπος ζωής απ’ τη σωματική σφριγηλότητα, δεν ήξερες ποιο πυροδοτούσε το άλλο, αν ζούσαμε σαν αιώνιοι φοιτητές γιατί έτσι μοιάζαμε ή αν απ’ το τόσο να ζούμε αδράττοντας τη μέρα, υποκινούμενοι από μια φυσική περιέργεια για τη ζωή, τα χαρακτηριστικά μας είχαν διαμορφωθεί ανάλογα καθιστώντας το σώμα ευέλικτο, το βλέμμα ακτινοβόλο.
Όποια κι αν είναι η απάντηση, το γεγονός είναι πως η αγάπη μας ξανανιώνει κι αυτή μαζί μ’ εμάς. Η αγάπη μας, απαλλαγμένη από τις αλυσίδες του χρόνου, αγέραστη κι αναλλοίωτη, μας ωθεί σε πράξεις και συνήθειες πέρα από τις καθιερωμένες συμβάσεις. Σταδιακά, φτάσαμε να μην τσακωνόμαστε ποτέ. Όλα μας ευχαριστούν. Αντίθετα μ’ ό,τι συμβαίνει συνήθως στις περισσότερες περιπτώσεις χρόνιας συμβατικής συμβίωσης, τα υλικά αγαθά μας είναι άχρηστα και παρά τις συνειδητές προσπάθειες μας δεν έχουν καταφέρει να μπουν στη ζωή μας, ν’ αντικαταστήσουν τις στιγμές ευτυχίας που μας προκαλεί ένα βλέμμα, μ’ αυτές που απορρέουν από απλές, απτές ανέσεις.
Στην αρχή ο περίγυρος μας θαύμαζε, σιγά- σιγά όμως, κι όσο τα χρόνια περνούν, ο θαυμασμός αντικαταστάθηκε σταδιακά από περιέργεια, ενώ τώρα τελευταία ένα ορισμένο είδος καχυποψίας μοιάζει να έχει γεννήθει και ορίζει τις σχέσεις μας με τους γύρω μας. Πως γίνεται να μην μας αγγίζουν οι αντιξοότητες της ζωής; Πως διατηρούμε ακόμα, πλανάται στα μάτια τους η απορία, κόντρα στην καθημερινή μιζέρια, την οικονομική ύφεση ή τον εργασιακό ζυγό, την αθωότητα και τον ενθουσιασμό που απαιτεί η αγάπη; Άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη πως είχαμε πουλήσει τη ψυχή μας στον διάβολο ή στον πλαστικό χειρούργο. Το δέρμα μπορούσε εύκολα να βελτιστοποιηθεί χάρη στα τελευταία επιτεύγματα της αισθητικής χειρουργικής. Κι όσο για τα πάντα φρέσκα αισθήματα, μήπως δεν ήταν εφικτή μια μεταμόσχευση καρδιάς;
∿
Παρά την ευτυχία μέσα στην οποία πλέουμε, δειλά αλλά σταθερά, τα μηνύματα απ’ τον έξω κόσμο φτάνουν αναπόφευκτα ως εμάς. Μας πήρε καιρό να καταλάβουμε πως η αυτάρκεια μας είναι ασυγχώρητη. Αγαπάμε, βέβαια, τους φίλους μας, μα η δική μας ένωση εκτείνεται πέρα απ’ αυτούς. Σε οικογενειακό επίπεδο, τιμάμε τον πατέρα και τη μητέρα μας σύμφωνα με το πρότυπο των Γραφών, είμαστε δηλαδή καλοί γιοι και κόρες, μιλάμε και πράττουμε με σεβασμό, έχουμε, όμως, πάντα τη δική μας ξεχωριστή κι αυτόνομη ύπαρξη, παρά την αγάπη που τρέφουμε γι’ αυτούς, δεν μας είναι αναγκαίοι. Όσο για τα παιδιά, δεν χρειαζόμαστε απογόνους, η ευτυχία μας είναι ολοκληρωμένη χωρίς αυτά, ζώντας με πληρότητα το παρόν δεν τρέφουμε ελπίδες για το μέλλον.
Αυτή την στιγμή που γράφω μέσα στο άδειο σπίτι και σε κοιτάζω απ’ το παράθυρο να μου χαμογελάς από μακριά, μια παράδοξη σκέψη με διαπερνά για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά, σκέφτομαι μήπως η αγάπη δεν έχει μπει ανάμεσα μας, χωρίζοντας μας απ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Μήπως ενώνοντας μας τόσο απόλυτα και ολοκληρωτικά δεν μας έχει αφήσει μόνους σηκώνοντας καθημερινά το βάρος μιας αβάσταχτης ευτυχίας, κλείνοντας μας σταδιακά μέσα στα τείχη αυτής της αδυσώπητης μοναξιάς που βιώνουν μόνο όσοι έχουν βρει πραγματικά το άλλο τους μισό.
εικόνα: silvia grav
.
.