Λέγεται ότι ο Φρειδερίκος Β’ ο Μέγας συνήθιζε να χαστουκίζει τους ιπποκόμους του, φωνάζοντάς τους “Αγάπα με, κτήνος!”.

Εναπόκειται στους ειδικούς να μας πουν αν τέτοιου τύπου αμφιθυμικές εκρήξεις έχουν να κάνουν με την περιπεπλεγμένη σχέση του μονάρχη της Πρωσίας με τον πατέρα του, τον τραχύ Φρειδερίκο Γουλιέλμο Α’, ο οποίος κάποτε έφτασε μέχρι του σημείου να εξετάσει τον αποκλεισμό του γιού του από την διαδοχή.

Στις δικές μας ηλιόλουστες ακτές, πάλι, η δυναστική συνέχεια ουδέποτε αντιμετώπισε σοβαρούς κλυδωνισμούς. Ίσως γιατί η επιβλητική παρουσία της Ελληνίδας Μάνας όλα τα εξομαλύνει και όλα τα εμπεριέχει.

Τούτο διόλου δεν αναιρεί την ανάγκη προσεκτικής μεταβιβάσεως από γενεάς εις γενεάν των δεξιοτήτων που εξασφαλίζουν την στιβαρά πηδαλιουχία του κράτους. Σε τελική ανάλυση και ο μέχρι παρεξηγήσεως περιπαθής Φρειδερίκος υποχρεώθηκε να διοικήσει σύνταγμα γρεναδιέρων, ώστε να σκληραγωγηθεί. Δεν ξεκίνησε τον ενήλικο βίο του με αργομισθία στην Εθνική Τράπεζα επί Καρατζά.

Όλα αυτά αποκτούν εξέχουσα σημασία αφ’ ής στιγμής οι φυσικοί ιδιοκτήτες της χώρας εγκατέστησαν στο Μέγαρο Μαξίμου την προσωποποίηση της Ελλάδας του κληρονομημένου προνομίου. Λαχταρισμένοι, εννοείται, ακόμη από το καλοκαίρι του 2015, αδιάλλακτοι όσο ποτέ και μνησίκακοι απέναντι στους υποτελείς, έστω και αν αυτοί δείχνουν πλήρως παραδομένοι πλέον.

Όχι ότι οι περιπέτειες αυτές άφησαν πραγματικά σοφότερους τους παρ’ ημίν αρίστους, για τους οποίους ισχύει απολύτως ό,τι και για τους Βουρβώνους μετά την Παλινόρθωση: “Δεν ξέχασαν τίποτε, δεν έμαθαν τίποτε”.

Διότι, ναι, έχει αυτή την επιτελεστικότητα η αριστεία: αρκεί να την βεβαιώσεις για τους ομοίους σου, ώστε να υπάρξει. Και ήρθε η ώρα, μετά από καμιά σαρανταριά χρόνια μεταπολιτευτικού συνωστισμού να επέλθει η απαιτούμενη κοινωνική αποστασιοποίηση.

Παρακράτησε το παιχνίδι της αναδιανομής, το παιχνίδι της “ομαλής πολιτικής εναλλαγής”, των δημοκρατικών δικαιωμάτων, των εξαναγκασμένων παραχωρήσεων προς τους πολλούς, της ανοδικής κινητικότητας που αυτοί εξασφάλιζαν μέσα από τα αισχρά πανεπιστήμιά τους. Παρακράτησε η αυθάδεια του πλήθους, η υποστολή των συμβόλων του “ελεύθερου κόσμου”, η αιδήμων σιγή για τα δύσκολα του εθνικού παρελθόντος. Ήρθε η ώρα να επιβεβαιωθεί ότι η θέση της Ελένης Παπαδάκη είναι για πάντα στο Εθνικό Θέατρο, της Φρειδερίκης σε ανδριάντα στην Κόνιτσα, του Μάλλιου και του Μπάμπαλη στο μαρτυρολόγιο του “Ως Εδώ”.

Αποτελεί, το δίχως άλλο, θέμα παιδείας και αξιών. Odi profanum vulgus αναμέλπει ο Δημήτρης Δημητριάδης σε μελοποίηση Λεωνίδα Καβάκου, παρασέρνοντας την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ σε νοσταλγικούς λικνισμούς, ενώ ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης υποτονθορύζει: “Ξέρεις ποιός είμαι εγώ ρε;”.

Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να γίνουμε οπαδοί του Λυσένκο, θεωρώντας κληρονομήσιμα τα επίκτητα χαρακτηριστικά, για να παρατηρήσουμε με κάποια ανησυχία ότι είναι άλλο η γενεαλογία σου να κρατά από Φλωρεντίνους τραπεζίτες και άλλο από ναυαγιστές του Ταινάρου ή πειρατές. Πρόκειται για γονίδιο που δεν σε εξοπλίζει με δυνατότητες στρατηγικής σκέψης, πέρα από ένα αντανακλαστικό απεριόριστης υποτέλειας στους νομιζόμενους ισχυρούς του πλανήτη και ληστρικής εχθροπάθειας για ό,τι το δημόσιο, συνδυαζόμενης με έναν βαθύ αντιδιανοουμενισμό.

Όποιοι οι προπάτορες, τέτοιοι και οι γόνοι. (Αλλά, καθώς που το απαιτούν οι περιστάσεις, και της “ευρωπαϊκής ανεκτικότητας” ειδήμονες). Και τα πράγματα διόλου δεν διευκολύνει η σταδιακή αποπτώχευση της κοινωνικής εμπειρίας των “κοσμοπολιτών” κληρονόμων του καιρού μας, βυθισμένων στη μιντιακή ευτέλεια και τον αλληλοθαυμασμό.

Όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι νεοφιλελεύθεροι στην ελληνική δεξιά, ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας φέρεται ειπών: “Δεν τον πονάτε εσείς τον λαό”. Σήμερα μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι την άγνοια των κρατούντων για όλο τον κόσμο έξω από την Αθηναϊκή Λέσχη και τον Σύλλογο Αποφοίτων Κολλεγίου μόνο η περιφρόνησή τους για αυτόν μπορεί να συναγωνισθεί.

Νά όμως που αιφνιδιάζεται, ταράζεται. όπως πληροφορούμαστε, ο Πρωθυπουργός του “ασυναγώνιστου προβαδίσματος” από την λαϊκή οργή που ξέσπασε στους δρόμους και από τη χλεύη στο ίδιο του το διαδικτυακό σπίτι. Και χαστουκίζει τους ιπποκόμους του, που σήμερα λέγονται δημοσκόποι και ειδικοί πολιτικού σχεδιασμού. Άχαρα πράγματα.

Και ο Φρειδερίκος Β’ ο Μέγας δεν βρίσκεται εύκαιρος για να προσφέρει συμβουλές. Είναι θαμμένος στο ανάκτορο του Sans Souci μαζί με τα έντεκα αγαπημένα σκυλιά του.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Διονύσιος Καλιντέρης γεννήθηκε, ζει και ατυχώς εργάζεται στην Αθήνα. Οι σπουδές του ήταν φιλολογικές. Αρέσκεται να φωτογραφίζει στους δρόμους, να σχολιάζει λοξά την επικαιρότητα και ενίοτε να στιχουργεί, παραδιδόμενος στους πειρασμούς της φόρμας.